Κινηματογραφικές πρεμιέρες με Γιώργο Λάνθιμο και τη νέα του ταινία «Ιστορίες Καλοσύνης»
Αυτή την εβδομάδα, το τρίπτυχο παραμύθι του Γιώργου Λάνθιμου, που έκανε την πρεμιέρα του στις Κάννες, το prequel του «Μad Μax» διά χειρός Τζορτζ Μίλερ, ένα μεταφυσικό θρίλερ βραβευμένο με πέντε Σεζάρ και ένα ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Σπανό έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Ιστορίες Καλοσύνης (Kinds of Kindness)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Παίζουν: Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουόλι, Χονγκ Τσάου, Τζο Άλγουιν, Μαμούντου Άτι, Χάντερ Σέιφερ
Περίληψη: Ένας άντρας χωρίς επιλογές, φερέφωνο του αφεντικού του, προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του. Ένας αστυνομικός ανησυχεί, επειδή η γυναίκα του, η οποία είχε εξαφανιστεί στη θάλασσα, επέστρεψε και του φαίνεται εντελώς διαφορετική. Μία γυναίκα είναι αποφασισμένη να βρει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα, για να γίνει πνευματικός ηγέτης της αίρεσης στην οποία ανήκει.
H πολυαναμενόμενη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου μετά από την παγκόσμια πρεμιέρα της στις Κάννες, όπου ο Τζέσι Πλέμονς απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας, έρχεται στην Ελλάδα.
Ένας άντρας, που όλη του η ζωή έχει οργανωθεί από ένα χειριστικό αφεντικό, βρίσκεται στο περιθώριο, όταν αρνείται στον εργοδότη του να σκοτώσει το αυτοκίνητο όταν άντρα. Όντας σε αδιέξοδο, δοκιμάζει τα όριά του, όταν ανακαλύπτει ότι δεν είναι ο μόνος που ο μειλίχιος εξουσιαστής του έχει υπό τη σκέπη του. Ένας αστυνομικός αναζητάειτην εξαφανισμένη δύτρια γυναίκα του, αλλά όταν τελικά την ανακαλύπτουν ζωντανή σε ένα απομακρυσμένο νησί και επιστρέφει σπίτι, διαπιστώνει πως πολλά έχουν αλλάξει. Τότε αρχίζει να της ζητάει παράλογα πράγματα που εκείνη εκτελεί πειθήνια, οδηγώντας τον σε μια σαδιστική συμπεριφορά. Τέλος, μία γυναίκα, που έχει εγκαταλείψει την οικογένειά της και έχει προσαρτηθεί σε μία αίρεση, αναζητάει ένα πρόσωπο με την ικανότητα να ανασταίνει νεκρούς για να γίνει πνευματικός ηγέτης.
Ένα τρίπτυχο σουρεαλιστικό παραμύθι για τις σχέσεις εξουσίας και κυρίως την ανάγκη να εξουσιάζουμε και να εξουσιαζόμαστε, τη θρησκεία, την ελπίδα, αλλά και την αγάπη που μπορεί να φτάσει έως την ανθρωποφαγία, δημιουργεί αυτή τη φορά ο Λάνθιμος, επιστρέφοντας στους δρόμους του weird wave.
Ξανασυναντώντας τον Ευθύνη Φιλίππου καιτο μαύρο χιούμορ του, δοκιμάζεται πιο ώριμος από ποτέ στην αποστασιοποιημένη φόρμα με την οποία συστήθηκε στο διεθνές στερέωμα μέσω του «Κυνόδοντα», χρησιμοποιώντας αυτές τις τρεις αλληγορίες για να ασκήσει μια υποδόρια κριτική στο σύστημα, στους κανόνες του και τις ανάγκες που διαμορφώνει.
