Bad Boys: Ride or Die/ Φωτογραφία: imdb

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Γούιλ Σμιθ και ο Μάρτιν Λόρενς επιστρέφουν ως «Κακά Παιδιά»

Αυτή την εβδομάδα, ο Γούιλ Σμιθ και ο Μάρτιν Λόρενς επιστρέφουν ως «Κακά Παιδιά»  με μια νέα περιπέτεια, ο Κουεντίν Ντουπιέ σκηνοθετεί μια ανορθόδοξη βιογραφία του Σαλβαντόρ Νταλί, ενώ η Ισάνα Νάιτ Σιάμαλαν στα χνάρια του πατέρα της υπογράφει ένα μεταφυσικό θρίλερ.

Bad Boys: Ride or Die

Σκηνοθεσία:  Αντίλ και Μπιλάλ

Παίζουν: Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λόρενς, Βανέσα Χάτζενς, Αλεξάντερ Λούντβιχ

Περίληψη: Τα Κακά Παιδιά επιστρέφουν, αλλά αυτή τη φορά με μια μεγάλη ανατροπή: οι ρόλοι αλλάζουν και οι καλύτεροι πράκτορες του Μαϊάμι δεν καταδιώκουν, αλλά καταδιώκονται.

Μετά από την τεράστια εισπρακτική επιτυχία που σημείωσε το «Bad Boys for Life» το 2020 και αφού φαίνεται να ξεπεράστηκε το σκάνδαλο με το περιβόητο χαστούκι του Γουίλ Σμιθ, οι δυο σταρ επανενώνονται σε μια νέα περιπέτεια, που ανακυκλώνει όλα της τα δοκιμασμένα κόλπα.

Οι ντετέκτιβ Μάικ και Μάρκους, μετά από την απώλεια του αφεντικού τους, καλούνται ερευνήσουν μια υπόθεση διαφθοράς, που εμπλέκει και τον αστυνόμο Χάουαρντ. Εκείνοι, θέλοντας να προασπιστούν τιμή του αποθανόντος, αποφασίζουν να αναλάβουν δράση. Ωστόσο, κάποιοι άγνωστοι τους την έχουν στημένη, οπότε το δίδυμο αναγκάζεται να φυγαδευτεί και να δουλέψει μυστικά, ώστε να βρει ποιος κρύβεται πίσω από όλα. Καθώς υποπτεύονται ακόμα και τους πιο στενούς τους συνεργάτες, ο μόνος που μπορεί να τους βοηθήσει είναι ο κατάδικος γιος του Μάικ, που αν και στην παρανομία, μοιάζει τρομερά στον πατέρα του.

Τράντα χρόνια μετά από την πρώτη τους ταινία τα Κακά παιδιά» έχουν πια μεγαλώσει πολύ: ήδη από την αρχή ο Μάρκους παθαίνει έμφραγμα, ενώ ο Μάικ, που πλέον νοικοκυρεύεται και εγκαταλείπει την εργένικη ζωή, υποφέρει από κρίσεις πανικού. Οι Αντίλ - Πιλάλ στο σκηνοθετικό τιμόνι επενδύουν στη γνωστή συνταγή έντονου ρυθμού και δράσης, απογειώνοντας μέχρι και ελικόπτερα για να ανανεώσουν το υλικό τους.

Τελικά όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι αναπαράγουν  κλισέ, που μπερδεύονται με προδοσίες, οικογενειακές εξομολογήσεις και πολλά πιστολίδια, αλλά ελάχιστες χιουμοριστικές ατάκες. Ο Μάρτιν Λόρενς  μάλλον δεν θέλει να παραδεχτεί ότι μεγάλωσε, ενώ ο Γουίλ Σμιθ προσπαθεί να ξαναβρεί τα πατήματά του μετά από το περιστατικό με τον Ροκ, που έξυπνα σατιρίζεται σε μία από τις πιο εύστοχες σκηνές της ταινίας. Έτσι, το μόνο που μένει τελικά είναι η νοσταλγική διάθεση των σκηνοθετών για τους παλιούς καλούς καιρούς, που θα εκτιμήσουν σίγουρα οι φανς.

