The Holdovers

Οι ταινίες της εβδομάδας: Τα υποψήφια για Όσκαρ «Παιδιά του Χειμώνα» θα ζεστάνουν τις αίθουσες με μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία

Αυτή την εβδομάδα, τα υποψήφια για Όσκαρ «Παιδιά του χειμώνα» του Αλεξάντερ Πέιν, η βιογραφική ταινία του Μάικλ Μάν για τον θρυλικό Ένζο Φεράρι με τον Άνταμ Ντράιβερ, μια περιπέτεια με γυρίσματα και στη Θεσσαλονίκη και η καινούργια αισθηματική κομεντί της Μεγκ Ράιαν έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.

Τα Παιδιά του Χειμώνα (The Holdovers)

Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν

Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Ντα' Βάιν Τζόι Ράντολφ, Ντόμινικ Σέσα

Περίληψη: Σε ένα αμερικάνικο κολλέγιο της δεκαετίας του ‘70, ένας δύστροπος καθηγητής είναι υποχρεωμένος να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων  με τους εναπομείναντες σπουδαστές. Χωρίς να το θέλει, αναπτύξει μια απροσδόκητη σχέση με έναν από τους φοιτητές αλλά καιτη μαγείρισσα του κολλεγίου.

Η νέα ταινία του Αλεξάντερ Πέιν, που απέσπασε τις Χρυσές Σφαίρες Α' Ανδρικού και Β' Γυναικείου Ρόλου και είναι υποψηφία για πέντε Όσκαρ (μεταξύ των οποίων και αυτό της Καλύτερης Ταινίας).

Σε ένα αμερικάνικο κολλέγιο υψηλού κύρους της δεκαετίας του ’70, ένας αυστηρός  καθηγητής, που αρνείται να ανεβάσει τον βαθμό ενός μαθητή, του οποίου ο πατέρας είναι από τους μεγάλους  χορηγούς ιδρύματος, τιμωρείται από τον διευθυντή και έτσι υποχρεώνεται να παραμείνει στην πανεπιστημιούπολη κατά τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών του, για να προσέχει λίγους σπουδαστές του, οι οποίοι δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Ένας από αυτούς είναι ο Άνγκους Τάλι, του οποίου η μητέρα προτίμησε να φύγειγια μήνα του μέλιτος, παρά να περάσει στις διακοπές μαζί του. Στην παρέα τους θα προστεθεί και η Αφρικανοαμερικανή αρχιμαγείρισσα του κολεγίου, η οποία έχασε μόλις τον γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι τρεις τους, χωρίς να το περιμένουν, αναπτύσσουν μία ιδιαίτερη φιλία, που θα τους βοηθήσει να επουλώσουν τα τραύματά τους.

Ο ήδη βραβευμένος με Όσκαρ ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν («Nebraska», «Πλαγίως») θα βρεθεί και φέτος στην Απονομή της Ακαδημίας με μία δραμεντί, που είναι πολύ περισσότερα από μία οικογενειακή ταινία Χριστουγέννων. Αν και τα υλικά του Πέιν-διαφορετικοί χαρακτήρες, που συγκρούονται και βρίσκουν την αγάπη μέσα σε χριστουγεννιάτικο κλίμα -μοιάζουν κλισέ, ο ίδιος, εμπνευσμένος από μία ξεχασμένη ταινία του Μαρσέλ Πανιόλ του 1935, το «Merlusse», και με τη συνδρομή του Τζον Χέμινγκσον, στον οποίο ανέθεσε το σενάριο, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα χαρμολύπης, που η μελαγχολία και η εσωτερική μοναξιά των ηρώων του συνδυάζονται δεξιοτεχνικά με το βιτριολικό χιούμορ, αλλά και μια υπόκωφη οργή για τη μοίρα και τις επιλογές τους, φτάνοντας τελικά στη σωτηρία, που δεν είναι ένα ανέφελο happy end, αλλά μία βαθιά συνειδητοποίηση.

Ο υποψήφιος για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου Πολ Τζιαμάτι μετά από το «Πλαγίως» πλάθει μετη βοήθεια του Πέιν έναν ακόμα μισάνθρωπο, που απέχει συνειδητά- ή μήπως στερείται;- από το αμερικανικό όνειρο και χρησιμοποιεί τον κυνισμό ως όπλο. Η επίσης υποψήφια και μεγάλο φαβορί για το Όσκαρ Β’ γυναίκειου ρόλου Νταβάιν Τζόι Ράντολφ λειτουργεί ως αντίβαρο στη συγκρουσιακή σχέση των δύο ανδρών, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόμινικ Σέσα παραδίδειτο πορτραίτο ενός ευάλωτου εφήβου με χαρακτηριστικά ενήλικα.

