«Avatar: The Way of Water»: Ύστερα από 13 χρόνια, κυκλοφορεί το sequel της ταινίας του Τζέιμς Κάμερον
Αυτή την εβδομάδα, έρχεται το sequel του θρυλικού «Avatar», η ιστορία του πρώτου εστιατορίου υψηλής γαστρονομίας, αλλά και οι εκπληκτικές Σαρλότ Γκενσμπούργκ και Εμμανουέλ Μπεάρ υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μίκαελ Χερς.
Avatar: The Way of Water
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον
Παίζουν: Ζόι Σαλντάνα, Σαμ Γουόρθινγκτον, Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέιτ Γουίνσλετ, Στίβεν Λανγκ
Περίληψη: Ο Τζέικ Σάλι ζει με την νέα του οικογένεια στον πλανήτη Πανδώρα, όταν μία απειλή από το παρελθόν επιστρέφει για να αποτελειώσει ό,τι ξεκίνησε κάποτε. Εκείνος πλόεν πρέπει να συνεργαστεί με τον στρατό τον Na'vi για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και να προστατέψουν τον πλανήτη τους.
Δεκατρία χρόνια μετά, επιστρέφουμε στον πλανήτη Πανδώρα για τo πολυαναμενόμενο πρώτο sequel της ταινίας–φαινόμενο του Τζέιμς Κάμερον.
Ο πρώην πεζοναύτης Τζέικ Σάλι ζει με τη σύντροφό του Νεϊτίρι, τα τρία του παιδιά, την υιοθετημένη του κόρη Κίρι, που πάντα αισθάνεται διαφορετική, και τον γιο του νεκρού πια συνταγματάρχη Μάιλς Κουόριτς στον πλανήτη Πανδώρα. Όταν όμως οι άνθρωποι - «οι εχθροί από τα άστρα», όπως τους αποκαλούν οι Na’ vi- αναζητώντας μια νέα αποικία, τους απειλούν, τότε ο Σάλι θα ζητήσει άσυλο στους αμφίβιους Μετκαγίνα. Ο αρχηγός τους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στους αγώνες του, θα τους δεχτεί και τότε εκείνοι θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα. Όταν όμως η εταιρεία αποφασίζει να επιτεθεί και να συλλάβει τον Σάλι, ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, οπότε τα Avatar πρέπει να ξεπεράσουν τις διαφορές τους και να αναλάβουν δράση.
Ο Τζέιμς Κάμερον το 2009, χρησιμοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία του 3D, είχε ξεσηκώσει θύελλα ενθουσιασμού με την πρωτοπορία του. Σήμερα όμως το κοινό, συνηθισμένο πλέον σε επικές φαντασμαγορίες, σίγουρα περιμένει κάτι καλύτερο από ένα εντυπωσιακό υπερθέαμα, που ο Κάμερον σε καμία περίπτωση δεν τσιγκουνεύεται. Αξιοποιώντας μάλιστα το στοιχείο του νερού, που πάντα τον συγκινεί -από την « Άβυσσο» ως τον «Τιτανικό»– φτιάχνει μια σειρά από υδάτινες σεκάνς, άλλοτε ειδυλλιακές, άλλοτε γεμάτες δράση και ένταση, ξεδιπλώνοντας το νήμα μιας εν πολλοίς απλής ιστορίας με καλές προθέσεις και επιδερμικά μηνύματα για την οικολογία, τη διατήρηση της φυσικής αρμονίας, τον φαύλο κύκλο του μισούς, τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα.