Οι Παρατηρητές ( The Watchers)

Σκηνοθεσία:  Ισάνα Νάιτ Σιάμαλαν

Παίζουν: Ντακότα Φάνινγκ, Τζορτζίνα Κάμπελ, Όλιβερ Φίνεγκαν, Όλγουεν Φέρε

Περίληψη: Μια νεαρή καλλιτέχνις βρίσκεται χαμένη σε ένα αχανές, αχαρτογράφητο δάσος στη δυτική Ιρλανδία. Όταν βρίσκει ένα καταφύγιο, καταλήγει αιχμάλωτη μαζί με τρεις άγνωστους, τους οποίους κάθε νύχτα παρακολουθούν μυστηριώδη πλάσματα.

Ταινία τρόμου από την κόρη του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.

Η Μίνα, μία 28χρονη καλλιτέχνιδα, χάνεται σε ένα απέραντο αχαρτογράφητο δάσος της δυτικής Ιρλανδίας. Τελικά, βρίσκει ένα μέρος που θεωρεί καταφύγιο, καθώς μένουν ήδη εκεί τρεις ακόμα άνθρωποι. Σύντομα, ωστόσο, συνειδητοποιεί πως έχει αιχμαλωτιστεί μαζί τους σε ένα κλουβί, ενώ τη νύχτα τους παρακολουθούν μυστηριώδη πλάσματα, που εκείνοι δεν πρέπει να αντικρίσουν, αν θέλουν να παραμείνουν ζωντανοί. Η μεγαλύτερη της ομάδας μιλάει για κανόνες, που κανείς δεν πρέπει να παρακούσει. Γνωρίζει όμως πραγματικά τι μπορεί να τους προστατεύσει, ή απλώς έχει αποφασίσει πώς πρέπει να λειτούργει η μικρή τους κοινότητα;

Βασισμένη στο μυθιστόρημα «The Watchers» του Α.Μ. Σάιν και με παραγωγό τον πατέρα της, η Ισάνα Σιάμαλαν ξεκινάει να ξεδιπλώνει το νήμα της πολύπλοκής ιστορίας της, που έχει λίγο από όλα, καταρχάς ως ένα ψυχολογικό αλληγορικό θρίλερ, όπου η έξωθεν απειλή μπορεί να είναι οτιδήποτε: από τέρατα, φαντάσματα του παρελθόντος, φόβους κι ενοχές, έως και οι ίδιοι της ήρωες. Μάλιστα, αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στο να δημιουργεί ατμόσφαιρες και να δομεί το σασπένς αργά, χωρίς να καταφεύγει σε κοινοτοπίες και κλισέ, αποσπώντας από τους ηθοποιούς της διφορούμενες ερμηνείες.

Σταδιακά όμως, το σκηνοθετικό ταλέντο της χαραμίζεται σε ένα σενάριο, που βιάζεται να εξηγήσει τα πράγματα μέσα από αρχαίους θρύλους  και παραδόσεις ,με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι όλοι, για να αναλωθεί σε μια σειρά από twists χωρίς λογική και κυρίως χωρίς νόημα.

Στα χνάρια του πατέρατης, ο οποίος φημίζονται για τα δυνατά του φινάλε, η Ισάνα αναζητάει την έκπληξη, που θα μας κάνει να παγώσουμε στη θέση μας, όμως όλο αυτό το φολκλορικό στοιχείο, με το οποίο δύσκολα επικοινωνεί κάποιος μη Ιρλανδός, έχει καταστρέψει κάθε αγωνία για την όποια εξέλιξη.

Όταν πια η υπόθεση αρχίζει να λύνεται με έναν εντελώς αδιανόητο και εξωπραγματικό τρόπο, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για συνειρμούς και παραλληλισμούς με τη ζωή, τις σχέσεις εξουσίας, τα τραύματα και την απώλεια, όπως η νεαρή δημιουργός μας αφήνει να πιστέψουμε στην αρχή, μένει ένα μούδιασμα, όχι από μια μεγάλη ανατροπή, αλλά από την απορία για τι ακριβώς παρακολουθούσαμε μιάμιση ώρα.

