Ταινίες της εβδομάδας: Ο Κόλιν Φερθ και ο Στάνλεϊ Τούτσι σε μια δυνατή ιστορία αγάπης

To ημιαυτοβιογραφικό έργο του Τζακ Λόντον «Μάρτιν Ίντεν» μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Πιέτρο Μαρσέλο, η ποιήτρια Τζοάνα Ράκοφ μας γυρίζει πίσω στα νεανικά της χρόνια, ο Κόλιν Φερθ και ο Στάνλεϊ Τούτσι περιπλανούνται στην αγγλική ενδοχώρα μέσα από μια δυνατή ιστορία αγάπης, ενώ το σινεφίλ κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει τους «Βιτελόνοι» του Φελίνι σε νέα αποκατεστημένη κόπια.

Μάρτιν Ίντεν (Martin Eden) 

Σκηνοθεσία: Πιέτρο Μαρσέλο

Παίζουν: Λούκα Μαρινέλι, Τζέσικα Κρέσι

Περίληψη: Ο Μάρτιν είναι ένας ανήσυχος προλετάριος, που φιλοδοξεί να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων, ώστε να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή. Η γνωριμία του με μια πλούσια κοπέλα και ο κεραυνοβόλος έρωτας που γεννιέται ανάμεσά τους θα τον φέρει σε σύγκρουση με την οικογένειά της, αλλά και με το κατεστημένο της εποχής του.

Διασκευή του ομότιτλου ημιαυτοβιογραφικού κλασικού βιβλίου του Τζακ Λόντον με τον εξαιρετικό Λούκα Μαρινέλι.

Ο Λόντον υπήρξε περιπετειώδες πνεύμα, που μέσα από τον Μάρτιν Ίντεν, ο οποίος λειτουργεί ως alter ego του, περιγράφει τη μοναχική πορεία ενός συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα παραθέτει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο του 20ου αιώνα.

Ο Μάρτιν, ένας ανειδίκευτος εργάτης, μετά από ένα τυχαίο συμβάν έρχεται σε επαφή με μια οικογένεια μεγαλοαστών κι ερωτεύεται την κόρη τους, την Έλενα. Προσπαθώντας να συγκεράσει τις ταξικές και μορφωτικές τους ανισότητες, πέφτει με πάθος στη μελέτη. Η επαφή του με τη λογοτεχνία τού ξυπνάει την επιθυμία να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας, αφού μέσα από τα γραπτά του πιστεύει ότι θα δώσει φωνή σε όσους αδικούνται.

Η Έλενα, όμως, και η οικογένειά της αντιμετωπίζουν κυνικά την απόφασή του και  δεν βλέπουν με καλό μάτι τις προσπάθειές του, όχι τόσο επειδή θεωρούν το όνειρό του ανέφικτο, όσο γιατί η τολμηρή του πένα απειλεί τα συμφέροντά τους.

Ο Πιέτρο Μαρσέλο στη δεύτερή του ταινία βασίζεται στο υλικό του Λόντον, μόνο που τοποθετεί τη δράση στη Νάπολη, κάπου ανάμεσα στο ‘50 και το ’60, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς τον χρόνο, κι εμπνέεται σκηνοθετικά από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τη γαλλική nouvelle vague.

Επιπλέον, χρησιμοποιεί ως αφορμή την ιστορία του Μάρτιν και εστιάζει περισσότερο στην αποτύπωση μιας ευρύτερης κοινωνικής κατάστασης, σχολιάζοντας κρίσιμα ζητήματα  του 20ου αιώνα: τη σχέση του ατόμου και με την κοινωνία, τον ταξικό αγώνα, τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά και τον αντίλογό τους, χωρίς καταγγελτική διάθεση, αλλά με κριτική ματιά και καθαρό βλέμμα.

Ο στοχασμός του ίδιου του Μάρτιν διατυπώνεται σε μια εξαιρετική σκηνή, όπου στη συνέλευση των εργατών μιλάει για την αδηφάγα φύση του ανθρώπου που δεν μπορεί να περιοριστεί από καμία ιδεολογία. Ο Μαρσέλο φτιάχνει ένα φιλοσοφικό δοκίμιο με όρους αμιγώς κινηματογραφικούς, που σε πρώτη φάση θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια ταξική εκδοχή του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».