Καθεμία από τις ιστορίες του, στις οποίες συμμετέχει το ίδιο cast με ελάχιστες μεταμορφώσεις, λειτουργεί ως μια αυτόνομη μεσαίου μήκους ταινία, πενήντα λεπτών περίπου. Αν και σπονδυλωτό το δημιούργημά του, οι ιστορίες δεν συνδέονται μεταξύ τους εμφανώς, έχουν όμως κάποιες ομοιότητες, όπως ότι όλες εκτυλίσσονται στην Νέα Ορλεάνη, ή πως το σεξ λειτουργεί σε όλες ως μέσο χειρισμού. Μόνο ένας άντρας, ο R.M.F. (Random MotherFucker), που ερμηνεύει ο συμβολαιογράφος και μασκότ πλέον του Έλληνα auteur Γιώργος Στεφανάκος, εμφανίζεται σε όλες ως περαστικός, σαν ένα πιόνι της μοίρας, που αποκαλύπτει το ιλαροτραγικό παιχνίδι της ζωής.
Ο Λάνθιμος, όπως πάντα, δεν ενδιαφέρεται τόσο να ξεκαθαρίσει τους συμβολισμούς του, αλλά δημιουργεί χώρο στον θεατή να αποφασίσει γι’ αυτές τις παράλογες συνθήκες, που αποτελούν μια ειρωνική μελέτη της πραγματικότητας. Κι αν οι συνειρμοί στην πρώτη και στην τρίτη ιστορία είναι περισσότερο εμφανείς, στη δεύτερη τα πράγματα περιπλέκονται από τα ερωτήματα που προκύπτουν και μένουν ηθελημένα αναπάντητα
Η καλοσύνη τώρα, που είπε δηλώνει ο τίτλος, βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα σε αυτό το παγωμένο κατάμαυρο σύμπαν, όπου κυριαρχεί η αδηφάγα δίψα για αγάπη και αναγνώριση που γίνεται ως και εφιαλτική, με τον Λάνθιμο και τον Φιλίππου να μπήγουν βαθιά το μαχαίρι, αφήνονταςτις εικόνες -συχνά σοκαριστικές και ακραίες- να λειτουργούν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση.
Η Έμα Στόουν, μόνιμη πια συνεργάτης, τσαλακώνει την εικόνα της για ακόμη μία φορά, ο Γουίλεμ Νταφόε αναλαμβάνει τους ρόλους του εξουσιαστή/μέντορα με υποδόρια απειλητικότητα, ο βραβευμένος Τζέσι Πλέμονς γίνεται ιδανικός ερμηνευτής της λανθιμικής φόρμας και η Μάργκαρετ Κουόλι εντάσσεται στην ομάδα εξαιρετικά, κάνοντας και τις μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις στην κάθε ιστορία, εντυπωσιάζοντας με τη μεταμορφωτική της ικανότητα.
Σίγουρα, μετά από το εντυπωσιακό από κάθε άποψη «Poor Things», κανείς δεν θα περίμενε ότι ο Λάνθιμος θα επέστρεψε σε μια ελλειπτικής αισθητικής ταινία, που θυμίζει τον τρυφερό κυνισμό με τον οποίο βλέπει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε έναν κόσμο παράδοξο και αφιλόξενο, που υποφέρει από την απώλεια του πένθους και αρνείται τον πόνο για να ακρωτηριαστεί τελικά κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ίσως όμως ακριβώς αυτή είναι η τόλμη ενός δημιουργού, που αν και έχει πλέον στα πόδια του τα μεγαλύτερα στούντιο και τεράστια αναγνώριση μπορεί να επιστρέψει στις ρίζες του και να επανασυστηθεί στο οσκαρικό κοινό, βάζοντας τους δικούς του όρους.
Furiosa: A Mad Max Saga
Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλερ
Παίζουν: Άνια Τέιλορ-Τζόι, Κρις Χέμσγουορθ, Αλάιλα Μπράουν, Τομ Μπερκ, Τσάρλι Φρέιζερ, Άνγκους Σάμπσον, Νέιθαν Τζόουνς, Ντάνιελ Γουέμπερ, Αλίλα Μπράουνι
Περίληψη: Το σκοτεινό παρελθόν της εκρηκτικής Furiosa.
Ο Τζορτζ Μίλερ επιστρέφει στο παρελθόν για να μάς αφηγηθεί το prequel του «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», με πρωταγωνίστρια την Άνια Τέιλορ-Τζόνσον.