Όμως, η τεράστια διάρκεια της ταινίας, που φτάνει τις τρεις ώρες, εξαντλεί τα περιθώρια ενός σεναρίου, που, αν και διαθέτει όλα τα εχέγγυα ενός χολιγουντιανού entertainment, δεν μπορεί να αντέξει σε παραπάνω από μια ανάγνωση. Αν ο Κάμερον δεν είχε τσακωθεί με το μοντάζ, σίγουρα η επιστροφή του «Avatar» θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα, αφήνοντας υποσχέσεις για τα επόμενα sequels, που έχουν αναγγελθεί μέχρι το 2028. Η έλλειψη οικονομίας όμως και οι συνεχείς προσπάθειες να δημιουργήσει δραματικές εντάσεις, μας έχουν υπερκαλύψει για τις περιπέτειες του οικογενειάρχη Σάλι, που αγωνίζεται τίμια για το καλό των δικών του και του πλανήτη, οπότε τι άλλο πια να περιμένουμε...
Νυχτερινοί Επισκέπτες (Les Passagers de la Nuit)
Σκηνοθεσία: Μίκαελ Χερς
Παίζουν: Σαρλότ Γκενσμπούρ, Νοέ Αμπιτά, Εμανουέλ Μπεάρ
Περίληψη: Μια γυναίκα παλεύει να βρει τη θέση της σε έναν ρευστό κόσμο και να ανταποκριθεί στις απαιτητικές ευθύνες που έχουν πέσει στους ώμους της.
Ο Μίκαελ Χερς βουτά στην αθωότητα της δεκαετίας του ’80 με συνοδοιπόρους του τις εκπληκτικές Σαρλότ Γκενσμπούργκ και Εμμανουέλ Μπεάρ.
Τη βραδιά των εκλογών του 1981, οι εορτασμοί για τη σοσιαλιστική νίκη του Φρανσουά Μιτεράν καλά κρατούν στους δρόμους και σε όλο το Παρίσι πνέει ένας αέρας αλλαγής και ελπίδας. Η Ελιζαμπέτ όμως, που ο γάμος της μόλις έχει τελειώσει άδοξα, πρέπει να δουλέψει για να στηρίξει τον εαυτό της και τα δύο παιδιά της. Βρίσκει λοιπόν μια θέση στην αγαπημένη της βραδινή ραδιοφωνική εκπομπή, όπου συναντά μια μοναχική έφηβη κοπέλα, την Ταλούλα, την οποία καλεί στο σπίτι της. Μαζί τους, το κορίτσι θα νιώσει τη ζεστασιά μιας οικογένειας για πρώτη φορά, αλλά και θα τους αλλάξει την οπτική τους πάνω στη ζωή.
Ο Χερς («Αμάντα») ανατέμνει νοσταλγικά μια ολόκληρη εποχή, όπου οι άνθρωποι δεν είχαν κινητά και άκουγαν μουσική από κασετόφωνα, μέσα από το πορτρέτο μιας γυναίκας, αλλά και μιας ιδιαίτερης οικογένειας που παλεύει για τη δική της χειραφέτηση. Έτσι, υπογράφει μια ανορθόδοξη περιπέτεια πολλαπλών ενηλικιώσεων, όπου και ο γονιός μεγαλώνει και βρίσκει τη δική του φωνή μέσα από τα παιδιά, κάνοντας έτσι το δικό του τρυφερό σχόλιο πάνω στο χάσμα των γενεών.
Παράλληλα, με vintage διάθεση καταγράφει όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που αποτελούν τη ζωή μας και μαζί τον χρόνο που περνάει και το πώς αυτός εγγράφεται πάνω μας, ενώ δίνει στην υπέροχη Σάρλοτ Γκενσμπούργκ την ευκαιρία για μια δυνατή ερμηνεία. Άλλωστε, η ντελικάτη σταρ, κόρη του Σερζ Γκεσνσπούργκ και της Τζέιν Μπίρκιν, στηρίζει κατά βάση την ταινία, όταν ο Χερς επιμένει σ’ έναν χαμηλότονο και χωρίς κορυφώσεις ρομαντισμό.