Οι τρεις τους αποτελούν ένα απολαυστικό τρίγωνο «περιθωριακών», που ο Πέιν σκηνοθετεί, διατηρώντας το στυλ του ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70, χωρίς να θυσιάζει στον βωμό του ύφους την ουσία, και με μια αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια, χτυπάει στην καρδιά του θεατή, στην πιο ώριμη ταινία της καριέρας του.

Ferrari

Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν

Παίζουν: Άνταμ Ντράιβερ, Πενέλοπε Κρουζ, Τζακ Ο’ Κόνελ, Σαϊλίν Γούντλεϊ, Πάτρικ Ντέμπσι

Περίληψη: Το καλοκαίρι του 1967, ο πρώην οδηγός αγώνων αυτοκινήτων, Έντσο Φεράρι βρίσκεται σε κρίση. Με την εταιρεία του στα πρόθυρα της πτώχευσης και τον γάμο του να βιώνει την τραυματική απώλεια του ενός παιδιού, ο Φεράρι εναποθέτει την ελπίδατου σε έναν αγώνα δρόμου 1000 μιλίων, τον εμβληματικό Mille Miglia.

Ο Μάικλ Μαν ζωντανεύει στην οθόνη τη βιογραφία του Μπροκ Γέιτς «Enzo Ferrari: The Man, the Cars, the Races, the Machine» (1991), κάνοντας πραγματικότητα ένα σχέδιο είκοσι χρόνων.

To 1957 ήταν μια χρονιά σημαδιακή για τον εμβληματικό οδηγό των αγώνων και κολοσσό της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Έντσο Φεράρι. Η εταιρεία του βρισκόταν στο χείλος της πτώχευσης λόγω του ότι πωλήσεις δεν μπορούσαν να καλύψουν το μεγάλο κόστος των αγώνων, ενώ η προσωπική ζωή του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο: αποξενωμένος από την εκρηκτική του σύζυγο μετά από τον θάνατο του γιου τους, μαθαίνει ότι περιμένει παιδί από την κρυφή του ερωμένη. Και ενώ όλοι ετοιμάζονται πυρετωδώς για τον σημαντικό αγώνα Mille Miglia, εκείνος στην άκρη του γκρεμού, καλείται να βρει ισορροπίες, δοκιμάζοντας τις αντοχές του.

Μετά από οχτώ χρόνια απουσίας, ο Μαν («Ιnsider, «Miami Vice», «Collateral») επιστρέφει με μια πλούσια σε πληροφορίες βιογραφία ενός θρύλου, που όμως τελικά αποκαλύπτει ελάχιστα για τον χαρακτήρα του. Ο πραγματικός Φεράρι, σε αντίθεση με τον στυλιζαρισμένο και συγκρατημένο  Άνταμ Ντράιβερ, που έχει επικριθεί -και όχι άδικα- για την ιταλική του προφορά, ήταν άνθρωπος με πάθη, εξαρτημένος από το σεξ, κακότροπος με τους συνεργάτες του, γεμάτος ενοχές και πληγές, αλλά ευφυής.

Ο Αμερικάνος σκηνοθέτης όμως επιμένει περισσότερο στις προσωπικές του σχέσεις και στα γεγονότα, από τα οποία λείπουν οι δυναμικές συγκρούσεις, αφήνοντας στο περιθώριο το επιχειρηματικό του πνεύμα καιτις καινοτομίες που έφερε.Επιπλέον, η εξιδανικευμένη  εικόνα της μεταπολεμικής Ιταλίας στερούν από το όλο εγχείρημα το έντονα πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο ο Φεράρι βίωσε τόσο την άνοδο όσο και την πτώση.

Στις σκηνές όμως των αγώνων και κυρίως στην τελευταία σεκάνς του Mille Miglia, ο Μαν ανεβάζει στροφές και μαζί την αδρεναλίνη, χαρίζοντας μερικές στιγμές δράσης κι έντασης σε μία ταινία, που παρά τον ακριβό της προϋπολογισμό, δεν καταφέρνει να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα δεκάδες συμβατικά biopics.

Τι Συνέβη Μετά...  (What Happens Later)

Σκηνοθεσία: Μεγκ Ράιαν

Παίζουν: Μεγκ Ράιαν, Ντέιβιντ Ντουκόβνι

Περίληψη: Μετά από πολλά χρόνια, δύο πρώην σύντροφοι συναντιούνται τυχαία στο ίδιο αεροδρόμιο, αναπολούν και να εξετάζουν όλα όσα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

Oχτώ χρόνια μετά από το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με το «Ithaca[, η Μεγκ Ράιαν, βασισμένη στο επιτυχημένο θεατρικό έργο του Στίβεν Ντίετζ «Shooting Star», επιστρέφει στο είδος που την καθιέρωσε. Αυτή τη φορά όμως μέσα από την οπτική δύο ηρώων στη μέση, εάν όχι στην τρίτη ηλικία, που προσπαθούν να λύσουν το ακανθώδες ζήτημα των ανθρώπινων σχέσεων, το οποίο δεν είναι άλλο από το «τις πταίει».