Καθώς ο κόσμος καταρρέει, η νεαρή Furiosa αρπάζεται από την Green Place of Many Mothers, μια γυναικοκρατούμενη Γη της Εδέμ, και πέφτει στα χέρια της μεγάλης Ορδής Μηχανόβιων με επικεφαλής τον πολέμαρχο Ντεμέντους. Έτσι, θα δει τη μητέρα της να σκοτώνεται από τα χέρια του και θα ορκιστεί να εκδικηθεί τον θάνατό της. Οι δυο τους πλέον, καθώς περιπλανιούνται στην άγονη γη, καταλήγουν στην Ακρόπολη, που βρίσκεται υπό την ηγεμονία του Αθάνατου Τζο. Ενώ οι δύο τύραννοι αλληλοσπαράζονται για το ποιος θα κυριαρχήσει, η Furiosa πρέπει να επιβιώσει από πολλές δοκιμασίες για να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Όταν το 1979 ο Μίλερ πρωτοσύστησε στο κινηματογραφικό κοινό το σύμπαν του Μad Μax, κανείς δεν περίμενε ότι θα εξελισσόταν σε μία τεράστια επιτυχία, που θα οδηγούσε σε ένα από τα πιο κερδοφόρα sci-fi franchise όλων των εποχών. Το 2015, ο Αυστραλός με ελληνικές ρίζες δημιουργός επέστρεψε με τους «Δρόμους της οργής» με τον Τομ Χάρντι στον ομώνυμο ρόλο και τη Σαρλίζ Θέρον ως αντάρτισσα Furiosa.
Σε ένα δυστοπικό μετα-μέλλον, όπου ο πολιτισμός έχει καταρρεύσει και το νερό είναι σε έλλειψη, καθώς και όλες οι αξίες, δύο τύραννοι συγκρούονται σε ένα άνυδρο τοπίο με απώτερο στόχο την εξουσία, ενώ η μικρή Furiosa, σιωπηλή και έξυπνη αντιτίθεται σε αυτό το brutal σύστημα, υπερασπίζοντας ιδανικά που μοιάζουν να έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Το world building του Μίλερ με τα αυτοσχέδια οχήματα από λείψανα μιας τεχνολογίας που κατέρρευσε, αφήνοντας τον πλανήτη σε απόλυτη καταστροφή, συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του, γεμάτο μετα-γκοθ χαρακτήρες, φουλ στα τατουάζ και στο piecing , που εκπροσωπούν την τοξική αρρενωπότητα και απειλούν την εύθραυστή Furiosa, η οποία μεταμορφώνεται σε action ηρωίδα για να επιβιώσει.
Οι σκηνές καταδίωξης στην έρημο, τα ηθικά διλήμματα των ηρώων του παραπέμπουν σε ένα σύγχρονο western και τα εντυπωσιακά εφέ χαρίζουν απλόχερα υπερθέαμα, όμως αυτή τη φορά, αν και το οικολογικό μήνυμα παραμένει πάντα στις προθέσεις του σκηνοθέτη, η πλοκή χάνεται σε πολύπλοκες διαδρομές. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι κυνηγούν και κυνηγιούνται για χάρη της αδρεναλίνης του κοινού, αλλά το σενάριο αδυνατεί να βάλει σε τάξη μια απλή ιστορία, που περιπλέκεται μόνο και μόνο για να ανεβάσουν περισσότερο γκάζια τα οχήματα του Μίλερ.
Πάντως, αυτό το prequel του Mad Max παραμένει πλούσιο και χορταστικό, αν και τελικά προκύπτει περισσότερο θορυβώδες από όσο χρειαζόταν, αποδεικνύοντας ότι το saga του Μίλερ αντέχει στον χρόνο, αλλά και πως έχει ανάγκη από μία τονωτική ένωση.
Ζωικό Βασίλειο (Le Regne Animal)
Σκηνοθεσία: Τομά Καγιέ
Παίζουν: Ρομέν Ντουρίς, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Πολ Κιρσέρ
Περίληψη: Σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου ανεξήγητα οι άνθρωποι αρχίζουν να μεταμορφώνονται σε ζώα, ένας άνδρας με τον γιο του αναζητάει τη χαμένη γυναίκα του.
Η πολυσυζητημένη ταινία του Τομά Καγιέ («Έρωτας με την Πρώτη Μπουνιά») με τους Ρομέν Ντιρίς και Αντέλ Εξαρχόπουλος, που ήταν υποψήφια για 15 βραβεία Σεζάρ, κερδίζοντας 5 από αυτά.
