Oι ταινίες της εβδομάδας: Eρωτικές ιστορίες, περιπέτειες ενηλικίωσης και δύο σπουδαίες επανεκδόσεις

Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας o Φρανσουά Οζόν επιστρέφει στο καλοκαίρι του ’85 για να αφηγηθεί μια ιστορία έρωτα και θανάτου.

O Κρίστοφερ Μπόε εξερευνά τα όρια των συζυγικών σχέσεων με φόντο ένα γκουρμέ εστιατόριο στην καρδιά της Κοπεγχάγης, η ιστορία «δύο αδερφών σε σύγκρουση» με το οικολογικό της μήνυμα μοιάζει πιο επίκαιρη από πότε, ενώ στις επανεκδόσεις τα  «400 χτυπήματα»  του Τριφό και η «Νύχτα Πρεμιέρας» του Κασσαβέτης επιστρέφουν στα θερινά.

Το καλοκαίρι του '85 (Été 85)

Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν

Παίζουν: Φελίξ Λεφέβμπρ, Μπεντζαμάν Βουαζάν, Φιλιπίν Βέλτζ

Περίληψη: Το μικρό ιστιοπλοϊκό σκάφος του δεκαεξάχρονου Αλέξ αναποδογυρίζει κοντά στις ακτές της Νορμανδίας. Ο δεκαοχτάχρονος Νταβίντ τον σώζει ηρωικά. Ο Αλέξ μόλις βρήκε τον φίλο των ονείρων του. Όμως μπορεί το όνειρο να διαρκέσει πάνω από ένα καλοκαίρι, το καλοκαίρι του ’85;

Ο Φρανσουά Οζόν μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το «Dance on My Grave» του Άινταν Τσέιμπερς, ένα από τα πρώτα βιβλία νεανικής λογοτεχνίας που μιλάει για έναν ομοφυλοφιλικό έρωτα, και μας ταξιδεύει μέσα από μια περιπέτεια ενηλικίωσης στη δεκαετία του ’80.

Ο δεκαεξάχρονος Αλέξ, που λειτουργεί ως αφηγητής, από την πρώτη σκηνή της ταινίας μάς εξομολογείται ότι θα μας μιλήσει για την ιστορία ενός πτώματος, που κάποτε έζησε και ο ίδιος ήξερε. Έτσι από την αρχή  μαθαίνουμε ποια θα είναι η κατάληξη της γνωριμίας του με τον  δεκαοχτάχρονο Νταβίντ, που σημάδεψε τη ζωή του, οπότε μένει να δούμε πώς  οδηγηθήκαν τα πράγματα σε αυτή την τραγική κατάληξη.  

Μέσα από φλας μπακ, θα μάθουμε την αρχή της γνωριμίας τους, όταν ο «φίλος των ονείρων του», όπως τον αποκαλεί, τον έσωσε τη μέρα που το ιστιοπλοϊκό του αναποδογύρισε στις ακτές της Νορμανδίας, τον έρωτα που γεννήθηκε ανάμεσά τους, τις μεγάλες στιγμές ευτυχίας που μοιράστηκαν, μέχρι που ένα κορίτσι, η Αγγλίδα Κέιτ, μπήκε στην παρέα τους. Παράλληλα παρακολουθούμε τις προσπάθειες του αγαπημένου   καθηγητή του νεαρού Αλέξ και μιας κοινωνικής λειτουργού να τον σώσουν από τη δικαστική περιπέτεια που έχει μπλέξει, χωρίς να αποσαφηνίζεται πριν από το φινάλε για ποιον λόγο κατηγορείται.

Ο Οζόν, που κάθε χρόνο υπογράφει μια καινούργια ταινία, επιστρέφει σε θέματα που έχουν απασχολήσει τη φιλμογραφία του και στο παρελθόν και φτιάχνει τη γαλλική εκδοχή του  «Call me  by your name» με στοιχεία  θρίλερ, μεταφέροντας την ανατριχίλα του πρώτου έρωτα. Καταδυόμενος στη  ψυχοσύνθεση ενός έφηβου που έχει εμμονή με τον θάνατο και  χρησιμοποιώντας με ευαισθησία το queer στοιχείο, ανατέμνει τις ερωτικές σχέσεις, αποτυπώνει με αισθησιασμό το πάθος των δύο  νεαρών, αλλά και την πορεία μας προς τον κόσμο των ενηλίκων μέσα από δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ήρωες. Από τη μία ο Αλέξ που αναζητάει την αγάπη και από την άλλη ο Νταβίντ που  κυνηγάει την περιπέτεια με κάθε κόστος, αποτελούν στην ουσία τις όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί όλοι με τον ένα  ή τον άλλο τρόπο πάντα  αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο δρόμους, μέχρι να μεγαλώσουμε και να αναγκαστούμε να επιλέξουμε τελικά έναν για να πορευτούμε.   