Όμως, η ρομαντική σχέση του ήρωα με την όμορφη Έλενα, όπως και τα υπόλοιπα γεγονότα λειτουργούν ως αφορμές για τη βασική ιδεολογία του Μαρσέλο, αλλά και του Λόντον. Γι’ αυτό, εύστοχα ο Ιταλός δημιουργός διανθίζει την ιστορία του με ντοκουμέντα από το αρχειακό υλικό του αναρχικού Ερίκο Μαλατέστα, προκειμένου να αφηγηθεί όχι μόνο τους αγώνες που καθόρισαν την εποχή μας, αλλά να ανιχνεύσει τόσο τη γενεσιουργό τους αιτία, όσο και τον λόγο που δεν έφεραν την πολυπόθητη ουτοπία του Μάρτιν. Η προσήλωση και η πραγματική του ανάγκη να μοιραστεί τις ιδέες του Λόντον τον κάνει να ξεπερνάει τον σκόπελο του έντονου διαλογικού στοιχείου που στο σινεμά μπορεί να γίνει και τροχοπέδη, αλλά και της νοσταλγίας για ένα περασμένο παρελθόν, υπογράφοντας μια ταινία επίκαιρη και σύγχρονη.

Σύμμαχός του, ο Λούκα Μαρίνελι, ο οποίος υποδειγματικά προσεγγίζει τις διαφορετικές πλευρές αυτού του νέου άνδρα, που ξεκινάει με όνειρα, για να καταρρακωθεί από αυτή την πραγματοποίησή τους, δίνοντας μια ερμηνεία που δικαίως του χάρισε το βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ένας Χρόνος στη Νέα Υόρκη (Μy Salinger year)

Σκηνοθεσία: Φιλίπ Φαλαρντό

Παίζουν: Σιγκούρνι Γουίβερ, Μάργκαρετ Κουόλι

Περίληψη: Δεκαετία του 1990, Νέα Υόρκη. Η νεαρή Τζοάνα ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Όταν πιάνει δουλειά ως βοηθός της Μάργκαρετ, μιας ατζέντισσας λογοτεχνίας, γνωρίζει καλά πως πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Παραμένει, λοιπόν, ψύχραιμη, όταν τα τηλέφωνα δεν σταματούν να χτυπούν και κερδίζει την εμπιστοσύνη της παλιομοδίτισσας και ξεροκέφαλης αφεντικίνας της. Βέβαια, όλα στην εταιρεία κινούνται γύρω από ένα μόνο πρόσωπο, τον συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, στα μηνύματα των θαυμαστών του οποίου απαντά η Τζοάνα.

Ο Φιλίπ Φαλαρντό («Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ») διασκευάζει το ομώνυμο και αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Τζοάνα Ράκοφ, ανοίγοντας την αυλαία του 70ού Φεστιβάλ Βερολίνου.

Η Ράκοφ στο best-seller της περιγράφει τη «χρονιά Σάλιντζερ» -όπως την ονομάζει χαρακτηριστικά-, δηλαδή την περίοδο που ως νεαρή φέρελπις ποιήτρια βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με το όνειρο να γράψει και εργάστηκε στο γραφείο που εκπροσωπούσε τον θρυλικό Αμερικανό συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλντζερ.

Η κεντρική ηρωίδα προσλαμβάνεται από την αυστηρή, πλην όμως δίκαιη, ατζέντισσα της εταιρείας και η δουλειά της είναι να απαντάει στα γράμματα των θαυμαστών και στα τηλέφωνα. Κάπως έτσι, ξεκινάει να μιλάει τόσο με αναγνώστες που ο «Φύλακας της Σίκαλης» τους άλλαξε τη ζωή, όσο και με τον ίδιο τον Σάλιντζερ, ο οποίος τη συμβουλεύει πως, αν θέλει να γίνει συγγραφέας, πρέπει να γράφει κι όχι να σπαταλάει τον χρόνο της, απαντώντας σε τηλέφωνα. Ταυτόχρονα, η φιλία που δημιουργεί με το αφεντικό της, την  Φίλις Γουέστμπεργκ, αλλά και η σχέση της με τον χειριστικό της σύντροφο, την οδηγούν στο να βρει την πραγματική της φωνή.

Ο Φαλαρντό, που έχει αναλάβει εκτός από τη σκηνοθεσία και τη διασκευή του σεναρίου, υπογράφει μια ταινία ενηλικίωσης, καταγράφοντας τη διαδρομή ενός νέου κοριτσιού που παλεύει να κάνει πραγματικότητα τα όνειρά του και να βρει τη δική του φωνή μέσα στον κόσμο της λογοτεχνίας.

