ΣΙΝΕΜΑ

Οι «υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς στους κινηματογράφους -Μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του


Αυτή την εβδομάδα, η νέα ποιητική δημιουργία του Βιμ Βέντερς, μια αστυνομική περιπέτεια με τον Ορλάντο Μπλουμ και ένα νοτιοαμερικάνικο horror, που έκανε αίσθηση, έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.

Υπέροχες Μέρες (Perfect Days)

Σκηνοθεσία:  Βιμ Βέντερς

Παίζουν: Κότζι Γιακούσο, Αρίσα Νακάνο, Τόκιο Εμότο

Περίληψη: Ένας καθαριστής απολαμβάνει τη ρουτίνα του, η οποία περιλαμβάνει τη φωτογράφιση δέντρων, την ακρόαση μουσικής και την ανάγνωση βιβλίων. Μέσα από τις συναντήσεις που πρόκειται να έχει, αναδεικνύεται η αφανής ομορφιά της καθημερινότητας και της οικειότητας, που φέρνει η ανθρώπινη επαφή.

Ο 79χρονος Γερμανός δημιουργός επιστρέφει με μια μελαγχολική ταινία, που απέσπασε το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και του ανδρικού ρόλου (Κότζι Γιακούσο) στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ βρίσκεται και στην πεντάδα για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Ο Χιριαγάμα ξεκινάει και τελειώνει τη μέρα του, κάνοντας το ίδιο τελετουργικό: μαζεύει το στρώμα του, πλένει τα δόντια του, τριμάρει το μουστάκι του, παίρνει καφέ από το αυτόματο μηχάνημα έξω από το σπίτι του, μπαίνει μέσα στο βαν για τη δουλειά. Καθαριστής των αυτόματων τουαλετών σε μία καλή συνοικία του Τόκιο, είναι σχολαστικός με τη δουλειά του, σχεδόν μια τέλεια παραφωνία στον αυτοματισμό των πάντων. Η μέρα του κλείνει πάντα με ένα μπάνιο στα δημόσια λουτρά, ένα φαγητό στην καντίνα και μερικές σελίδες από τα αγαπημένα του βιβλία, με τον Φόκνερ να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του.

Στις διαδρομές του, ο Χιριγιάμα ακούει τραγούδια από τις συλλεκτικές του κασέτες από τη μεγάλη δισκοθήκη του: από τον Ότις Ρέντινγκ μέχρι την Πάτι Σμιθ και από τη Νίνα Σιμόν μέχρι τους Animals. Ενίοτε βγάζει και ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που αρχειοθετεί με προσοχή και τάξη στην ντουλάπα του.

Ο Βιμ Βέντερς κάνει μια μικρή ανάπαυλα από τα ντοκιμαντέρ και υπογράφει μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων τριών δεκαετιών της μακράς καριέρας του, επιστρέφοντας στο σινεμά των χαρακτήρων. Το περίεργο είναι ότι το όλο εγχείρημα ξεκίνησε ως πρότζεκτ για το Shibura, τον πρότυπο οργανισμό δημόσιων τουαλετών του Τόκιο. 

Επηρεασμένος σαφώς από το σινεμά του Γιαζουχίρο Όζου και τον ιαπωνικό πολιτισμό, φτιάχνει μια μινιμαλιστική ταινία όχι ως δυτικός, που έρχεται σε επαφή με την κουλτούρα της Ανατολής αλλά ως ποιητής, που αναγνωρίζει  την ομορφιά του ταπεινού.

Ο ήρωάς του, ένας άντρας μοναχικός, που ζει λιτά και με αξιοπρέπεια, προσηλωμένος σε μια τελετουργική επανάληψη,  βρίσκει τη χαρά μέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία, κρύβοντας μια βαθιά πληγή από ένα παρελθόν, που ο Βέντερς αποκαλύπτει σταδιακά μέσα από μια σειρά συναντήσεων, καταλήγοντας σε μία συγκινητική ανατροπή.

Η σοφία του σπουδαίου auteur όμως είναι ότι αναγνωρίζει την ομορφιά στα καθημερινά πράγματα μέσα από έναν ποιητικό προβληματισμό για τον σύγχρονο άνθρωπο, που πρέπει τελικά να επανεφεύρει την απλότητα και να ξαναβρεί το ουσιαστικό κόντρα στις σειρήνες της εποχής. Ίσως γι’ αυτό ο ευαίσθητος Χιριγιάμα, που ερμηνεύει εξαιρετικά ο Κότζι Γιακούσο, επιμένει σε μουσικές και βιβλία, που μπορεί να θεωρούνται ντεμοντέ, και σε μία παλιά φωτογραφική μηχανή, που μοιάζει έως και μουσειακό είδος στον νέο ψηφιακό κόσμο.