Ο συνήθως ψυχρός και στυλίστας Οζόν αυτή τη φορά δίνει χώρο τόσο στους κεντρικούς πρωταγωνιστές όσο και στους χαρακτήρες που τους περιβάλλουν – τη στοργική μητέρα του Νταβίντ, τον συναισθηματικό πατέρα του Αλέξ, τον μέντορα -καθηγητή και των δύο που μοιάζει να κρύβει ένα δικό του μυστικό- να αναπνεύσουν ελεύθερα, χωρίς να τον ενδιαφέρει τόσο το ύφος και τα κινηματογραφικά παιχνίδια, αλλά η  αλήθεια που κρύβεται μέσα σε όλα  αυτά τα πλάσματα που ζουν το δικό τους αποκαλυπτικό καλοκαίρι.

Αδέρφια σε σύγκρουση (Rams)

 Σκηνοθεσία: Τζέρεμι Σιμς

 Παίζουν: Σαμ Νιλ, Μάικλ Κέιτον, Μιράντα Ρίτσαρντσον

Περίληψη: Όταν μια ασθένεια απειλεί τα κοπάδια τους, δυο μαλωμένα αδέρφια θα προσπαθήσουν, μετά από σαράντα χρόνια, να συνεργαστούν για να σώσουν τα πρόβατά τους, την κληρονομιά τους και την κοινότητά τους.

Ριμέικ της Ισλανδικής επιτυχίας «Hrutar» του Γκριμούρ Χακόναρσον, που παίχτηκε στην Ελλάδα το 2016 με τον τίτλο «Δεσμοί Αίματος».

Στην απομακρυσμένη Δυτική Αυστραλία, δύο αδέρφια, ο Κόλιν και ο Λες Γκρίμουρσον (λογοπαίγνιο με το όνομα του Ισλανδού σκηνοθέτη) ζουν σε διπλανά αγροκτήματα που τα χωρίζει μόνο ένας φράκτης, αλλά εδώ και σαράντα χρόνια δεν έχουν ανταλλάξει ούτε μια λέξη. Και οι δυο εκτρέφουν ξεχωριστά κοπάδια προβάτων, τα οποία κατάγονται από ένα βραβευμένο οικογενειακό γενεαλογικό δέντρο. Όταν το βραβευμένο κριάρι του Λες διαγιγνώσκεται με μια σπάνια και θανατηφόρα ασθένεια που ποτέ ξανά δεν είχε εμφανιστεί στην περιοχή, οι αρχές διατάζουν τη θανάτωση όλων των προβάτων της κοιλάδας. Κι ενώ ο Κόλιν προσπαθεί με έξυπνο τρόπο να ξεγελάσει τους υπεύθυνους, ο Λες αποφασίζει να σώσει τρία θηλυκά  πρόβατα κι ένα κριάρι, τα οποία ανατρέφει μέσα στο σπίτι του.  Παράλληλα οι πυρκαγιές μαίνονται και η σχέση των ανθρώπων με τη φύση δοκιμάζεται. Τα δυο αδέρφια θα πρέπει να παραμερίσουν τις διαφορές για να ξαναδώσουν ζωή στην κοινότητα.

Ο Τζέρεμι Σιμς δημιουργεί μια φρέσκια επανέκδοση που διατηρεί το πνεύμα της αρχικής ταινίας, αλλά με μια πιο feelgood διάθεση, μεταφέροντας μας όμως αυτή τη φορά από τα παγωμένα τοπία στης Ισλανδίας, στην ηλιόλουστη Αυστραλία, που έχει μεγάλη γεωργική και κτηνοτροφική παράδοση, εξερευνώντας όχι μόνο τους οικογενειακούς δεσμούς, όπως μαρτυρά ο τίτλος, αλλά κυρίως τη σχέση μας με το περιβάλλον.