Αν και ο Καναδός δημιουργός φαίνεται πως γνωρίζει καλά τι συμβαίνει στον λογοτεχνικό χώρο, γι' αυτό και οι διάλογοι στο γραφείο είναι τόσο απολαυστικοί, η Τζόανα θα μπορούσε να είναι ένα οποιαδήποτε κορίτσι που θέλει να κάνει μια οποιαδήποτε δουλειά, κι όχι μια wannabe συγγραφέας, ενώ η επιβλητική μορφή του Σαλιζντζερ που υπόσχεται ο πρωτότυπος τίτλος, υπάρχει μόνο ως μια φωνή, που τελικά δεν λέει και τίποτα φοβερά αποκαλυπτικό.

Το βάρος, λοιπόν, πέφτει στους ώμους στης Σιγκούρνι Γουίβερ, που με κέφι υποδύεται την παλαιάς κοπής Φίλις, και την ανερχόμενη Μάργκαρετ Κουόλι («Κάποτε… Στο Χόλιγουντ ») που ερμηνεύει δυναμικά την Τζοάνα, να κρατήσουν το ενδιαφέρον μας σε μια χαριτωμένη κομεντί που, αν και μιλάει για μεγάλες αλλαγές, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στο κοινό της.

Σουπερνόβα (Supernova)

Σκηνοθεσία: Χάρι Μακουίν

Παίζουν: Στάνλεϊ Τούτσι, Κόλιν Φερθ, Πίπα Χέιγουντ

Περίληψη: Ο Σαμ και ο Τάσκερ, οι οποίοι είναι μαζί είκοσι χρόνια, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια σκληρή αλήθεια: ο Τάσκερ βρίσκεται στα πρώιμα στάδια της άνοιας και πιστεύει πως περνάει τις τελευταίες όμορφες στιγμές με τον σύντροφό του, πριν η αρρώστια τον κάνει να χάσει τον εαυτό του.

Χαμηλότονο δράμα χαρακτήρων από τον Χάρι Μακκούιν, που μετά από το «Hinterland» έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει την υποκριτική και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη σκηνοθεσία.

Δυο σύντροφοι ζωής, ο Σαμ και ο Τάσκερ, μετά από είκοσι χρόνια κοινής συμπόρευσης, έρχονται αντιμέτωποι με την αρρώστια, όταν ο Τάσκερ μαθαίνει πως βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας. Γνωρίζοντας και οι δυο πως σε λίγο η αντίστροφη μέτρηση θα αρχίσει, αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι στην αγγλική επαρχία, όπου θα συναντήσουν τους φίλους και την οικογένειά τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, οι δυο τους θα μοιραστούν την αγάπη που τους δένει, ενώ ταυτόχρονα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την  επικείμενη απώλεια.

Ο Μακούιν, εστιάζοντας στις ανθρώπινες σχέσεις και τα όμορφα βρετανικά τοπία, υπογραμμίζει σχεδόν σε κάθε πλάνο του την ομορφιά της ζωής και το μεγαλείο του να μοιράζεται κανείς τόσο την ευτυχία όσο και τον πόνο. Μέσα από δύο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που υποδύονται με εσωτερικότητα και απίστευτη τρυφερότητα ο Στάνλεϊ Τούτσι και ο Κόλιν Φερθ, και με γλυκόπικρο χιούμορ, φτιάχνει μια μεστή δραμεντί, που λειτουργεί παρηγορητικά και, παρά το δύσκολο θέμα της, αποπνέει ευαισθησία και ελπίδα.

Έντιμος κλέφτης (Honest Thief)

Σκηνοθεσία/ Σενάριο: Μαρκ Γουίλιαμς

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Τζάι Κόρτνεϊ, Κέιτ Γουόλς, Ρόμπερτ Πάτρικ, Τζέφρι Ντόνοβαν, Άντονι Ράμος

Περίληψη: Ο Τομ είναι ένας διαβόητος ληστής και ένας ερωτευμένος άντρας. Τα αισθήματά του για την Άννι τον έχουν ωθήσει να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να αφήσει πίσω του την παρανομία. Έτσι, αποφασίζει να παραδοθεί στο FBI και να στερηθεί τα χρήματα που έχει ληστέψει, με αντάλλαγμα έναν δικαστικό συμβιβασμό. Όταν, όμως, συνειδητοποιήσει ότι οι πράκτορες του FBI είναι πιο διεφθαρμένοι από εκείνον, αρχίζει ένα κυνηγητό γάτας-ποντικιού, όπου το κακό και το καλό μπερδεύονται και μόνο η αγάπη μένει αλώβητη.

Ο Λίαμ Νίσον κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά: ερμηνεύει δηλαδή έναν συμπαθητικό badass, με ηθικές αρχές και συναισθήματα, που τα βάζει με τη διεφθαρμένη αστυνομία.