Ένα Τέλος και μια Αρχή (The End We Start From)

Σκηνοθεσία; Μαχάλια Μπέλο

Παίζουν: Τζόντι Κόμερ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κάθριν Γουότερστον

Περίληψη: Στο μέσο μιας περιβαλλοντικής καταστροφής που βυθίζειτο Λονδίνο, μια νεαρή γυναίκα και το νεογέννητο βρέφος της αναζητούν ένα νέο σπίτι.

Μια ιστορία επιβίωσης με φόντο την κλιματική κρίση και βαασικό άξονα τη μητρότητα.

Μετά από μια οικολογική κρίση, που έχει επιφέρει τρομακτικές πλημμύρες, μια νεαρή μητέρα και το μωρό της εγκαταλείπουν το Λονδίνο  για την εξοχή. Στόχος της μητέρας είναι να βρει ένα ασφαλές μέρος για το παιδί της και να επανενώσει την οικογένειά της .

Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Μέγκαν Χάντερ, η Μαχάλια Μπέλο στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, σε αντίθεση με τις ταινίες καταστροφής που έχουμε συνηθίσει, επιλέγει μια βασανιστική ηρεμία, τοποθετώντας στο επίκεντρό μια μητέρα που δοκιμάζει τα όριά της και αναρωτιέται για το πώς τελικά μπορεί να μεγαλώσει έναν άνθρωπο σε έναν κόσμο που καταρρέει.

Λιγότερο επικεντρωμένη στο οικολογικό μήνυμα και περισσότερο στρέφοντας τον φακό της στο πρόσωπο της Τζόντι Κόμερ από το «Κilling Eve», με τη συνδρομή της σεναριογράφου Άλις Μπιρτς (γνωστή από την σειρά «Normal People»), η Μπέλο ξεπερνάει εύκολα τις συνέπειες της καταστροφής δεν προσφέρει μετα- αποκαλυπτικές εικόνες, αντίθετα αφήνειτις έντονες σκηνές να συμβαίνουν εκτός κάδρου, και επιμένει σε μία φεμινιστική ανθρωποκεντρική προσέγγιση, αν και οι δεύτεροι χαρακτήρες μένουν υπό σκιά. Το σκηνοθετικό της εύρημα όμως, αν και ενδιαφέρον, δεν αντέχει στον χρόνο και τελικά μένει η μελαγχολική ερμηνεία της Κόμερ και κάποιες αισιόδοξες στιγμές, που μας παρηγορούν για το μέλλον και τη δύναμη της ζωής να ξεπερνάει τις αντιξοότητες.

Το Χέρι της Θείας Δίκης (Red Right Hand)

Σκηνοθεσία: Έσομ και Ιαν Νελμς

Παίζουν: Ορλάντο Μπλουμ, Άντι ΜακΝτάουελ, Μπράιαν Γκέραχτι, Κένεθ Μίλερ

Περίληψη: Ο Κας προσπαθεί να ζήσει μια τίμια και ήσυχη ζωή, φροντίζοντας την ορφανή ανιψιά του σε μια κομητεία στα Απαλάχια Όρη. Όταν η σαδίστρια αρχηγός του υποκόσμου Μπιγκ Κατ τον αναγκάζει να επιστρέψει στην υπηρεσία της, ο Κας ανακαλύπτει ότι είναι ικανός για τα πάντα, ώστε να προστατεύσει την πόλη του και τη μόνη οικογένεια, που του έχει απομείνει.

Αστυνομική περιπέτεια με τον Ορλάντο Μπλουμ και την Άντι ΜακΝτάουελ.

Ο Κας είναι ένας πρώην παράνομος, ο οποίος πλέον απολαμβάνει μια ήσυχη ζωή στα Απαλάχια Όρη, ανατρέφοντας την ορφανή ανιψιά του. Ωστόσο, αιφνιδιαστικά επιστρέφει στη ζωή του το πρώην αφεντικό του, μια αδίστακτη γυναίκα με το προσωνύμιο Μεγάλη Γάτα, που τον αναγκάζει να αναλάβει δράση. Μια επιλογή που ο Κας κάνει διστακτικά, θέλοντας να προστατέψει τον τόπο και την ανιψιά του, αγνοώντας όμως πως τον περιμένουν δραματικές εξελίξεις.