Τα δυο αδέρφια αγαπούν τα πρόβατά τους, τα σέβονται και τα  υπολογίζουν κόντρα στις μαζικές συνθήκες κτηνοτροφίας. Γι' αυτούς είναι όλη η ζωή τους και όχι μόνο επειδή τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής, που θρηνούν όταν μολύνονται τα ζώα από την επικίνδυνη ασθένεια και πονούν για τα δάση που χάνονται από τις φωτιές. Κι ενώ ο πλανήτης εκπέμπει  SOS και το μήνυμα για την κλιματική αλλαγή γίνεται κατεπείγον, ο Σιμς αποδεικνύει πως ο άνθρωπος, ο βασικός ένοχος, γι’ αυτή την τεράστια καταστροφή, μπορεί να γίνει και  πηγή ζωής, αρκεί να παραμερίσει τον εγωκεντρισμό. Καταφέρνει δε με απλό τρόπο και χιούμορ μέσα από την ιστορία των δυο ξεροκέφαλων αδερφών, χωρίς να γίνεται  καταγγελτικός ή επικριτικός, να στείλει το μήνυμά του, υπενθυμίζοντας πως η αλλαγή είναι στο χέρι μας.

Η γεύση της απιστίας (Smagen af sult / A Taste of Hunger)

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Μπόε

Παίζουν: Νίκολαϊ Κόστερ-Βαλντάου, Κατρίνε Γκρέις-Ροσένταλ

Περίληψη: Ένα ζευγάρι θυσιάζει τα πάντα για να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή αναγνώριση στον κόσμο της μαγειρικής - το αστέρι Michelin.

Μια γκουρμέ ιστορία αγάπης και προδοσίας από τη Δανία, με φόντο την υψηλή γαστρονομική σκηνή της Κοπεγχάγης.

Η Μάγκι και ο Κάρστεν είναι ένα φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι, με δύο παιδιά,και ιδιοκτήτες ενός γκουρμέ εστιατορίου. Εκείνη είναι ανθρωπολόγος με ειδικότητα στα γεύματα και έχει δημιουργήσει το μοναδικό περιβάλλον του εστιατορίου, εκείνος είναι διάσημος σεφ που έχει αναλάβει την κουζίνα. Οι δυο τους μοιάζουν να τα έχουν όλα, ή μάλλον σχεδόν όλα: τους λείπει το περιβόητο αστέρι Michelin, αυτή η τόσο σημαντική διάκριση που μπορεί να εκτοξεύσει τη φήμη ενός εστιατορίου μέσα σε μια νύχτα. Ώσπου μια μέρα, ένας γευσιγνώστης επισκέπτεται το εστιατόριό τους, ενώ ο Κάρστεν λαμβάνει ένα γράμμα που γράφει ότι η γυναίκα του αγαπά άλλον.

Η γαστρονομία είναι τάση και αυτό  φαίνεται να εκμεταλλεύεται ο Μπόε, χωρίς όμως τελικά να πετυχαίνει αυτό που μάλλον ήταν στις αρχικές του προθέσεις: να διεισδύσει σε έναν  σκληρό και απαιτητικό χώρο για να τον παραλληλίσει με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ακολουθώντας μια μη γραμμική πορεία λοιπόν, αφηγείται την ιστορία του κεντρικού  ζευγαριού -από τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, μέχρι την κρίση της σχέσης τους και την απιστία της Μάγκι- εξερευνά την ανθρώπινη επαφή μέσα στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, και το πώς το κυνήγι της επιτυχίας μπορεί  τελικά να στερήσει την ευτυχία. Χωρίς όμως να εμβαθύνει ιδιαιτέρως στο κοινωνικό υπόβαθρο που επιμελώς κρύβεται πίσω από την ιστορία της Μάγκι και του Κάρστεν, επικεντρώνεται κυρίως στους χαρακτήρες αυτής της  καλοστημένης δραμεντί, που δεν αντέχει την πραγματικότητα και γρήγορα γλιστρά εύκολα σε κακοτοπιές, όπου το happy end  οιάζει επιβεβλημένο για να μην ανησυχεί περισσότερο από όσο πρέπει  ο θεατής. Έτσι, η προσπάθεια του Μπόε καταλήγει σε ένα τυπικό success story, όπου όλα επιτυγχάνονται με αρμονικό τρόπο όπως στις διαφημίσεις, ή μάλλον για να είμαστε και στο κλίμα σε ένα φαντεζί πιάτο που δεν απογειώνεται γευστικά.