Έχοντας εντρυφήσει στο είδος των καταδιωκτικών ταινιών, ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός έχει αφήσει πίσω του εδώ και καιρό τους μεγάλους ρόλους και επιδίδεται σε  ξέφρενα κυνηγητά και αγωνιώδεις σκηνές δράσης. Αυτή τη φορά, υποδύεται έναν ληστή που, εξαιτίας μιας γυναίκας αποφασίζει να μπει στον καλό δρόμο. Προσεγγίζει, λοιπόν, την αστυνομία με σκοπό να επιστρέψει όσα έχει χρήματα έχει κλέψει, με αντάλλαγμα μια μειωμένη ποινή. Όμως, τελικά, αποδεικνύεται ότι τα όργανα της τάξης είναι πολύ πιο επικίνδυνοι από τον ίδιο.

Ο Μαρκ Γουίλιαμς (συνδημιουργός της εξαιρετικής τηλεοπτικής σειράς «Ozark») δεν είναι σε καλή φόρμα, αντίθετα, πρόχειρα και βιαστικά προσπαθεί να συνδυάσει ένα αδύναμο love story με όλα τα κλισέ μιας action movie, που, όμως, δυσκολεύεται να ανεβάσει στροφές, οπότε μένει ο Λίαμ Νίσον να τρέχει για να σώσει την καλή του και να υπερασπιστεί το δίκαιο. Όμως, αλήθεια, πόσες φορές να δει κανείς τον καλό αυτό ηθοποιό να χαραμίζεται σε ανώδυνες περιπετειούλες;

Επαναπροβολή:

Οι Βιτελόνοι (Ι Vitelloni)

Σκηνοθεσία Φεντερίκο Φελίνι

Παίζουν: Γκούναρ Μπγιέρνστραντ, Φράνκο Ιντερλέγκι, Αλμπέρτο Σόρντι, Φράνκο Φαμπρίτσι, Λεοπόλντο Τριέστε, Ρικάρντο Φελίνι

Περίληψη: Σε μια παραθαλάσσια ιταλική πόλη, πέντε αργόσχολοι νέοι πρέπει να πάρουν αποφάσεις για το μέλλον τους.

Η  ταινία του Φεντερίκο Φελίνι, που κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα στη Βενετία και υπήρξε η αγαπημένη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, για πρώτη φορά σε μια νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια.

Η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Ιταλού auteur είναι ένα διορατικό πορτρέτο πέντε νεαρών αντρών, που παραμένουν σε μια αιώνια μετεφηβική κατάσταση, ονειρεύονται περιπέτειες και σχεδιάζουν την απόδρασή τους από τη μικρή παραθαλάσσια πόλη τους.

Oι Bιτελόνoι, (που σημαίνει «παχιά μοσχάρια» στην τοπική διάλεκτο) κακομαθημένοι και άνεργοι, συντηρούνται από τις οικογένειές τους, σκοτώνουν τον χρόνο τους στα μπαρ, σκαρώνοντας παιδιάστικα αστεία. O Aλμπέρτο, αιώνιος πλακατζής, ο Λεοπόλντο ονειρεύεται λογοτεχνικές δόξες, ο Pικάρντο, τεμπέλης και απαθής, και ο Mοράλντο, ο πιο νέος που θέλει να φύγει για την πρωτεύουσα. Όταν ο πέμπτος της παρέας, ο Φάουστο, επιστρέφει από το γαμήλιο ταξίδι, θα πρέπει να δουλέψει σαν υπάλληλος. Μόλις, όμως, η αγαπημένη του ανακαλύπτει ότι φλερτάρει με τη σύζυγο του αφεντικού, φεύγει από το σπίτι μαζί με το μωρό τους. Όλοι οι φίλοι την ψάχνουν, αλλά αυτή έχει καταφύγει στο σπίτι του πεθερού, ο οποίος θα τιμωρήσει τον άσωτο υιό.

Αντλώντας έμπνευση από τις αναμνήσεις μιας νοσταλγικής παιδικής ηλικίας και τη μεθυστική έλξη των μεγαλουπόλεων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις ταινίες «Amarcord» και «La Dolce Vita», ο Φελίνι δημιουργεί ένα ημιαυτοβιογραφικό αριστούργημα στα πλαίσια του νεορεαλισμού, που δεν κατακρίνει, αλλά συμπονά τους επιπόλαιους ήρωές του.

Η αποκατάσταση της ταινίας ολοκληρώθηκε το 2019 μέσω της χρήσης μιας κόπιας 35mm. Όσες σκηνές έλειπαν αναπληρώθηκαν από υλικό που έγινε διαθέσιμο από ένα αντίγραφο που βρέθηκε στο μουσείο Αλμπέρτο Σόρντι.