Οι ταινίες της εβδομάδας: H Κρίστεν Στιούαρτ επιστρέφει στον «Ματωμένο δεσμό», όπως δεν την έχουμε ξαναδεί
Αυτή την εβδομάδα, η Κρίστεν Στιούαρτ ζει έναν «Ματωμένο δεσμό», ο Ματέο Γκαρόνε επιστρέφει με μια αλλιώτικη ιστορία πάνω στο προσφυγικό, που κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βενετίας και ο Έρικ Μπάνα ξαναμπαίνει στα παπούτσια του Ντετέκτιβ Φαλκ αυτή τη φορά με φόντο την «Άγρια Φύση»
Ματωμένος Δεσμός (Love Lies Bleeding)
Σκηνοθεσία: Ρόουζ Γκλας
Παίζουν: Κρίστεν Στιούαρτ, Κέιτι Ο' Μπράιαν, Τζένα Μαλόουν, Άνα Μπαρίσνικοφ, Ντέιβ Φράνκο, Εντ Χάρις
Περίληψη: Δύο γυναίκες με πάθος για τη γυμναστική δημιουργούν μια σχέση γεμάτη ένταση. Ο ερωτισμός τους όμως σύντομα μετατρέπεται σε φθόνο, φέρνοντάς τες σε μια σύγκρουση με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις.
Η Ρόουζ Γκλας («Saint Maud») επιστρέφει με μία βίαιη περιπέτεια εκδίκησης με πρωταγωνίστρια την Κρίστεν Στιούαρτ.
Η Λου, μία μοναχική μάνατζερ γυμναστηρίου, ερωτεύεται με πάθος την Τζάκι, μία φιλόδοξη μπόντι μπίλντερ, που οδεύει προς το Βέγκας, για να πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό. Έτσι, αρχίζει να την προμηθεύει αναβολικά για να τη βοήθησει να εκπληρώσει το όνειρο της, ενώ ταυτόχρονα αντιστέκεται στον πατέρα της, ο οποίος είναι γκάνγκστερ της περιοχής, και στην κακοποιητική συμπεριφορά του γαμπρού της. Η παθιασμένη σχέση των δύο γυναικών και η εξάρτηση της Τζάκι από τις χημείες τις οδηγούν σε βίαιες εξάρσεις, καθώς οι δυο τους εγκλωβίζονται στον ιστό της εγκληματικής οικογένειας της Λου.
Η Βρετανίδα δημιουργός, που δοκιμάζεται για πρώτη φορά σε αμερικανικό έδαφος, με φόντο μια κωμόπολη στο Νέο Μεξικό στα 80’s και σαφώς επηρεασμένη από τις ταινίες εκείνης της περιόδου, φτιάχνει ένα νέο-νουάρ road movie με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, όπου η βία συναντάει τον έρωτα και το queer τα πατριαρχικά στερεότυπα. Οι ήρωες της Γκλαζ, που μοιάζουν έχουν βγει από κόμικ, παρά το αιματοκύλισμα δεν χάνουν το χιούμορ τους, ο σπινάντος ρυθμός που διατηρεί σκηνοθετικά ανεβάζει την αδρεναλίνη και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα πυροδοτείται από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών: η απελευθερωμένη εκρηκτική Κρίστεν Στιούαρτ, μετά από τον ρόλο της πριγκίπισσας Νταϊάνας, ξαφνιάζει με τη δυναμική της, η απειλητικά σεξουαλική Κέιτι Ο’ Μπράιαν και ο απολαυστικά διαβολικός Εντ Χάρις συνθέτουν μία ιδανική τριπλέτα.
Η αλληγορία για την καταστροφική δύναμη του έρωτα και ην απατηλή λάμψη των καλογυαλισμένων ονείρων, που επιχειρεί η Γκλαζ, είναι ξεκάθαρη, χωρίς πότε να γίνεται διδακτική, χάρη στην underground αισθητική που υιοθετεί, μετατρέποντας αυτό το μη ρεαλιστικό σύμπαν σε μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου, όμως μερικές φορές η πλοκή παρουσιάζει κενά και καταλήγει σε ευκολίες.