Ο διάσημος κλέφτης Twist (Twist)

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Όουεν

 Παίζουν: Ράφερτι Λο, Μάικλ Κέιν, Λένα Χέντι, Ρίτα Όρα

Περίληψη: Ο Όλιβερ είναι ένας καλλιτέχνης, που ζει στους σύγχρονους δρόμους του Λονδίνου. Μία τυχαία συνάντηση όμως με μια συμμορία απατεώνων τον ωθεί να ληστέψει ένα ανεκτίμητης αξίας έργο.

Μια σύγχρονη εκδοχή του Όλιβερ Τουίστ στους δρόμους της βρετανικής  πρωτεύουσας, με πρωταγωνιστή τον γιο του Τζουντ Λο, Ράφερτι.

Οι Βρετανοί αγαπούν να εκσυγχρονίζουν κλασικούς ήρωες της  λογοτεχνίας και να τους παρουσιάζουν σε μοντέρνες εκδοχές, που ενσωματώνουν trends της εποχής και φυσικά την τεχνολογία. Από το Σέρλοκ Χολμς στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, τα ινδάλματα της εφηβείας μας  μεταμορφώνονται, παίρνουν τα laptops ή τα skates τους και  ξεχύνονται στους δρόμους του Λονδίνου σε νέες περιπέτειες, κερδίζοντας την προσοχή του κοινού. 

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Όλιβερ Τουίστ, που για τις ανάγκες της συγκεκριμένης μεταφοράς, όταν μένει ορφανός από τη μητέρα του, η οποία τον είχε μυήσει στον κόσμο της ζωγραφικής, μπαίνει σε μια συμμορία δρόμου και υπό τις οδηγίες ενός πρώην εμπόρου τέχνης, ονόματι Φέιγκιν, ετοιμάζεται να κλέψει έναν πολύτιμο πίνακα.

Ο Μάρτιν Όουεν ενσωματώνει μεν επιτυχημένα την κουλτούρα του   streetart και με ένα σπιντάτο γύρισμα που ταιριάζει σε μια αγχώδη κοινωνία, όπως η δική μας, οδηγεί τον δικό του  Όλιβερ και την trendy παρέα του σε μια περιπέτεια, που δεν έχει όμως τη μαγεία του  παραμυθιού του Ντίκενς. Η κοινωνική διάσταση του μυθιστορήματος, όπως και η σκοτεινή πλευρά πολλών χαρακτήρων που κάποιοι  έχουν αλλάξει στην εν λόγω διασκευή  φύλο, εξαφανίζονται  πλήρως χάρη σε μια βιντεοκλιπίστικη λογική και μόνο τελικά ο Μάικλ Κέιν, που για ακόμα μια φορά υποδύεται τον Φέιγκιν φέρει κάτι από την αύρα του λογοτεχνικού έργου.

Οι κουνιάδοι (Cuñados/ Brothers in Law)

Σκηνοθεσία: Τόνιο Λόπεθ

Παίζουν: Σοσέ Α. Τουρινιάν, Μιγκέλ Ντε Λίρα

Περίληψη: Έπειτα από μια αποτυχημένη επιχειρηματική συμφωνία, δυο κουνιάδοι απαγάγουν τον επιχειρηματία που τους εξαπάτησε, ώστε να πάρουν τα χρήματα τους πίσω. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν προτίθεται να πληρώσει λύτρα γι’ αυτόν.        

Οικογενειακοί μπελάδες και απαγωγές σε μια ισπανική κωμωδία, που δεν θα μπορούσε ένα λείπει από το πρόγραμμα των φετινών προβολών.