Καμία σχέση δεν έχει αυτό το άνευρο νέο-νουάρ θρίλερ, που σε σημεία φλερτάρει με τη γραφικότητα, με το τραγούδι του Νικ Κέιβ, το οποίο έχει συχνά πυκνά έχει εμπνεύσει τον κινηματογράφο. Αντ’ αυτού έχουμε μια στερεοτυπική ιστορία εκδίκησης, γεμάτη κλισέ, κακογραμμένους διαλόγους άτεχνες σκηνές βίας και καρικατουρίστικους χαρακτήρες- η δε Άντι ΜακΝτάουελ εντελώς έξω από το νερά της χάνει ακόμη και τη γοητεία της.

Οι αδερφοί Νελμς («Fatman: Ο Άγιος Βασίλης πρέπει να πεθάνει») αδυνατούν να διαχειριστούν ακόμη και το πρώτο επίπεδο  του σεναρίου, που αν είχε την πρόθεση να πραγματευτεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αποτυγχάνει παταγωδώς, θυμίζοντας περισσότερο βιντεοκασέτα, παρά κινηματογραφική περιπέτεια αξιώσεων.

Εκεί που το Κακό Παραμονεύει (Cuando Acecha la Maldad/When Evil Lurks)

Σκηνοθεσία: Νταμιάν Ρούγκνα

Παίζουν: Εζεκιήλ Ροντρίγκεζ, Ντεμιάν Σαλομόν, Λουίς Ζιεμπρόβσκι, Σίλβια Σαμπατάρ

Περίληψη: Σε ένα απομονωμένο χωριό, δύο αδέρφια ανακαλύπτουν έναν άντρα, ο οποίος έχει δαιμονιστεί και πρόκειται να σπείρει το κακό στον κόσμο. Αν και καταφέρνουν να τον ξεφορτωθούν, η πράξη τους συνοδεύεται από διαβολικές συνέπειες.

Ένα από τα πιο συζητημένα horror του '23,που εντυπωσίασε στο φεστιβάλ του Τορόντο, έρχεται από την Αργεντινή,

Όταν τα αδέλφια Πέδρο και Τζίμι ανακαλύπτουν ότι μια δαιμονική οντότητα έχει στοιχειώσει ένα κοντινό αγροτόσπιτο, δηλητηριάζοντας ταυτόχρονα τα ζώα της τριγύρω περιοχής, αποφασίζουν να την εκδιώξουν από τη γη τους. Όμως η προσπάθειά τους θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά και οι απερίσκεπτες ενέργειές τους πυροδοτούν άθελά τους μια επιδημία δαιμονισμών στην κοινότητα. Τώρα, πρέπει να βρουν τρόπο να γλιτώσουν από το κακό, ενώ αυτό διαφθείρει όποιον βρεθεί σε επαφή μαζί του. Για να τα καταφέρουν, θα ζητήσουν τη βοήθεια ενός βετεράνου εξορκιστή, ο οποίος είναι και ο μόνος που φαίνεται να ξέρει πώς μπορούν να σταματήσουν αυτή την υπερφυσική επιδημία. Τότε, όλοι  θα καταλάβουν ότι κανείς δεν είναι ασφαλή, ούτε και αθώος όμως.

Ο Νταμιάν Ρούγκνα, που έχει ήδη αποκτήσει φανατικό κοινό στο σινεμά του τρόμου μετά από το «Atterados», δείχνει από την αρχή πως διαθέτει τη μαεστρία να προκαλέσει ανατριχίλα στο κοινό, σοκάροντας την αίθουσα. Αυτή η δυναμική όχι μόνο δεν φθίνει, αντίθετα όσο περνάει η ώρα κορυφώνεται με τη βία να χτυπάει κόκκινο. Η  μία πρόκληση διαδέχεται την άλλη σε αυτό το άρτια τεχνικά θρίλερ, που όμως έχει δυο προβλήματα. Το πρώτο είναι σεναριακό: η εξόντωση του κακού είναι εφικτή, αν ακολουθηθούν επτά κανόνες, οι οποίοι όμως συχνά καταστρατηγούνται στον βωμό του θεάματος.