Η κόρη του Σιάμαλαν δυστυχώς έχει επιλέξει όχι μόνο τη δουλειά του πατέρα της, αλλά και το είδος πουεκείνος υπηρετεί, οπότε οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Ίσως λοιπόν θα ήταν καλύτερα  να βρει τη δική της φωνή και να αξιοποιήσειτις αναμφισβήτητες ικανότητές της  μέσα από διαδρομές, που θα την απαλλάξουν από το βάρος του δυνατού της ονόματος.

Ντααααλί! (Daaaaaalí!)

Σκηνοθεσία:  Κεντέν Νταπιέ

Παίζουν:  Αναίς Ντεμουστιέ, Ζιλ Λελούς, Εντουάρ Μπαέρ, Τζόναθαν Κόεν, Πίο Μαρμάι, Ρομέν Ντουρίς

Περίληψη: Μια Γαλλίδα δημοσιογράφος συναντά πολλές φορές τον Σαλβαντόρ Νταλί. Εκείνος κάθε φορά επινοεί και μια νέα αφορμή για να αναβάλει τη συνέντευξή τους, με αποτέλεσμα η δημοσιογράφος να καταλήγει να γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τις επεισοδιακές συναναστροφές τους.

Μια αντισυμβατική βιογραφία του σουρεαλιστή καλλιτέχνη, με πέντε διαφορετικούς ηθοποιούς στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Τζουντίθ, μια νεαρή Γαλλίδα δημοσιογράφος, συναντά τον Σαλβαντόρ Νταλί αρκετές φορές, σχετικά με μια πιθανή συνέντευξη, την οποία ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης πεισματικά αρνείται, εκτός αν τον κινηματογραφήσουν και μάλιστα με τη μεγαλύτερη κάμερα στον κόσμο. Τότε, η Τζούντιθ προτείνει στον χειριστικό έως και κακοποιητικό παραγωγό της να χρηματοδοτήσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον ζωγράφο, το οποίο όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να γυριστεί. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο Νταλί, οδηγώντας τη Rolls-Royce του στην παραλία, αχρηστεύει την κάμερα, επιμένοντας να μειώνει την άπειρη δημοσιογράφο.

Από εκεί και μετά ο Κεντέν Νταπιέ («Απίστευτο κι Όμως Αληθινό») επιδίδεται σε μια ξέφρενη σουρεαλιστική αφήγηση, απολύτως ταιριαστή στο πνεύμα του εκκεντρικού Νταλί, μπαινοβγαίνοντας σε χώρους και χρόνους, όπως συμβαίνει σε ένα όνειρο. Ταυτόχρονα, μοιράζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε πέντε ηθοποιούς, οι οποίοι ερμηνεύουν τον μεγάλο  καλλιτέχνη σε πέντε διαφορετικές ηλικίες, όχι όμως απαραίτητα και σε διαφορετικές εποχές.

Αντίθετα, ο Νταπιέ άλλοτε παρουσιάζει την ίδια ακριβώς ιστορία μέσα από διαφορετικές οπτικές και διαφορετικά φινάλε, άλλοτε ταξιδεύει σε υπερρεαλιστικά τοπία, όπου ο Νταλί συναντάει τον ίδιο του τον εαυτό, και άλλοτε ανακατεύει σε στυλ Μπουνιούελ περιστατικά και αποφθέγματα του ήρωά του, χωρίς να ξεκαθαρίζει ποτέ ποια είναι πραγματικά και ποια όχι.

Η αλήθεια είναι πως μια τυπική βιογραφία του πλέον αντισυμβατικού καλλιτέχνη του 20ου αιώνα, αν και γεμάτη συμβάντα, θα μπορούσε να αποδεχτεί τελικά εξαιρετικά βαρετή, όπως συνέβη στο πρόσφατο «Dalidand», ίσως γιατί ο Νταλί ήταν μια persona bigger than life. Aπρόβλεπτος, εγωπαθής, νάρκισσος, μεγαλοφυής, πολιτικά αμφιλεγόμενος αφού κόντρα στους σουρεαλιστές στήριξε τον  Φράνκο και εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Χίτλερ, ο Νταλί, που όταν ο Μπρετόν τον διέγραψε από το σουρεαλιστικό κίνημα, δήλωσε πως κανείς δεν μπορεί να τον διαγράψει, γιατί αυτός είναι ο σουρεαλισμός, δεν είναι εύκολο να αναλυθεί μέσα από τις πράξεις του.