Délicieux: Το Πρώτο Εστιατόριο (Délicieux)
Σκηνοθεσία: Ερίκ Μπενάρ
Παίζουν: Ιζαμπέλ Καρέ, Γκρεγκορί Γκανμπουά, Μπενζαμάν Λαβέρν, Λαράν Μπατό
Περίληψη: Στη Γαλλία του 1789 η γαστρονομία αποτελεί αυστηρά προνόμιο των αριστοκρατών. Όταν ο μάγειρας Μανσερόν σερβίρει ένα μη εγκεκριμένο πιάτο, απολύεται αμέσως. Πληγωμένος, αποσύρεται σε ένα περιφερειακό πανδοχείο και γνωρίζει μια μυστηριώδη γυναίκα, που θα του αλλάξει τη ζωή.
Iστορική κομεντί για τη δημιουργία του πρώτου εστιατορίου υψηλής γαστρονομίας.
Στη Γαλλία του 1789, λίγο πριν από την Επανάσταση, η γαστρονομία αποτελεί αυστηρά τομέα των αριστοκρατών. Πράγματι, το κύρος ενός αριστοκρατικού οίκου εξαρτάται αποκλειστικά από την ποιότητα και τη φήμη του τραπεζιού του. Οπότε, όταν ο ταλαντούχος μάγειρας Μανσερόν σερβίρει ένα μη εγκεκριμένο πιάτο δικής του εμπνεύσεως σε ένα δείπνο που παραθέτει ο Δούκας του Σαμφόρ, οι επιπτώσεις είναι σκληρές. Ο πληγωμένος Μανσερόν απαρνιέται το πάθος του και αποσύρεται σε ένα περιφερειακό πανδοχείο, όπου το σύνηθες γεύμα είναι μια σούπα λαχανικών. Αλλά, όταν καταφθάνει εκεί μια μυστηριώδης γυναίκα, που του προτείνει να γίνει μαθητευόμενή του, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια απολαυστική ιστορία πάθους, γαστρονομίας και εκδίκησης.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο εστιατόριο άνοιξε επί γαλλικού εδάφους το 1765. Αυτό που συνέβη όμως πριν από την Επανάσταση ήταν ότι οι σεφ -όπως και πολλά ακόμα επαγγέλματα- έχασαν τα προνόμιά τους και αναζήτησαν άλλες διεξόδους εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Αυτό το νευραλγικό στοιχείο και το πώς επηρεάζει τον ψυχισμό του κεντρικού ήρωα, ο οποίος τελικά μέσα από τον έρωτα για μια γυναίκα, για την τέχνη του, για ένα νόστιμο πιάτο βρίσκει το κουράγιο να προχωρήσει για να ανταπεξέλθει στη σημερινή πραγματικότητα, κυριαρχεί στην ταινία του Μπενάρ. Οι συνειρμοί για τις τεράστιες αλλαγές που επέφερε η πανδημία είναι εμφανείς αναμφίβολα σε αυτό το στιλάτο δράμα εποχής, που αν και σε σημεία μοιάζει να επαναλαμβάνει την κλασική συνταγή των δραμεντί, παραμένει γευστικό, όπως και οι συνταγές του Μανσερόν.
Ραμπιγιέ Κουρνάζ εναντίον Τζορτζ Μπους (Rabiye Kurnaz vs. George W. Bush_
Σκηνοθεσία: Αντρέας Ντρέσεν
Παίζουν: Μελτέμ Καπτάν, Αλεξάντερ Σιρ
Περίληψη: Ο γιος μιας τουρκικής καταγωγής γυναίκας, βρίσκεται φυλακισμένος στο Γκουαντάναμο. Τότε εκείνη αποφασίζει να βάλει τα δυνατά της για να τον απελευθερώσει, αδιαφορώντας για το κόστος.
Γερμανική δραμεντί βραβευμένη στην 72η Μπερλινάλε με τα βραβεία σεναρίου και γυναικείας ερμηνείας.