Το δεύτερο αφορά στο διανόημά του, γιατί εάν και σκηνοθετικά ο Ρούγκνα επιδεικνύει αρετές και καινοτομίες, παραμένει βαθιά συντηρητικός, αφού το Κακό προέρχεται από το κλείσιμο των εκκλησιών και την υποταγή του σύγχρονου ανθρώπου στις δαιμονικές δυνάμεις της εξέλιξης. Και ναι μεν ο Αργεντίνος δημιουργός ξέρει να χρησιμοποιήσει καλά ο gore, κάνοντάς μας συχνά να κλείνουμε τα μάτια μας και να πεταγόμαστε τη θέση μας, η επιλογή του όμως να καταφεύγει σε σκηνές βίας με παιδιά παραείναι εύκολη, ενώ μερικές φορές οι θέσεις του σχετικά με το τι προκαλεί τρόμο γίνονται έως και προσβλητικές.

Εμπόλεμη Ζώνη (Land of Bad)

Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γιούμπανκ

Παίζουν: Λίαμ Χέμσγουορθ, Ράσελ Κρόου, Λουκ Χέμσγουορθ, Μίλο Βεντιμίλια

Περίληψη: Μια διμοιρία Αμερικανών πεζοναυτών παγιδεύεται σε μια αχανή ζούγκλα γεμάτη πανόπλους αντάρτες.

Πολεμική ταινία δράσης με  τον Λίαμ Χέμσγουορθ και τον Ράσελ Κρόου.

Ένας αρχάριος ελεγκτής μάχης της Πολεμικής Αεροπορίας και ένας έμπειρος πιλότος drone υποστηρίζουν μια ομάδα της Delta Force, καθώς προσπαθούν να μετατρέψουν μια αποστολή που πήγε στραβά, σε επιχείρηση διάσωσης.

 Ο Γουίλιαμ Γιούμπανκπ υπηρετεί πιστά τη γνώριμη συνταγή του είδους,  ευτυχώς αποφεύγοντας τις πολλές εθνικο- πατριωτικές κορώνες για τον υπέροχο αμερικανικό στρατό, επενδύοντας στο χάσμα των γενεών. Όταν όμως πρέπει να δώσει πρόσωπο στον εχθρό επιλέγει έναν μουσουλμάνο, απόλυτα κακό και σαδιστή, κινδυνεύοντας να κατηγορηθεί για ρατσισμό.

Οι σκηνές των μαχών έχουν ένα ενδιαφέρον και ο Ράσελ Κρόο, αν και περνάει μία δύσκολη φάση με επαγγελματικά, δεν αφήνεται σε ευκολίες, αλλά οι σεναριακές επιλογές εύκολα μπορεί να θεωρηθούν politically-incorrect.

Παίζονται ακόμα:

Ladies in Waiting

Σκηνοθεσία: Ιωάννα Τσουκαλά

Περίληψη: Η ζωή στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής.

Η Ιωάννα Τσουκαλά κινηματογραφεί την καθημερινότητα, τις αναμνήσεις και τις εξιστορήσεις των νοσηλευτριών και των περιθαλπόμενων του νοσοκομείου, σε μια απόπειρα να  επαναπροσδιοριστεί η σχέση μας με την ψυχική υγεία.

Καθώς η εποχή των ψυχιατρικών ασύλων στην Ευρώπη φτάνει πια στο τέλος της, το « Ladies in Waiting» επιχειρεί να ρίξει φως στο παρελθόν τους. Μέσα από το μοναδικό πρίσμα μιας οικογένειας νοσηλευτριών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και τις ζωές μιας ομάδας περιθαλπομένων, παρατηρούμε τον κοινωνικά κατακριτέο κόσμο της ψυχικής ασθένειας.

Η Μητέρα του Σταθμού

Σκηνοθεσία: Κωστούλα Τωμαδάκη

Περίληψη: Το βίωμα των Ελληνίδων μεταναστριών της δεκαετίας του '60, οι οποίες έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στη Γερμανία, όπου υπήρξαν τριπλά αόρατες ως αγράμματες, ξένες και γυναίκες.

Ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη.

Μετεμφυλιακή Ελλάδα, φτώχεια, ανεργία, η μετανάστευση μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας, που ερήμωσαν μέσα σε μια δεκαετία. Με τρένα, καράβια και εισιτήριο χωρίς επιστροφή, νέες γυναίκες, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, κάποιες αγράμματες, έφτασαν στις φάμπρικες της Γερμανίας. Οι περισσότερες, έχοντας αφήσει πίσω τους την οικογένεια.  Τα παιδιά τους μεγάλωσαν μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση, κάποια έμεναν στο χωριό με την γιαγιά, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο εκπαιδευτικά συστήματα, δύο πατρίδες.