Η Ράιν μπορεί να μη λέει κάτι καινούργιο πέρα από το ότι τελικά σε έναν χωρισμό ο καθένας έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης, όμως αντιμετωπίζει την ιστορία της με ευαίσθητη ματιά, χωρίς να εγκαταλείπει το χιούμορ και την αθωότητα, που την έστεψαν αδιαφιλονίκητη βασίλισσα των ρομαντικών κομεντί.

Από ένα σημείο και μετά όμως δεν βρίσκει τρόπο να εμβαθύνει στο θέμα της και να αποφύγειτις επαναλήψεις καιτη θεατρικότητα, παρά την επιμονή στις λεπτομέρειες, τις παύσεις και στις σιωπές που η ίδια και ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι υποστηρίζουν με άνεση, ούτε να μας οδηγήσει σε αυτή την ανάλαφρη ανάταση, που μας χάριζε η Νόρα Έφρον, στη μνήμη της οποίας έχει αφιερώσει και την ταινία.

Αποστολή στην Ελλάδα (The Bricklayer)

Σκηνοθεσία: Ρένι Χάρλιν

Παίζουν: Άαρον Εκχαρτ, Νίνα Ντομπρέφ, Τιμ Μπλέικ Νέλσον

Περίληψη: Κάποιος εκβιάζει τη CIA, δολοφονώντας ξένους δημοσιογράφους και κάνοντας τα εγκλήματα να φαίνονται ως ευθύνη της. Η υπηρεσία για να αποκαταστήσει τη φήμη της, πρέπει να επαναφέρει στη δράση τον πιο λαμπρό και επαναστάτη πράκτορά της από τη σύνταξη.

Action περιπέτεια, που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη με τη συμμετοχή Ελλήνων ηθοποιών.

Ένα μυστηριώδες πρόσωπο στήνει δολοφονίες ξένων δημοσιογράφων με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως η CIA φέρει την ευθύνη των θανάτων. Καθώς οι απώλειες αυξάνονται και η διεθνής κοινότητα στρέφεται εναντίον των ΗΠΑ, η μυστική υπηρεσία αποφασίζει να επαναφέρει στη δράση τον αποσυρμένο καλύτερο πράκτορά της, που πλέον  ουλεύει ως χτίστης, ώστε να λύσει την παράξενη υπόθεση, αναγκάζοντάς τον να αντιμετωπίσει το περίεργο παρελθόν του. Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ ξετυλίγεται μια διεθνή συνωμοσία.

Ο Φιλανδός Ρένι Χάρλιν («Βαρομετρικό Χαμηλό») παίρνει ένα αδιάφορο σενάριο, με μια εσάνς σεξισμού, που στερείται αληθοφάνειας και ρεαλισμού, και το διαχειρίζεται, επενδύοντας κυρίως στις σκηνές δράσης. Βέβαια, η παραγωγή δεν του επιτρέπει να κάνει και θαύματα, οπότε μόνο ο Θερμαϊκός και η όμορφη Θεσσαλονίκη προσδίδουν κάποιο ενδιαφέρον στην όλη ιστορία.

Για εμάς όμως τους Έλληνες θεατές έχει πλάκα το πώς οι ξένοι αντιμετωπίζουν τη χώρα μας, δηλαδή ως ένα έθνος μαχητικό και βαθιά αντιαμερικανικό, αφού και μέχρι και ο υπουργός Εξωτερικών Λεοντάρης, που υποδύεται ο Άκης Σακελλαρίου, δεν διστάζει να εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά του για τις τακτικές των ΗΠΑ.

Μαύρος Κότσυφας, Μαύρο Βατόμουρο( Blackbird Blackbird Blackberry)

Σκηνοθεσία: Ελένε Ναβεριάνι

Παίζουν: Έκα Τσαβλεϊσβίλι, Τεμίκο Τσιτσινάντζε, Άνκα Κχουρστίντζε

Περίληψη: Μια 48χρονη γυναίκα,που έχει περάσει όλη τη ζωή της πλήρως ανεξάρτητη σε ένα μικρό χωριό, ξαφνικά ερωτεύεται παθιασμένα και βρίσκεται σε ένα δίλημμα.

Αrthouse δράμα από τη Γεωργία, που απέσπασε το Βραβείο καλύτερης ταινίας και γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ του Σαράγεβο.