Η Ραμπιγιέ είναι μία πρώτης γενιάς Τουρκάλα μετανάστης στη Γερμανία, μία συνηθισμένη νοικοκυρά, όταν το 2001 ένα γράμμα από τον γιο της Μουράτ της αποκαλύπτει ότι είναι φυλακισμένος στο Γκουαντάνεμο. Πεπεισμένη για την αθωότητά του, ζητά τη βοήθεια του τοπικού δικηγόρου της Βρέμης Μπέρναρντ Ντόκε. Εκείνος αναλαμβάνει την υπόθεση ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι δυο τους βρίσκονται στην Ουάσινγκτον σε μια δίκη εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης και τον παράνομων κρατήσεων αιχμαλώτων, που θεωρούν τρομοκράτες.
Βασισμένη στην αληθινή ιστορία της Ραμπιγιέ Κουρνάζ, ο Αντρέας Ντρέσεν («Μικρά Ψέματα, Μεγάλες Απιστίες») παραδίδει μία σύνθετη πολιτική ταινία για τον αγώνα ενός απλού πολίτη απέναντι στο ανάλγητο σύστημα, με συνέπεια ως προς το διακύβευμά της, αλλά χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές, πλην του μπριόζου και σπινθηροβόλου χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας -την ερμηνεύει με κέφι η κωμικός και τηλεοπτική περσόνα Μελτέμ Καπτάν- που προσδίδει μια κωμικοτραγική ιλαρότητα σε ένα θέμα που εύκολα θα κινδύνευε από τη σοβαροφανή καταγγελία και τον διδακτισμό.
Zombi Child
Σκηνοθεσία: Μπερτράν Μπονελό
Παίζουν: Λουίζ Λαμπέκ, Βισλάντα Λουιμάτ, Αδιλέ Νταβίντ
Περίληψη: Αϊτή, 1962. Ένας άνδρας επιστρέφει από τους νεκρούς μόνο για να βρεθεί σκλάβος σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμων. Μισό αιώνα μετά, σε ένα έγκριτο σχολείο του Παρισιού, η εγγονή του ομολογεί ένα παλιό οικογενειακό μυστικό στις νέες φίλες της, χωρίς να υπολογίζει τα όσα θα ακολουθήσουν.
Ο αιρετικός Μπερτράν Μπονελό συνδυάζει τον τρόμο με το φανταστικό σε μια ταινία, που έκανε την πρεμιέρα της στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών.
Μια έφηβη κοπέλα, που φοιτά σε ένα καλό σχολείο στο Παρίσι, βιώνει μια ερωτική απογοήτευση. Η επαφή της με μια συμμαθήτριά της με καταγωγή από την Αϊτή, θα της αποκαλύψει ένα τρομακτικό μυστικό και θα την οδηγήσει σε ένα μονοπάτι με απρόβλεπτες συνέπειες. Εξήντα χρόνια νωρίτερα, ο παππούς της δεύτερης είχε γυρίσει πίσω από τους νεκρούς ως ζόμπι μόνο και μόνο για να βρεθεί σκλάβος σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμων.
Σε αντίθεση με τη γνωστή κινηματογραφική προσέγγιση της μυθολογίας ζόμπι, εδώ ο Μπονελό εμπνέεται από την αρχαία παράδοση του βουντού συμφωνά με την οποία οι άνθρωποι μεταμορφώνονται επί τούτου μέσω μίας ουσίας, χωρίς να πεθαίνουν πραγματικά, με σκοπό να μετατραπούν σε πειθήνιους, αμνησιακούς σκλάβους στις φυτείες.
Έτσι, συνδέει το μεταφυσικό στοιχείο με κάτι απολύτως πραγματικό, εν προκειμένω το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία, κάνοντας ένα σαφές πολιτικό σχόλιο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί την ενηλικίωση έφηβων κοριτσιών, που ανακαλύπτουν την απελπισία του έρωτα, την αδικία και την ανισότητα, προσπαθώντας να αποφασίσουν για τη σεξουαλικότητά τους.