Η τωμαδάκη φτάνει και στην τρίτη γενιά μεταναστριών, σε εκείνες τις νέες γυναίκες με επαγγελματικά εφόδια που έχουν εξισωθεί πλήρως με τη δυναμική των υπόλοιπων Ευρωπαίων και επιλέγουν οι ίδιες πού και πώς θα ζήσουν. Αυτές αποτείνουν το δικό τους φόρο τιμής στις γκασταρμπάιτερ μανάδες, που πάλεψαν για να τους προσφέρουν αυτήν την ευκαιρία.

«Η κάμερα ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής τις «αόρατες» γυναίκες, που κουβάλησαν τις πίκρες και τις χαρές, την ιστορία τους, φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης, την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο. Οι αναμνήσεις και οι μαρτυρίες τους συνδυάζονται με τα επίσημα αρχεία, που μέχρι σήμερα δεν έχουν δει το φως, αλλά κυρίως τα προσωπικά αρχεία των γυναικών που από μόνα τους αποτελούν ιστορικό αρχείο ανεκτίμητου πλούτου για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης. Προσπάθησα να πλησιάσω τα σύνθετα στοιχεία της Ιστορίας,  μεταθέτοντας την οπτική γωνία στην πλευρά του καθαρού βλέμματος αυτών των γυναικών. Η μνήμη λειτούργησε ως κάθαρση και το ασπρόμαυρο super 8 μπορεί να διαβαστεί και ως χρονικό της δεκαετίας του `60 και του `70 με μουσική υπόκρουση το ``Συννεφιασμένη Κυριακή``», αναφέρει χαρακτηριστικά η σκηνοθέτρια.

Επαναπροβολή:

Η Κυρία με το Σκυλάκι (Dama S Sobachkoj)

Σκηνοθεσία: Γιοσίφ Κέιφιτς

Παίζουν: Αλεξέι Μπατάλοφ, Ίγια Σαβίνα, Νίνα Αλισόβα, Παντελεήμων Κριμόφ

Περίληψη: Ένας Μοσχοβίτης φιλόλογος και μια Ρωσίδα επαρχιώτισσα γνωρίζονται στη Γιάλτα, όπου και συνάπτουν μια σύντομη, αλλά παθιασμένη σχέση. Επιστρέφοντας στις πόλεις τους και τους δυστυχισμένους γάμους τους, προσπαθούν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλον, μέχρι που εκείνος αποφασίζει να την αναζητήσει ξανά.

Κινηματογραφική διασκευή του ομότιτλου διηγήματος του Άντον Τσέχοφ, που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών του 1960.

Μια αριστοκράτισσα από την επαρχία συναντά στη Γιάλτα στα τέλη του 19ου αιώνα έναν Μοσχοβίτη φιλόλογο, τον Ντμίτρι Γκούρωφ. Ανάμεσα στους δυο παντρεμένους ξεκινά ένας δεσμός, που μοιάζει προϊόν της ρομαντικής ατμόσφαιρας του παραθαλάσσιου θέρετρου. Η λογική επιβάλλει τη διάλυσή του με την επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα. Ωστόσο, ο Γκούρωφ διαπιστώνει πως αυτή η γυναίκα έχει κάτι, που δεν τον αφήνει να την ξεχάσει. Όταν οι διακοπές τελειώνουν, ο άντρας επιστρέφει στη Μόσχα και η γυναίκα στην άχαρη ζωή της μικρής επαρχιακής πόλης. Παρόλο που οι δύο ερωτευμένοι αποτολμούν κάποιες συναντήσεις, ουσιαστικά η σχέση τους είναι αδιέξοδη, χωρίς μέλλον και καταδικασμένη να σβήσει.

Ο Γιοσίφ Κέιφιτς, από τους πρωτεργάτες του ιστορικού ρεαλισμού, σκιαγραφεί με μαεστρία το πορτρέτο του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος είναι παγιδευμένος  στην ρουτίνα της καθημερινότητας. Η ταινία θεωρείται μια από τις πιο επιτυχημένες μεταφορές λογοτεχνικού  έργου στον κινηματογράφο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ





SHARE