Δυο κουνιάδοι, ο Εντουάρντο και ο Σαμπόνις,παντρεμένοι με δύο αδελφές, τα έχουν θαλασσώσει επιχειρηματικά και χρειάζονται επειγόντως χρήματα. Ο Σαμπόνις απεγνωσμένος βρίσκει τη λύση στην απαγωγή του Μοντέστο Φεντ, του κουνιάδου της Αλίσια, της επιχειρηματία που τους εξαπάτησε. Μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: η Αλίσια δεν σκοπεύει να δώσει ούτε ένα ευρώ για τον κουνιάδο της. Τελικά, ο ίδιος ο Μοντέστο καταστρώνει ένα νέο σχέδιο για να σωθεί το οικογενειακό οινοποιείο του Εντουάρτο και του Σαμπόνις. Οι τρεις άντρες τα ρισκάρουν όλα, αλλά όπως λέει ο Σαμπόνις «τι μπορεί να στραβώσει, τώρα πια;».

Είναι πια παράδοση κάθε καλοκαίρι  να έρχονται στα θερινά κωμωδίες από διάφορες πλευρές της Μεσογείου,που σχεδόν όλες έχουν δυο κοινά χαρακτηριστικά: λαϊκότητα που ενίοτε φτάνει στον λαϊκισμό, και φυσικά  τηλεοπτική λογική. Όμως ο Τόνιο Λόπεθ, αν και ανακατεύει στο μπλέντερ όλα τα κλισέ μιας τυπικής οικογενειακής κομεντί, επιστρατεύοντας μια σειρά από καλοκάγαθους και εύκολα  αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, καταφέρνει τελικά να αποφύγει  τις  υπερβολές που θα τον οδηγούσαν σε χοντροκοπιές και παρά το απλοϊκό σενάριο που έχει στα χέρια του διατηρεί ως το τέλος τη σπιρτάδα που χρειάζεται μια κωμωδία.

Παίζεται ακόμα:

Οδός Μελρόουζ Αριθμός 86 (86 Melrose Avenue)

Σκηνοθεσία: Λίλι Μάτα

 Παίζουν: Ντάντε Ελζα, Γκρέγκορι Ζάριαν, Αναστασία Αντόνια

Περίληψη: Η παράδοξη εκδίκηση ενός πρώην πεζοναύτη.

Περιπέτεια που εκτυλίσσεται μια νύχτα στο Λος Άντζελες.

Ένας πρώην πεζοναύτης, που πάσχει από μετατραυματικό στρες μετά από μια βίαιη επίθεση στο σπίτι του, καταρρέει ψυχολογικά. Έτσι μια  νύχτα εισβάλλει οπλισμένος σε μια γκαλερί της πόλης των Αγγέλων, που ονομάζεται 86 Melrose Avenue, όπου μια Λιβανέζα  φωτογράφος παρουσιάζει την έκθεσή της. Εκείνος όμως κρατάει όμηρους τους επισκέπτες και τους αναγκάζει να έρθουν αντιμέτωποι με τη θνητότητά τους και τα δικά τους τραύματα.

Επαναπροβολές:

Τα 400 Χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups)

Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό

Παίζουν: Ζαν-Πιέρ Λεό, Αλμπέρ Ρεμί, Κλερ Μοριέ

Περίληψη: Η αδιαφορία των γονιών του και η αυταρχική συμπεριφορά του σχολείου σπρώχνουν τον δεκατριάχρονο Αντουάν, ο οποίος ονειρεύεται τη θάλασσα, σε ένα ταξίδι φυγής στους δρόμους του Παρισιού.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φρανσουά Τριφό, που σηματοδότησε και την αρχή της «Νouvelle Vague», είναι μια από τις καλύτερες ταινίες ενηλικίωσης όλων των εποχών.

Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι με τους γονείς του. Η αδιαφορία τους απέναντί του και η αυταρχική συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, του προκαλούν μια μόνιμη τάση φυγής και απόδρασης από το καταπιεστικό του περιβάλλον. Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φτάσει στην ελευθερία της θάλασσας, που είναι και το κρυφό του όνειρο.

Ένα βρώμικο, απρόσωπο Παρίσι παρουσιάζει ο Τριφό, όπως ταιριάζει στον εχθρικό κόσμο που ζει ο νεαρός πρωταγωνιστής του και βασίζεται  σε προσωπικά του βιώματα, μιας και ο ίδιος στην ηλικία του Αντουάν κατέληξε στο αναμορφωτήριο, απ’ όπου τον έσωσε ο σπουδαίος θεωρητικός και συνιδρυτής των Cahiers du Cinema, Αντρέ Μπαζέν  (στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η ταινία).