Με επιρροές από το εθνογραφικό σινεμά, ο Μπονελό εισάγει το στοιχείο του τρόμου σε ένα ρομαντικό εφηβικό δράμα, και τελικά φτιάχνει ένα εντυπωσιακό θρίλερ, δύσκολο να ταξινομηθεί σε είδος, εγκεφαλικό και σύνθετο, αλλά σε κάθε περίπτωση ξεχωριστό, που θα θυμίσει στους σινεφίλ το κλασικό «Περπάτησα Μ' Ένα Ζόμπι» του Ζακ Τουρνέρ
Παίζονται ακόμα:
Μήδεια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθανίτης
Παίζουν: Αλεξάνδρα Καζάζου, Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Κώστας Καζανάς, Λευτέρης Τσάτσης, Ελένη Τζαγκαράκη, Νικολίτσα Ντρίζη, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Στέλιος Δημόπουλος
Περίληψη: Η Μήδεια και ο Ιάσων με τα δύο παιδιά τους είναι τώρα πρόσφυγες στην Κόρινθο. Ο Ιάσων τους εγκαταλείπει για να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Κρέοντα. Μετά από αυτό, η Μήδεια διατάσσεται να φύγει αμέσως, μαζί με τα παιδιά της, αν θέλει να αποφύγει τον θάνατο.
Ο Δημήτρης Αθανίτης επιχειρεί την κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη.
Ο δημιουργός διατηρεί το έργο αυτούσιο, αλλά με κάποιες σημαντικές παρεμβάσεις και τομές στη δομή του. Ο χρόνος δεν είναι σαφώς ορισμένος, αλλά σίγουρα τοποθετείται μακριά από το σήμερα, στο απώτερο παρελθόν. Ακραίος όμως είναι και ο χώρος στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα, ενώ αν και είναι γνωστός ο μύθος, το απροσδόκητο κυριαρχεί στην εξέλιξη της ιστορίας.
«Αυτό που με ελκύει πάνω από όλα σ’ αυτή την πολύπλοκη προσωπικότητα, είναι ο αγώνας της Μήδειας ενάντια στην εξουσία. Ενάντια στην εξουσία που παραμένει κατά βάση ανδρική. Με συγκινεί ο διπλός και τόσο άνισος αγώνας που επιχειρεί και που μοιάζει χαμένος εξαρχής, τόσο μάταιος. Κι όμως, αυτή τον δίνει λυσσαλέα, μέχρι τέλους, ξεπερνώντας κάθε φυσικό και κοινωνικό όριο. Και νικά. Με θυσίες ανυπολόγιστες, αλλά νικά. Δεν υπήρξε ποτέ και δεν υπάρχει πιο τραγικό πρόσωπο από τη Μήδεια. Είναι μια γυναίκα δυνατή, με πολλά πρόσωπα. Έτσι κι αλλιώς πιστεύω στις δυνατές γυναίκες. Και στο σινεμά και στη ζωή. Αυτές με γοητεύουν, αυτές ερωτεύομαι, αυτές με συγκινούν. Σε όλες τις ταινίες μου οι γυναίκες κυνηγούν τη ζωή, όπως τη θέλουν αυτές και δε διστάζουν αν χρειαστεί, να φτάσουν στα άκρα», σημειώνει ο ίδιος.
Χειροπαλαιστής (Arm Wrestler)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Γούσης
Παίζουν: Παναγιώτης Γούσης, Στεφανία Καλομοίρη
Περίληψη: Το πορτρέτο ενός ονειροπόλου ταξιδευτή της ζωής, που μοιάζει να έχει κολλήσει προσωρινά στην ίδια στάση.
Μετά από τα «Μαγνητικά Πεδία», ο Γιώργος Γούσης στρέφει την κάμερα στη ζωή του αδερφού του και μας συστήνει τον άγνωστο κόσμο του μπρα ντε φερ.