Η Ετέρο, μια 48χρονη γυναίκα που ζει σε ένα μικρό χωριό στη Γεωργία, δεν ήθελε ποτέ σύζυγο. Αγαπά την ελευθερία της όσο και τα κέικ της. Η επιλογή της να ζει μόνη της είναι η αιτία πολλών κουτσομπολιών μεταξύ των συγχωριανών της. Απροσδόκητα όμως ερωτεύεται με πάθος έναν διανομέα τροφίμων. Έτσι, ξαφνικά πρέπει να αποφασίσει αν θα ακολουθήσειτο συναίσθημά της, ή θα συνεχίσει μια ζωή ανεξαρτησίας.

Η ταλαντούχα Έλεν Ναβεριάνι αποτυπώνει τη ζωή της επαρχίας, που κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι, για να σχολιάσει τις κοινωνικές συμβάσεις και την πατριαρχία, που λειτουργούν ως φυλακή, αντιπαραβάλλοντας το πορτρέτο μιας γυναίκας, η οποία αντιστέκεται στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, αρνούμενη να δεχτεί την επίπλαστη ευτυχία ενός γάμου, ακόμη και τη μητρότητα.

Η κεντρική της ηρωίδα λοιπόν διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας και της προσωπικής της ευτυχίας, μακριά από μια ηθογραφική καταγραφή των παθογενειών μιας κλειστής συντηρητικής κοινωνίας. Η Γεωργιανή δημιουργός σε αυτό το χαμηλότοκο δράμα μέσα από τη διαδρομή  μιας γυναίκας στη μέση ηλικία, που κόντρα σε όλους και όλα τολμάει να είναι διαφορετική, αλλά και μια τολμηρή ερωτική ιστορία, υπογράφει μια ταινία χειραφέτησης, αποφεύγοντας τους αφορισμούς.

 Παίζεται ακόμα:

Γάτες στο Μουσείο (Cats in the Museum)

Σκηνοθεσία: Βασίλι Ροβένσκι

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Βαγγέλη Χαλκιαδάκη, Κώστα Αποστολίδη, Κώστα Τερζάκη, Χρήστου Λαγκούση, Τάσου Νταπαντά, Τάκη Σακελαρίου, Μυρτώς Ναούμ

Περίληψη: Μια γάτα και ο ποντικός φίλος της πρέπει να σώσουν τη Μόνα Λίζα.

Από τους δημιουργούς των επιτυχιών «H Εποχή των Παγετώνων 2» και «Μπάτε Σκύλοι Αλέστε» μία ξεκαρδιστική περιπέτεια για όλη την οικογένεια.

Μια νεαρή γάτα που ονομάζεται Βίνσεντ, πιάνει φιλίες με τον Μορίς, το ποντίκι, σε μια όχι και τόσο ιδανική συνθήκη: κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πλημμύρας.  Οι δυο τους θα καταφέρουν να ξεφύγουν μέσα σε ένα παλιό πιάνο, το οποίο όμως τελικά σώζεται από μια ομάδα ναυτικών και στέλνεται στο Ερμιτάζ, το θρυλικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης.

Εκεί, ο Βίνσεντ συναντά μια επίλεκτη ομάδα από γάτες, η οποία εδώ και χρόνια έχει αναλάβει να φυλάει από τρωκτικά και παράσιτα τα αριστουργήματα της τέχνης, που φιλοξενούνται στο μουσείο. Ο Βίνσεντ ονειρεύεται να βρει μια αληθινή γατοοικογένεια για να νιώσει ότι ανήκει κάπου, αλλά από την άλλη δεν θέλει να χάσει τον Μορίς, στον οποίο χρωστάει τη ζωή του. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα, αφού ο φίλος του έχει τη χειρότερη δυνατή αδυναμία: να ροκανίζει τα διασημότερα (και άρα νοστιμότατα!) έργα τέχνης.

Όλα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, όταν ένας από τους σπουδαιότερους πίνακες της ιστορίας, η Μόνα Λίζα ή Τζοκόντα, μεταφέρεται προσωρινά στο μουσείο. Είναι το όνειρο κάθε ποντικού να τον μασήσει και κάθε γάτας να τον προστατεύσει, ωστόσ ,κανείς δεν γνωρίζει ότι κάποιος σκοπεύει να τον κλέψει. Ο Βίνσεντ πρέπει να συγκεντρώσει το κουράγιο καιτην εξυπνάδα του για να σώσει το αριστούργημα του Ντα Βίντσι, να προστατεύσει τη φήμη του μουσείου και να κερδίσει την καρδιά της Κλεοπάτρας, μιας όμορφης γάτας από το αιγυπτιακό δωμάτιο.