Εγώ, ο Καπετάνιος ( Io Capitano)
Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε
Παίζουν: Σεϊντού Σαρ, Μουσταφά Φολ
Περίληψη: Δύο ονειροπόλοι έφηβοι από τη Σενεγάλη αποφασίζουν να ρισκάρουν τα πάντα και να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ώστε να φτάσουν στην Ευρώπη και να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους.
Ο Ματέο Γκαρόνε («Γόμορρα», «Dogman») εμπνέεται από αληθινές ιστορίες προσφύγων, αποσπώντας τον Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας και το βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι καλύτερου ανερχόμενου ηθοποιού για τον ηθοποιό Σεϊντού Σαρ στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και μια οσκαρική υποψηφιότητα διεθνούς ταινίας
Ο δεκαεξάχρονος Σεϊντού και ο ξάδερφος του, ο Μούσα ζουν φτωχικά σε ένα χωριό στη Σενεγάλη. Ονειρεύονται να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη, εκεί που, όπως νομίζουν, όλα είναι δυνατά: ακόμα και μια μουσική καριέρα για τον Σεϊντού. Η ζωή τους δεν βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο και τη φτώχεια τους αντισταθμίζει μια ενωμένη και αγαπημένη οικογένεια, όμως η άγνοια κινδύνου και το εφηβικό τους όνειρο υπερισχύουν. Έτσι, ξεκινούν τη δική τους οδύσσεια με ελπίδα, για να χασουν συνέχεια την ανθρώπινή υπόστασή τους.
Ο Γακρόνε με μια τρυφερότητα, που ούτε ο ίδιος μας έχει συνηθίσει σε προηγούμενες δημιουργίες του, ούτε και οι ταινίες που ασχολούνται με το μεταναστευτικό ζήτημα, αποτυπώνει το ταξίδι του Σεϊντού ως μια περιπέτεια ενηλικίωσης, που τον φέρνει στα όριά του και τον βοηθάει να ανακαλύψει τη δύναμη, που κρύβει μέσα του. Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, αντίθετα περιγράφοντας με λεπτομέρεια τους κινδύνους, αλλά και το άτεγκτο σύστημα που συναντάει ένας μετανάστης στον δρόμο του για τη «γη της επαγγελίας», ο Ιταλός σκηνοθέτης αναμειγνύει τον ρεαλισμό με λυρικές εικόνες και ακολουθεί αυτό το οδοιπορικό μέσα από τις ερήμους του Ντακάρ, της Σενεγάλης καιτου Μαρόκου, με μια αισιοδοξία, που ξαφνιάζει.
Αυτό συμβαίνει κατά βάση, γιατί βλέπει αυτή τη διαδρομή όχι μέσα από την οπτική ενός ευαισθητοποιημένου Δυτικού, αλλά από τα μάτια ενός παιδιού με όνειρα, που αφήνει τη χώρα του για ένα καλύτερο μέλλον και παλεύει κάθε τρόπο να επιβιώσει. Η ενεργητικότητα των κεντρικών του ηρώων και η αθωότητα της νεότητάς τους βοηθούν τον Γκαρόνε να αποφύγειτην πεπατημένη των τραγικών τόνων και να δειτο θέμα μέσα από μία διάσταση, που φωτίζει τελικά την ανθρώπινη υπόσταση των μεταναστών, και όχι την αντιμετώπισή τους μόνο ως ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα.
Στο Ποταμόπλοιο (Sur l'Adamant)
Σκηνοθεσία: Νικολά Φιλιμπέρ
Περίληψη: Η καθημερινότητα στον Αδάμαντα, ένα πλωτό κέντρο ημέρας στο Σηκουάνα, το οποίο καλωσορίζει ενήλικες, που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές.
Το ντοκιμαντέρ του Νικολά Φιλιμπέρ, που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στη Berlinale του 2023.