Ο Παναγιώτης, ένας χειροπαλαιστής που ζει στην επαρχία, δεν αντέχει άλλο τη νοοτροπία της μικρής κοινωνίας του και αποφασίζει να μετακομίσει στην Αθήνα για να κυνηγήσει τα όνειρά του και να ασχοληθεί πιο επαγγελματικά με το άθλημά του. Εκεί, οι επιλογές του και τα νέα προβλήματα που θα συναντήσει, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον πιο δύσκολο αντίπαλο: τον εαυτό του.
Βασισμένος σε μια δική του μικρού μήκους, η οποία ήταν και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Γούσης καταγράφει τη διαδρομή του αδερφού του, που πήρε την απόφαση να κλείσει την κερδοφόρα επιχείρηση του χωριού και να επιστρέψει στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, στον Ασπρόπυργο. Δηλαδή έναν μη-τόπο, σε ένα βιομηχανικό προάστιο εκτός αστικού ιστού, όπου άνοιξε ένα καφέ-ταχυφαγείο.
«Γνωρίζοντας και το ψυχολογικό κομμάτι της απόφασης αυτής του αδερφού μου, η οποία είχε να κάνει κατά πολύ με την ασφυξία και την καταπίεση που ένιωθε από τη συντηρητική κοινωνία του χωριού, την αδυναμία του να συνάψει σχέση με γυναίκα, αλλά και το ότι ζούσε και δούλευε μαζί με τους γονείς μας, μια κατάσταση που δεν θα τον άφηνε να ενηλικιωθεί ποτέ, μας έκαναν να πάρουμε την απόφαση για την επέκταση του Χειροπαλαιστή στη μεγάλου μήκους εκδοχή του.
...Τώρα πια, είναι έντονη η πεποίθησή μας πως θα παρουσιάσουμε στο κοινό ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο-ψυχογράφημα, για το άγχος και την κρίση ταυτότητας σε ένα σύστημα, που προβάλλει την ευτυχία μέσα από την οικονομική καταξίωση και την επιτυχία μέσα από την απόλυτη νίκη εναντίων όλων. Ο Παναγιώτης πάσχει από τη δηλητηριώδη νοοτροπία του πρωταθλητή και του πετυχημένου ανδρικού πρότυπου, ενώ από μέσα του, όποτε βρεθεί μια ρωγμή, ξεπροβάλλει η αληθινή του φύση, αυτή του παιδιού που χαίρεται το παιχνίδι και τη ζωή χωρίς κέρδη και απώλειες. Πάνω σε αυτή του την αντίφαση, ο «Χειροπαλαιστής» μας διερωτάται συμβολικά, μήπως τελικά η ευτυχία βρίσκεται μέσα στην ταλάντωση των δυο αθλητών που προσπαθούν, και όχι στην ενδεχόμενη νίκη ή ήττα τους;», αναφέρει ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του.
Επαναπροβολές:
Ιστορία(ες) του σινεμά (Ηistoire(s) du cinema/ Story(ies) of cinema)
Σκηνοθεσία: Ζαν –Λικ Γκοντάρ
Παίζουν: Ζιλιέτ Μπινός, Τζούλι Ντελπί, Αν-Μαρί Μιεβίλ, Αντρέ Μαλρό, Έζρα Πάουντ, Πολ Σελάν
Περίληψη: Το πιο φιλόδοξο έργο της καριέρας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ: 266 λεπτά που μέσα τους συμπυκνώνουν όλη τη φιλοσοφία του για το σινεμά.
Το μνημειώδες έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μία από τις καλύτερες ωδές στο σινεμά που έχουμε δει ποτέ και η οποία παραμένει το magnus opus του, για πρώτη φορά σε εμπορική διανομή στην Ελλάδα.