Στο εγγύς μέλλον, ένα μυστηριώδες φαινόμενο χτυπά την ανθρωπότητα και ανεξήγητες μεταλλάξεις μεταμορφώνουν κάποιους ανθρώπους σε ένα υβρίδιο ανθρώπου-ζώου. Τα πλάσματα, που θεωρούνται απειλή από πολλούς, στέλνονται σε εξειδικευμένο κέντρο σε μια προσπάθεια να σταματήσουν τις μεταλλάξεις τους και να ελέγξουν τις φαινομενικά βίαιες τάσεις τους. Όταν μια συνοδεία που μεταφέρει υβρίδια σε μια νέα εγκατάσταση, συντρίβεται σε ένα δάσος, η παράνοια εξαπλώνεται στην τοπική κοινότητα, καθώς τα επιζώντα πλάσματα σκορπίζονται στην άγρια φύση. Ο Φρανσουά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο γιο του Εμίλ, αναζητούν απεγνωσμένα τη σύζυγό του Λένα, η οποία εξαφανίστηκε μετά από το δυστύχημα. Καθώς ο Φρανσουά προσκολλάται στο παρελθόν της οικογένειας, χάνει σταδιακά την επαφή με τον Εμίλ, ο οποίος έχει αρχίσει να παρατηρεί μεταλλάξεις στο σώμα του και η μοίρα του μοιάζει αβέβαιη.
Οι μεταλλάξεις των ανθρώπων σε ζώα στο κινηματογραφικό σύμπαν συνήθως προκύπτουν από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον, ή την αλαζονεία της επιστήμης, οπότε θεωρούνται εκ προοιμίου « σατανικές «. Ο Καγιέ ανατρέπει αυτό τον κανόνα αντιμετωπίζοντάς τες ως ένα κομμάτι της φυσικής εξελικτικής πορείας, μιας αλλαγής δηλαδή που σοκάρει και τρομάζει, αλλά τελικά κρίνεται απαραίτητη.
Εφόσον οι άνθρωποι έχουν μετατρέψει τον κόσμο σε ένα μέρος εχθρικό, η σωτηρία έρχεται από τα ζώα, που αν και παρουσιάζουν βίαιες τάσεις- μόνο όμως για την αυτοπροστασία τους- ταυτόχρονα έχουν απίστευτες ικανότητες( πετάνε ψηλά, τρέχουν ασύλληπτα γρήγορα κτλ) και κυρίως διαθέτουν ενσυναίσθηση.
Ο Καγιέ εστιάζει στην ιδέα της αλλαγής και στο πώς αυτή σπέρνει τον πανικό και προκαλεί ρατσισμό και μίσος απέναντι στο διαφορετικό, που κανείς δεν μπορεί να αποδεχτεί φοβούμενος ότι θα χάσει τη δική του κυριαρχία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο «Ζωικό βασίλειο», που έρχεται να αντικαταστήσει μία κατάσταση βαθιάς σήψης και παρακμής. Η αλλαγή μπορεί να πονάει τους μεταλλαγμένους και να πανικοβάλει τους «φυσιολογικούς», τελικά όμως απελευθερώνει σε κάθε επίπεδο και γίνεται μια υπέροχη δύναμη, ικανή να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο.
Ο Γάλλος δημιουργός με αυτή την αλληγορία φαντασίας, που αν είχε μεγαλύτερη οικονομία στη δραματουργία της, θα ήταν από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, υπογράφει ένα συγκινητικό μανιφέστο αισιοδοξίας, συστήνοντας ταυτόχρονα στο κοινό έναν εκφραστικότατο νεαρό πρωταγωνιστή, τον Πολ Κιρσέρ, γιο της Ιρέν Ζακόμπ, που όπως όλα δείχνουν, θα μας απασχολήσει και στο μέλλον.
Η Κόρη του Μπαμπά (La Fille de son Pere)
Σκηνοθεσία: Εργουάν Λε Ντουκ
Παίζουν: Ναχουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ, Σελέστ Μπρουνκέλ
Περίληψη: Ένας ανύπανδρος πατέρας μιας δεκαεξάχρονης προσπαθεί να αντιμετωπίσει την στιγμή του αποχωρισμού τους και ένα δύσκολο παρελθόν.