Στο Αdamant, ένα πλωτό κέντρο ημέρας καταμεσής του Σηκουάνα, παράρτημα μιας ψυχιατρικής κλινικής του Παρισιού, άτομα με κάθε λογής ψυχικά νοσήματα συγκεντρώνονται οικειοθελώς και εκφράζονται μέσα από καλλιτεχνικές κυρίως δραστηριότητες.
Ο έμπειρος ντοκιμαντερίστας Νικολά Φιλιμπέρ καταγράφειτην καθημερινότητα καιτις προσωπικές αφηγήσεις ανθρώπων με ψυχικά νοσήματα καιτου προσωπικού του Αdamant, προσπαθώντας να φωτίσει τόσο τη χρησιμότητα του ίδιου του κέντρουκαι της τέχνης, αλλά και να συμβάλλει στην εξάλειψη του στίγματος της ψυχικής νόσου, αφήνοντας τελικά τις προσωπικότητας των ηρώων του να καταρρίψουν τις προκαταλήψεις. ‘Η τουλάχιστον αυτή ισχυρίζεται πως είναι η πρόθεσή του.
Ο Φιλιμπέρ, που στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί, επειδή είχε εφαρμόσει πρακτικές παρατήρησης ερήμην του υποκειμένου σε ένα άλλο του ντοκιμαντέρ, το «Είμαι και Έχω»(2002), το οποίο διαδραματιζόταν σε ένα επαρχιακό σχολείο, με την ίδια λογική λειτουργεί και εδώ. Αυτή τη φορά φέρνει στο επίκεντρο ανθρώπους, που δεν μπορούν πλήρως να έχουν συνείδηση των πράξεων και το λεγομένων τους, προστατεύοντας βέβαια μέχρι ενός σημείου την αξιοπρέπειά τους και παρουσιάζοντας του αρκούντως συμπαθείς, αναδεικνύοντας τα χαρίσματά τους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι συχνά οι ερωτήσεις του τους φέρνουν σε δύσκολη θέση, εξυπηρετώντας σκηνοθετικούς εντυπωσιασμούς, πάρα την προσπάθειά του να παρά να μιλήσει ουσιαστικά για ένα κοινωνικά ευαίσθητο θέμα.
Ένα για τον Δρόμο (One for the Road)
Σκηνοθεσία: Μάρκους Γκόλερ
Παίζουν: Φρέντερικ Λάου, Νόρα Τσίρνερ, Μπουράκ Γιγκίτ
Περίληψη: Ένας επιτυχημένος άνδρας χάνει το δίπλωμά του μετά από ένα αλκοτέστ. Τότε πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το γεγονός ότι έχει σοβαρό θέμα με το αλκοόλ.
Γερμανική γλυκόπικρη κομεντί με τον Φρέντερικ Λάου.
Ένας νεαρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση άντρας, ο Μαρκ, απολαμβάνει τη ζωή στο έπακρο. Η καριέρα του ως μηχανικός σημειώνει ανοδική πορεία, ενώ ο ίδιος είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις ξέφρενες νυχτερινές του εξορμήσεις στα μπαρ του Βερολίνου. Τα δεδομένα ανατρέπονται, όταν χάνει το δίπλωμα του αυτοκινήτου του, μετά από ένα αλκοτέστ. Για να το ξανακερδίσει, πρέπει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών τεστ. Ο Μαρκ είναι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει και βάζει στοίχημα με τον κολλητό του ότι δεν θα αγγίξει αλκοόλ ξανά. Όμως, δεν υπολογίζει τη συνάντησή του με την Έλενα, η οποία θα αλλάξει ολοκληρωτικά την οπτική του για την πραγματικότητα.
Το θέμα του αλκοολισμού έχει αρχίσει πλέον να απασχολεί τους Ευρωπαίους δημιουργούς - δη από χώρες, όπου η υπερκατανάλωση αλκοόλ έχει εκτοξευθεί- , που πλέον το αντιμετωπίζουν όχι ως μια προσωπική τραγική ιστορία, αλλά σαν ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο. Αυτό συμβαίνει και με τον ήρωα του Μάρκους Γκόλερ, που η συνήθεια του να πίνει μέχρι τελικής πτώσεως δεν θεωρείται απλώς κανονική, αλλά ακόμη και ελκυστική.