Τα έργα του και η στάση απέναντι στη ζωή, που έμοιαζε με καλοστημένη παράσταση, ακόμη και ο τρόπος που πρόφερε το όνομά του, που έχει εμπνεύσει και τον τίτλο της ταινίας, ή το γεγονός ότι αναφερόταν στον εαυτό του στο τρίτο ενικό, αποκαλύπτουν πολλά περισσότερα για αυτή την αινιγματική προσωπικότητα.

Ο Νταπιέ έξυπνα επιλέγει να ακολουθήσει τη χαοτική σκέψη του Νταλί, ακολουθώντας τον δρόμο που εκείνος χάραξε, αξιοποιώντας  τις διαφορετικές προσεγγίσεις των πέντε ηθοποιιών του, που ως κοινό χαρακτηριστικό τους διατηρούν μόνο το τσιγκελωτό μουστάκι,την ιδιαίτερη προφορά και την κάπα,  που έγινε σήμερα του Ισπανού ζωγράφου.

Το αποτέλεσμα είναι ένας κινούμενος σουρεαλιστικός πίνακας με κεντρικό άξονα τον ίδιο τον Νταλί, αλλά και μια βιτριολική σάτιρα της σύγχρονης τέχνης και της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ή μάλλον του συστήματος που τις κινεί. Άλλωστε, ακόμα κι ένας πινάκας από το παζάρι μπορεί να πουληθεί σε μια εξωφρενική τιμή, αρκεί να φέρει μια διάσημη υπογραφή, όπως αποδεικνύει ο Νταλί του Νταπιέ.

Παίζεται ακόμα:

Detective Conan: Το Άστρο του Ενός Εκατομμυρίου (Detective Conan: The Million-Dollar Pentagram)

Σκηνοθεσία:  Τσίκα Ναγκαόκα

Με τις φωνές των: Ρικίγια Κόγιαμα, Μινάμι Τακαγιάμα, Κέντζιρο Τσουντά

Περίληψη: Καθώς ο κλέφτης Κάιτο Κιντ βάζει στο στόχαστρό του κάποια κατάνα της περιόδου Μπακουμάτσου και η Μόρι με την Καζούχα τον εμψυχώνουν στην αποστολή του, ο ντετέκτιβ Χατόρι Χέιτζι παρακολουθεί ένα τουρνουά κέντο. Την ίδια ώρα, ένας μυστηριώδης άντρας αναζητά έναν θησαυρό, που λέγεται πως κρύβεται στην περιοχή Χακοντάτε.

Η 27η ταινία από το σύμπαν της διάσημης anime σειράς.

Ο κλέφτης τζέντλεμαν Κάιτο Κιντ έχει βάλει στόχο κάποια κατάνα ,που χρονολογείται από την περίοδο Μπακουμάτσου. Ο ντετέκτιβ της Δύσης, ο Χατόρι Χέιτζι, βρίσκεται εκεί για ένα τουρνουά κέντο και ο Κόναν μαζί με τη Μόρι και την Καζούχα τον συνοδεύουν για να τον εμψυχώσουν. Παράλληλα, ένας μυστηριώδης άντρας με ιαπωνική καταγωγή αναζητάει έναν θησαυρό, που φημολογείται πως βρίσκεται στην περιοχή Χακοντάτε. Η αλήθεια που κρύβεται στο ξίφος, θα σκίσει στα δύο το σκοτάδι και θα οδηγήσει στο φεγγαρόφωτο.

Μια από τις πιο πετυχημένες anime σειρές εκτός και εντός συνόρων της Ιαπωνίας, το «Detective Conan»,  ακολουθεί τις περιπέτειες του ομώνυμου ντετέκτιβ, που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σώμα ενός έφηβου αγοριού. Το manga έκανε το ντεμπούτο του το 1994, έχοντας κυκλοφορήσει 104 τόμους με συνολικές πωλήσεις 270 εκατομμυρίων  αντιτύπων παγκοσμίως, ενώ τεράστια δημοφιλία έχει γνωρίσει και η ομώνυμη σειρά, η οποία έχει προβληθεί σε 40 χώρες.