H κομεντί του Εργουάν Λε Ντουκ για την άνευ όρων αγάπη πατέρα-κόρης, που ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στα Σεζάρ της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ο Ετιέν είναι μόλις είκοσι ετών, όταν ερωτεύεται τη Βαλερί και λίγο μεγαλύτερος, όταν γεννιέται η κόρη τους, η Ρόζα. Τότε, η Βαλερί τους εγκαταλείπει. Ο Ετιέν επιλέγει να μην το κάνει μεγάλο θέμα και χτίζει μια ευτυχισμένη ζωή μαζί με το παιδί του. Δεκαεξίμισι χρόνια αργότερα, την ώρα που η Ρόζα ετοιμάζεται να πάει να σπουδάσει και να αποχωριστεί τον πάτερα της, το παρελθόν επιστρέφει.
Μία ανάλαφρη και απολύτως γαλλική ιστορία παράλληλης ενηλικίωσης, αφού δεν μεγαλώνει μόνο η Ρόζα αλλά και ο Ετιέν μαζί της υπογράφει ο Ντε Λουκ («Perdrix»), χωρίς να έχειτη διάθεση να εμβαθύνει σε δύσκολα θέματα. Προσεγγίζοντας τους ήρωες του με τρυφερότητα και χιούμορ, δημιουργεί μια δροσερή ατμόσφαιρα, στην οποία προστίθενται κάποια ατυχή κωμικά ευρήματα, παραδίδοντας μια κομεντί, που σερβίρεται σαν γρανίτα σε θερινό, χωρίς να υπόσχεται κάτι παραπάνω.
Παίζονται ακόμα:
Τα Ταρώ του Θανάτου (Tarot)
Σκηνοθεσία: Σπένσερ Κόεν, Ανα Χάλμπεργκ
Παίζουν: Χάριετ Σλέιτερ, Άντεν Μπράντλεϊ, Αβάντικα, Βόλφγκανγκ Νόβογκρατζ
Περίληψη: Μια αφελής παρέα φίλων παραβαίνει τον ιερότερο κανόνα της τράπουλας Ταρώ, απελευθερώνοντας το Κακό.
Τeen horror, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκολας Άνταμ «Horrorscope».
Όταν μια παρέα φίλων παραβιάζει τον ιερό κανόνα της τράπουλας των Ταρώ, σύμφωνα με τον οποίο ποτέ δεν πρέπει να χρησιμοποιείς την τράπουλα κάποιου άλλου, απελευθερώνεται εν αγνοίατους ένα ανείπωτο κακό, παγιδευμένο μέσα στα καταραμένα χαρτιά. Ένας προς έναν, όλοι οι φίλοι έρχονται αντιμέτωποι με τη μοίρα για να καταλήξουν σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια στον θάνατο. Το μόνο που έχουν να κάνουν πλέον είναι να ξεφύγουν από το ζοφερό μέλλον, που προδιαγράφουν τα Ταρώ.Παίζεται ακόμα:
Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη μαρκίζα
Σκηνοθεσία: Άρης Δόριζας
Περίληψη: Ένα ταξίδι στην τεράστια πορεία του Γιάννη Σπανού με σπάνια ντοκουμέντα και συνεντεύξεις.
Ο Γιάννης Σπανός, η μουσική ιδιοφυία πίσω από κλασικά τραγούδια και αειθαλείς μελωδίες που επέλεξε να μείνει μακριά από τα φώτα, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στο νέο-ντοκιμαντέρ του Άρη Δορίζα.
Μέσα από τα λόγια του μεγάλου συνθέτη, αλλά και τις αναμνήσεις και διηγήσεις δεκάδων επώνυμων συνεργατών και φίλων του, ο Δόριζας σκιαγραφεί τη ζωή και τη σχεδόν 60ετή καλλιτεχνική πορεία του ανθρώπου, που, δημιούργησε το Νέο Κύμα και καθόρισε την ελληνική μουσική, του οποίου όμως το έργο παραμένει σε ασυμφωνία με τη φήμη του.