Ο Γερμανός δημιουργός, αποφεύγοντας τις οδυνηρές στιγμές της απεξάρτησης, περιγράφει περισσότερο πώς η ουσιαστική επικοινωνία και επαφή συμβάλλει όχι απλώς στο να σταματήσει κανείς τις καταστροφικές έξεις, αλλά να μην τις έχει ανάγκη. Με ατμόσφαιρα ερωτικής κομεντί με κεντροευρωπαϊκό αέρα, χωρίς πολλές ανατροπές, με προδιαγεγραμμένη πορεία κι ένα ευκολονόητο μήνυμα, η ταινία του Γκόλερ, που διαθέτει έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή, τον Φρέντερικ Λάου, είναι μία ευχάριστη επιλογή, που δεν υπόσχεται πολλά, αλλά βλέπεται ευχάριστα.
Άγρια Φύση ( Force of Nature: The Dry)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Κόνολι
Παίζουν: Έρικ Μπάνα, Άνα Τορβ, Ντέμπορα-Λι Φέρνες, Ρόμπιν ΜακΛίβι
Περίληψη: Ύστερα από μια ανησυχητική κλήση, οι ομοσπονδιακοί πράκτορες Άαρον Φαλκ και Κάρμεν Κούπερ ερευνούν μια μυστηριώδη υπόθεση εξαφάνισης.
Ο Έρικ Μπάνα επιστρέφει μετά από την «Ξηρασία» στον ρόλο του Ντετέκτιβ Φαλκ σε μια νέα περιπέτεια.
Πέντε γυναίκες συμμετέχουν σε μια ορεινή πεζοπορία, που έχει διοργανώσει η εταιρεία για την οποία εργάζονται, αλλά μόνο τέσσερις βγαίνουν στην άλλη πλευρά. Οι ντετέκτιβ Άαρον Φαλκ και Κάρμεν Κούπερ κατευθύνονται στις οροσειρές Γκιραλάνγκ για να ερευνήσουν την υπόθεση με την ελπίδα να βρουν ζωντανή την αγνοούμενη, που είναι και πληροφοριοδότρια τους, χωρίς να το ξέρει κανείς, για ένα οικονομικό έγκλημα. Καθώς οι πράκτορες πλησιάζουν στην επίλυση της υπόθεσης, αποκαλύπτουν ανησυχητικές λεπτομέρειες σχετικά με τις σχέσεις των γυναικών και αρχίζουν να φοβούνται για την ασφάλεια της αγνοούμενης, ενώ μια καταιγίδα απειλεί να σταματήσει την έρευνα.
Βασισμένη στην επιτυχημένη τριλογία της Τζέιν Χάρπερ, η ταινία αποτελεί ένα ακόμη μυστήριο για τον ντετέκτιβ Φαλκ, όπου όλοι είναι ύποπτοι, μόνο που εδώ το αυστραλιανό τοπίο δεν είναι άνυδρο, όπως στην «Ξηρασία», αντίθετα η δράση εκτυλίσσεται στα καταπράσινα δάση της ηπείρου, όπου ψιχαλίζει διαρκώς, προσθέτοντας εμπόδια.
Ο Κόνολι προσπαθεί να ενώσει παρελθόν με το παρόν, όπως στην πρώτη ταινία, όμως δυστυχώς το σενάριο που έχει στα χέρια του, δεν του προσφέρει πολλές ανατροπές, παρά τους αμέτρητους ελιγμούς που επιχειρεί, με τον χαρακτήρα του Φαλκ να μοιάζει παραγκωνισμένος. Έτσι, τόσο το μυστήριο της φύσης, όσο και της ανθρώπινης ύπαρξης αυτή τη φορά αντιμετωπίζονται μάλλον επιφανειακά, χωρίς να αποκαλύπτεται τελικά η πραγματική τους αγριότητα.