Εξίσου επιτυχημένη και η κινηματογραφική πορεία του χαρακτήρα. Το «Detective Conan: Black Iron Submarine», η 26η ταινία της σειράς, αποδείχθηκε μάλιστα  τεράστια εισπρακτική επιτυχία, ξεπερνώντας σε εισπράξεις τα 112 εκατομμύριο δολάρια και κατακτώντας ήδη μια θέση στη λίστα με τις πιο επιτυχημένες εισπρακτικά ταινίες της Ιαπωνίας.

Επαναπροβολή:

Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι (Ghost Dog: The Way of the Samurai)

Σκηνοθεσία:  Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Φόρεστ Γουιτάκερ, Τζον Τόρμεϊ, Κλιγ Γκόρμαν, Χένρι Σίλβα

Περίληψη: Ένας μοναχικός Αφροαμερικανός εκτελεστής στη Νέα Υόρκη λειτουργεί με αυστηρή προσήλωση στον κώδικα τιμής των Σαμουράι, όταν βρίσκεται και ο ίδιος στο στόχαστρο της Μαφίας.

Η ταινία του Τζιμ Τζάρμους με τον Φόρεστ Γουιτάκερ από το 199 κυκλοφορεί σε επανέκδοση.

Ένας εσωστρεφής εκτελεστής ζει στη Νέα Υόρκη των γκέτο του σήμερα, αλλά σύμφωνα με τον αρχαίο κώδικα τωνΣσαμουράι, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο Χαγκακούρε (που κυριολεκτικά σημαίνει «κρυμμένος ανάμεσα στα φύλλα»), το διάσημο βιβλίο του ΙάπωναΣσαμουράι και μετέπειτα ζεν μοναχού Γιαμαμότο Τσουνετόμο. Υπηρετεί τον αφέντη του, τον μικρομαφιόζο Λούι, που κάποτε του έσωσε τη ζωή, αλλά όταν ένα χτύπημα πάει στραβά και βρίσκεται ο ίδιος στο στόχαστρο της Μαφίας, αναγκάζεται να αναμετρηθεί με τις απόλυτες αρχές του.

Υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών του 1999, η ταινία του Τζάρμους έχει γίνει πλέον cult για τον καταπληκτικό συνδυασμό γκανγκστερικής περιπέτειας, δράματος, υπαρξιακής φιλοσοφίας και ποιητικής αφήγησης, σε μια καινοτόμα σύνθεση παραδοσιακής ανατολικής σκέψης και σύγχρονης αστικής κουλτούρας.

Ο Τζάρμους με το ξεχωριστό σκηνοθετικό στυλ του, με κινηματογραφικές αναφορές από το «The Godfather «(1972) του Κόπολα ως το «Le Samouraï» (1967) του  Ζαν Πιερ Μελβίλ, συνδυάζει άψογα τη φιλοσοφία των σαμουράι με τη σκληρή πραγματικότητα της αστικής ζωής, δημιουργώντας μια μαγευτική και στοχαστική κινηματογραφική εμπειρία, εξερευνώντας -συχνά με χιούμορ- θέματα όπως η πίστη, η τιμή, η διασταύρωση των παραδόσεων με τη σύγχρονη κοινωνία και η θέση του ατόμου μέσα σε έναν χαοτικό κόσμο.