Μια εξαιρετική ματιά στις κινηματογραφικές ταινίες, όπως διαγράφονται μέσα από τα μάτια του γνωστού σκηνοθέτη, ο οποίος μεταμόρφωσε το πρόσωπο του κινηματογράφου με το παραγωγικό, επιδραστικό και επαναστατικό έργο του. Αποτελούμενη από τέσσερα κεφάλαια, καθένα από τα οποία υποδιαιρείται σε δύο μέρη, δημιουργώντας συνολικά οχτώ επεισόδια, που έγιναν σε μια περίοδο δέκα ετών, η σειρά καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη γέννηση του κινηματογράφου έως τον ιταλικό νεορεαλισμό, το Χόλιγουντ και όχι μόνο.
Θεωρώντας αυτά τα οχτώ μέρη ένα ενιαίο έργο, το συγκεκριμένο κομμάτι της φιλμογραφίας του Γκοντάρ αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλο τις καταβολές του ως κριτικού κινηματογράφου και τις ικανότητές του ως κινηματογραφιστή - χαρακτηριστικά που υποδηλώνονται από όλες τις ταινίες του, αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτονται πλήρως. Η δημιουργία άλλωστε αυτού του έργου επέτρεψε στον σπουδαίο auteur να συνεχίσει να εξελίσσει και να αναπτύσσει ένα νέο, πειραματικό ύφος για τις ταινίες του μετά από το 1990.
Το Πολικό Εξπρές (Τhe Polar Express)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Κώστα Αποστολίδη, Πέτρου Δαμουλή, Λουκά Φραγκούλη, Πάρι Σκαρτσολιά, Υρώς Λούπη, Άρη Αντωνόπουλου, Παναγιώτη Φιλιππαίου, Σταύρου Μαυρίδη κ.ά.
Περίληψη: Ένα αγόρι που δεν είναι σίγουρο για την ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη, επιβιβάζεται στο μαγικό Πολικό Εξπρές και ταξιδεύει την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τη χώρα του ήρωα όλων των παιδιών.
Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις («Forrest Gump», «Ναυαγός») διασκευάζει το ομώνυμο παιδικό βιβλίο του Κρις Βαν Όλσμπεργκ.
Ο μικρός Μπίλι, που επιθυμεί πολύ να πιστεύει στην ύπαρξη του Αϊ Βασίλη, δεν βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση από τους γονείς του, που επιμένουν πως όλα αυτά περί ταράνδων και έλκηθρων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αθώο παραμύθι. Όμως την Παραμονή των Χριστουγέννων, ο Μπίλι δέχεται την επίσκεψη ενός τεράστιου ατμοκίνητου τρένου, με προορισμό το σπίτι του Άγιου Βασίλη στον Βόρειο Πόλο. Τόσο ο οδηγός της μυστηριώδους αμαξοστοιχίας, όσο και οι μικροί επιβάτες του, φορώντας όλοι τις πιτζάμες τους, θα ζήσουν μια ανεπανάληπτη εμπειρία που θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι τα θαύματα είναι αληθινά, μόνο για όσους πιστεύουν.
Αγαπημένο των παιδιών, το βιβλίο ασκεί μια γοητεία και στους ενήλικες, οι οποίοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο χαρακτήρα του Μπίλι, όταν θυμούνται το δικό τους ενθουσιασμό, αυτής της τόσο ξεχωριστής βραδιάς στο τέλος της χρονιάς. Για να αποτυπωθεί πιστά η αισθητική του με βάση τις εικονογραφίες που το συνόδευαν, ο Ζεμέκις χρησιμοποίησε μια τεχνική ψηφιακής κινηματογράφησης της κίνησης των ηθοποιών, οι οποίοι έπειτα «μεταμορφώθηκαν» σε κινούμενα σχέδια. Πρόκειται ουσιαστικά για τη μέθοδο CGI κινουμένων σχεδίων, σύμφωνα με την οποία οι ερμηνείες των αληθινών ηθοποιών καθορίζουν τις κινήσεις των ψηφιακών χαρακτήρων, που το 2004 υπήρξε πρωτοποριακή.