Παράλληλα, αφουγκραζόμενος τον  παλμό της εποχής του, παραδίδει μια  ταινία που πέρα από το αυτοβιογραφικό στοιχείο, λειτουργεί ως αιχμηρό  πολιτικό  και κοινωνικό σχόλιο, αποκαθηλώνοντας την καθεστηκυία τάξη και τους παραδεδομένους θεσμούς.

Η ταινία κατέκτησε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το «Βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών. Έλαβε επίσης μια υποψηφιότητα για τον Χρυσό Φοίνικα, προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου το 1960 και σήμερα πλέον θεωρείται μια από τις καλύτερες γαλλικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Μάλιστα το 2011, οι κριτικοί του Sight & Sound, την κατέταξαν στην 39η θέση των καλύτερων ταινιών που προβλήθηκαν ποτέ.

Νύχτα πρεμιέρας (Opening Night)

Σκηνοθεσία: Τζον Κασσαβέτης

Παίζουν: Τζίνα Ρόουλαντς, Τζον Κασσαβέτης, Μπεν Γκαζάρα, Τζόαν Μπλόντελ

Περίληψη: Μια διάσημη ηθοποιός του θεάτρου γίνεται μάρτυρας στον θάνατο μιας θαυμάστριάς της. Το γεγονός αυτό, η κρίση της μέσης ηλικίας και οι αμφιβολίες της για το νέο έργο που ανεβάζει, της δημιουργούν φοβερό στρες.

Ο σπουδαίος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζόν Κασσαβέτης  συμπρωταγωνιστεί με τη μούσα και σύντροφό του Τζίνα Ρόουλαντς σε μια ταινία που απομυθοποιεί την τέχνη, όταν αυτή υποκαθιστά  τη ζωή.

Η Μιρτλ Γκόρντον, μια ηθοποιός του Μπρόντγουεϊ που κάνει πρόβες για το τελευταίο της έργο, «Η Δεύτερη Γυναίκα», δεν μπορεί να δεχτεί ότι γερνάει. Φεύγοντας από μια θεατρική πρόβα μέσω πολλών θαυμαστών  που της ζητούν αυτόγραφα,  συναντά μια φανατική θαυμάστριά της, η οποία πεθαίνει σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα μπροστά στα μάτια της. Αυτό το  ραγικό περιστατικό γίνεται καταλύτης για την υπόσταση της Μιρτλ, καθώς βλέπει μπροστά της το εφήμερο της ζωής και συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει τον εαυτό της. Αποφασίζει λοιπόν να δώσει στον τελευταίο ρόλο της κάτι από την προσωπικότητά της και να τον αλλάξει ριζικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανακαλύψει τη δική της χαμένη ταυτότητα. Η εσωτερική αναζήτηση της ηρωίδας  δεν είναι εύκολη, καθώς όλοι οι συνεργάτες της στρέφονται εναντίον της. Περνώντας μέσα από την κατάθλιψη και έντονες νευρώσεις  με μοναδικό της σύμμαχο  το αλκοόλ, τελικά καταφέρνει να δώσει την πρεμιέρα της σαν πραγματική Μιρτλ.

Η συγκεκριμένη ταινία του Κασσαβέτης παραμένει η επιτομή του τί μπορεί να σημαίνει ανεβάζω μία παράσταση σε 35mm. Η «Νύχτα Πρεμιέρας» είναι μια κατάδυση στο μυαλό κάθε καλλιτέχνη και ταυτόχρονα η «πρεμιέρα» κάθε συνειδητοποίησης που αργά η γρήγορα κάθε άνθρωπος βιώνει στη ζωή του. Ο Αμερικανός δημιουργός, που αγαπούσε όσο κανένας  τους ηθοποιούς, καταγράφει με σπαραξικάρδιο τρόπο το τραύμα, και η Τζίν Ρόουλαντς ενσαρκώνει μοναδικά την ακροβασία της Μιρτλ ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, τη ζωή και  ην τέχνη.

Οι Αμερικάνοι κριτικοί δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την αξία της  ταινίας, όμως στην Ευρώπη αποθεώθηκε, σημείωσε αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία κι έφυγε από το Φεστιβάλ Βερολίνου με δύο βραβεία, ένα εκ των οποίων για τη συγκλονιστική ερμηνεία της Ρόουλαντς.