Crocodile

Σκηνοθεσία:  Κιμ Κι-Ντουκ

Παίζουν: Τσο Τζάε-Χιουν, Τζέον Μου-Σονγκ, Αν Τζάε-χονγκ, Γου Γιουν-Κιέονγκ

Περίληψη: H νεορεαλιστική, σκληρή µατιά στην άγρια πλευρά του Κορεατικού οικονοµικού θαύµατος από τον Κιμ-Κι Ντουκ.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κιμ Κι Ντουκ, που επιχειρεί να αντιστρέψει τη μεταφορά της νέας καπιταλιστικής ευημερίας της Κορέας μέσω του ποταμού Han, προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Ένας παρίας με το παρατσούκλι «Κροκόδειλος» επιβιώνει κάτω από μια γέφυρα μαζί με έναν παππού και τον εγγονό του. Οι τρεις τους καταφέρνουν να βγάζουν τα προς το ζην με διαφορετικούς τρόπους. Ο Κροκόδειλος εκμεταλλεύεται τις ικανότητές του στο κολύμπι, καθώς μαζεύει πορτοφόλια ανθρώπων, που αυτοκτονούν πηδώντας από τη γέφυρα, ο παππούς έχει φυσικό ταλέντο στη μηχανική και το αγόρι πουλάει τσίχλες. Οι τύχες του θα αλλάξουν, όταν ο Κροκόδειλος σώζει μια γυναίκα, πριν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.

Η πρώτη και υπερ-σπάνια ταινία του Κιµ Κι Ντουκ γυρίστηκε µε ελάχιστα µέσα. Πρόκειται για µια νεορεαλιστική, σκληρή µατιά στην άγρια πλευρά του Κορεατικού οικονοµικού θαύµατος µε ήρωες τους αγαπηµένους παρίες του µεγάλου Ασιάτη δηµιουργού. Το τραχύ, άµεσο ύφος, αλλά και η αλλόκοτη, σχεδόν απόκοσµη υδάτινη πραγµατικότητα του «Κροκόδειλου» συνθέτουν ένα συναρπαστικό όσο και συνταρακτικό σύγχρονο µελόδραµα.

Θεέ μου, τι σου Κάναμε; (Qu'est-ce qu'on a fait au Bon Dieu?)

Σκηνοθεσία:  Φιλίπ ντε Σοβερόν

Παίζουν: Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί, Αρί Αμπιτάν, Μεντί Σαντούν, Φρεντερίκ Τσάου, Νουμ Ντιαβαρά, Φρεντερίκ Μπελ, Ζιλιά Πιατόν, Εμιλί Καέν, Ελοντί Φοντάν

Περίληψη: Οι τυπικοί καθολικοί Γάλλοι αστοί Βερνέιγ προσπαθούν να συμβιβαστούν με την ιδέα πως έχουν για γαμπρούς έναν Εβραίο, έναν Άραβα κι έναν Κινέζο. Όταν η τέταρτη κόρη τους τους ανακοινώνει πως πρόκειται και αυτή να παντρευτεί, δεν είναι καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό που θα ακολουθήσει.

Επανέκδοση της δημοφιλούς γαλλικής κωμωδίας, που έσπασε τα ταμεία στη χώρα της.

Στη φιλόξενη και πολυπολιτισμική Γαλλία, ζει ο ξεχωριστός Κύριος Κλοντ Βερνέιγ με τις τέσσερις κόρες και τη σύζυγό του. Μια οικογένεια φαινομενικά αυστηρών, καθολικών αρχών και αστικών καταβολών, αυτή του Κλοντ και της Μαρί, ανέθρεψε τέσσερις κορασίδες με την προοπτική να μεγαλώσουν ευτυχισμένες και να καταλήξουν σε έναν γάμο, ο οποίος θα εκπληρώνει το καθολικό «Γαλλικό Όνειρο».

Oι τρεις πρώτες κόρες των Βερνέιγ όμως καταλήγουν να αγαπήσουν και να παντρευτούν έναν Εβραίο, έναν Ασιάτη και έναν Άραβα, αντίστοιχα. Μεγάλη καταστροφή και ανήκουστο πλήγμα για την οικογένεια, καθώς επίσης και έντονη ανησυχία σχετικά με το ποια θα είναι η κρίσιμη επιλογή για την αποκατάσταση της τέταρτης κόρης. Όταν η Λορ ανακοινώσει στους γονείς της ότι σκοπεύει, σύντομα, να παντρευτεί με τον καθολικό φίλο της Σαρλ, εκείνοι θα πετάξουν από τη χαρά τους, ωστόσο μια τεράστια έκπληξη θα τους περιμένει, όταν θα κληθούν να γνωρίσουν από κοντά τον ίδιο, αλλά καιτη θεότρελη οικογένειά του.