Πρόκειται για ένα ταξίδι στην τεράστια πορεία του Γιάννη Σπανού από το παιδικό σπίτι στο Κιάτο ως τις μεγάλες συνεργασίες στο Παρίσι και την επιτυχία στην Ελλάδα, με σπάνια ντοκουμέντα και συνεντεύξεις. Ο ίδιος ο Σπανός επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ο δημιουργός δεν μπορεί τελικά να είναι σπουδαιότερος από το έργο του και γιατί ο ίδιος επέλεξε να μένει πίσω από τα φώτα.
To σπάνιο ντοκουμέντο, που είναι πλημμυρισμένο από μουσική, περιλαμβάνει τις τελευταίες συνεντεύξεις του Γιάννη Σπανού στον Άρη Δόριζα, αλλά και μαρτυρίες σπουδαίων καλλιτεχνών που μιλούν για τον αξέχαστο συνθέτη (Αλεξίου, Κόκοτας, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Γαλάνη), καθώς επίσης σπάνιες εικόνες.
Ο Γιάννης Σπανός ήταν παιδί αστικής οικογένειας, γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας το 1934 και ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε πολύ μικρή ηλικία. Πέρασε στη Νομική, αλλά η αγάπη του για την μουσική τον οδήγησε σε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Πήγε τρεις μήνες στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στη Γερμανία και τέλος στο Παρίσι. Εκεί αρχίζει να παίζει πιάνο σε μπουάτ. Λίγο μετά, γράφει τα πρώτα τραγούδια με γαλλικούς στίχους, για φωνές, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό – και κάποια στιγμή αρχίζει να πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα. Τότε, γνωρίζει τον Αλέκο Πατσιφά και ξεκινούν μαζί το Νέο Κύμα στη ΛΥΡΑ.
Η καριέρα του ήταν γεμάτη επιτυχίες και σημαντικές συνεργασίες, αν και ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε ότι έκανε κάτι σπουδαίο. «Οδός Αριστοτέλους», «Σπασμένο καράβι», «Άνθρωποι Μονάχοι», «Άσπρα Καράβια», «Θα με θυμηθείς», «Σαν με κοιτάς», «Μια Κυριακή» και πολλά ακόμα έμειναν για πάντα χαραγμένα στις αυλακιές των βινυλίων και στις καρδιές των ακροατών.
Επαναπροβολή:
Ελεγεία της Μόσχας (Moscow Elegy)
Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Σοκούροφ
Περίληψη: Ντοκιμαντέρ που καλύπτει την εποχή από το 1982 μέχρι το 1987, όταν ο Ταρκόφσκι έφυγε από τη Ρωσία ως αυτοεξόριστος στην Ιταλία και έπειτα στη Σουηδία, την περίοδο που γύρισε τις δύο τελευταίες ταινίες του («Νοσταλγία», «Θυσία»).
Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ («Ρώσικη Κιβωτός») αφηγείται τη ζωή του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Μια άκρως προσωπική ταινία, που αποτυπώνει την ουσία του μεγάλου κινηματογραφιστή και όχι μόνο τις βιογραφικές λεπτομέρειες της ζωής του. Ο Σοκούροφ δείχνει το ταπεινό διαμέρισμά του στον 13ο όροφο στη Μόσχα, την εξοχική κατοικία της οικογένειάς του, την περίτεχνη εθνική νεκρώσιμη ακολουθία για τον άκαμπτο Σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ στη Μόσχα, τη μικρή του κηδεία στο Παρίσι, πλάνα από τον ταινίες όπως «Η Νοσταλγία» (που γυρίστηκε στην Ιταλία το 1982), «Ο Καθρέφτης» και «Η Θυσία» (1986), που γυρίστηκε στη Σουηδία, ενώ και υπάρχει ακόμη και ένα σπάνιο κλιπ του ως ηθοποιού στην ταινία του 1963 «Οι πύλες του Ίλιτς».
Επίσης, περιλαμβάνονται μαρτυρίες της δεύτερης συζύγου του, των γιων του, φωτογραφίες της νεκρής μητέρας του και του ποιητή πατέρα του, και πώς έπαιξε ενώ γύριζε το 1985 τη « Θυσία» στο ανεμοδαρμένο νησί Γκότλαντ.