Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Μπράντλεϊ Κούπερ επιστρέφει ως Λέοναρντ Μπερνστάιν στην ταινία Maestro
Αυτή την εβδομάδα, ο Μπράντλεϊ Κούπερ ρίχνει φως στη βιογραφίατου Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο Κεν Λόουτς υπογράφειτο κύκνειο άσμα του και ο Πιρς Μπρόσναν ερμηνεύειτην αληθινή ιστορία ενός βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Μαέστρος (Maestro)
Σκηνοθεσία: Μπράντλεϊ Κούπερ
Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Κάρεϊ Μάλιγκαν
Περίληψη: Η σχέση του διευθυντή ορχήστρας και συνθέτη Λέοναρντ Μπερνστάιν και της συζύγου του, Φελίσια Μοντεαλέγκρε.
Ο Μπράντλεϊ Κούπερ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον βίο και την πολιτεία του Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Έγινε ο πρώτος Αμερικανός διευθυντής ορχήστρας, ανατρέποντας την ως τότε παντοκρατορία των Ευρωπαίων μαέστρων, δοκιμάστηκε σχεδόν σε κάθε είδος μουσικής με απόλυτη επιτυχία, συνέθεσε μερικά από τα διασημότερα μιούζικαλ όλων των εποχών, όπως το «West Side Story», και κατάφερε να μεταμορφωθεί σε έναν ζωντανό θρύλο πολύ πριν από τον θάνατό του. Ο Μπερνστάιν ήταν αναμφίβολα μία διάνοια, που με το έργο του άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην παγκόσμια τέχνη.
Στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, ο Κούπερ, μετά από το «Ένα αστέρι γεννιέται», με τη συνδρομή του Στίβεν Σπίλμπεργκ και του Μάρτιν Σκορσέζε στην παραγωγή, καταπιάνεται με αυτή τη σπάνια μουσική μεγαλοφυΐα, πράγμα που ήθελε χρόνια τώρα, εστιάζοντας κατά βάση στη σχέση του με τη Χιλιανή ηθοποιό Φελίσια Μοντεαλέγκρε, με την οποία ο Μπερνστάιν απέκτησε τρία παιδιά και έζησε έναν μεγάλο έρωτα, παρόλο που ήταν ομοφυλόφιλος.
Εκείνη, γνωρίζοντας εξαρχής τις σεξουαλικές προτιμήσεις του,τον αποδέχτηκε όπως ήταν, και στάθηκε στο πλευρό του, με τη μοναδική απαίτηση να είναι διακριτικός. Όταν αυτή η συμφωνία παραβιάστηκε, η Φελίσια ακολούθησε τον δικό της δρόμο, όμως ο θάνατός της υπήρξε ισχυρό πλήγμα γιατον Μπερνστάιν, όπως εξομολογείται στην αρχή της ταινίας διά στόματος Κούπερ σε μια από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις και σε μεγάλη πλέον ηλικία.
Στη συνέχεια, ο χρόνος γυρίζει πίσω και μέσα από μια έξυπνη εναλλαγή ασπρόμαυρης και έγχρωμης εικόνας, παρακολουθούμε την άνοδό του στην κορυφή, αλλά καιτην πολύπλοκη σχέση του με τη σύζυγό του, με ενδιαφέρουσες μουσικοχορευτικές σεκάνς να αποτυπώνουν το πώς «το καλοκαίρι τραγουδούσε μέσα του», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, εμπνέοντας τα έργα του.
Από ένα σημείο κα μετά όμως, ο Αμερικανός σταρ, που για τις ανάγκες του ρόλου φόρεσε και μια πρόσθετη μύτη ,γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις -μάλλον χωρίς ιδιαίτερο λόγο, καθώς η εμφάνισή του δεν προσβάλειτην εβραϊκή κοινότητα- αφήνεται περισσότερο στο μελοδραματικό στοιχείο και λιγότερο στο κομμάτι της μουσικής. Ακολουθώντας κατά βάση την οπτική της Φελίσια, που ερμηνεύει συγκινητικά η Κάρεϊ Μάλιγκαν, ο Κούπερ κάνει μία εντυπωσιακή αρχή, δημιουργώντας προσδοκίες για μια ανατρεπτική βιογραφία, που τελικά παραμένει στα πλαίσια ενός τυπικού οικογενειακού δράματος, αδικώντας όμως έτσι το μέγεθος του καλλιτέχνη Μπερνστάιν.
Η Τελευταία Παμπ (The Old Oak)
Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς
Παίζουν: Ντέιβ Τέρνερ, Έμπια Μάρι
Περίληψη: Η «Παλιά Βελανιδιά» είναι η τελευταία παμπ, ο μοναδικός δημόσιος χώρος σε μια κοινότητα πρώην ανθρακωρύχων, που παρακμάζει εδώ και τρι'αντα χρόνια. Ο ιδιοκτήτης της Μπαλαντάιν παλεύει να την κρατήσει ανοιχτή, αλλά τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν η παμπ γίνεται αντικείμενο έριδας μετά από την άφιξη κάποιων Σύριων προσφύγων.
Ίσως η τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς, που ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών.
Η «Παλιά Βελανιδιά» είναι η μοναδική παμπ, που έχει απομείνει σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Αγγλίας, το οποίο σταδιακά ερημώνει, καθώς τα ορυχεία που έδιναν δουλειά στους κατοίκους έχουν κλείσει, υποχρεώνοντάς τους να μεταναστεύσουν. Τότε προκύπτει μια νέα απροσδόκητη ευκαιρία για την αναγέννηση του τόπου, όταν εξαιτίας των φτηνών διαθέσιμων σπιτιών, έρχονται να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες από τη Συρία. Αρκετοί είναι αυτοί που βλέπουν με μισό μάτι τους νεοαφιχθέντες, όμως ο ιδιοκτήτης της «Παλιάς βελανιδιάς», ο Τι Τζέι αναπτύσσει μία φιλία με τη νεαρή Γιάσα, που είναι φωτογράφος. Κάπως έτσι αποφασίζει να ανοίξει μία αίθουσα, που κρατούσε κλειστή για χρόνια, διοργανώνοντας συσσίτια για ντόπιους και Σύριους, θεωρώντας ότι το φαγητό μπορεί να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά.
Σταθερά προσανατολισμένος στο κοινωνικό σινεμά που υπηρετεί, ο Λόουτς με τον μόνιμο σεναριογράφο του Πολ Λάβερτι, αυτή τη φορά αφήνουν κατά μέρος τα προβλήματα της εργατικής τάξης και στρέφονται στο προσφυγικό ζήτημα αποκαλύπτοντας όχι μόνο τα κακώς κείμενα της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στο θέμα, αλλά και των ίδιων των πολιτών, που αντιμετωπίζουν με μισαλλοδοξία τους ξένους .
Ο Λόουτς και ο Λάβερτι όμως δεν μιλούν για αυτούς με οίκτο και λύπηση, αντίθετα τους παρουσιάζουν ως αληθινούς ανθρώπους με ενέργεια και διάθεση να χτίσουν ένα καινούργιο αύριο. Και αυτό είναι που διαχωρίζει αυτή την ταινία από τις πολλές, που έχουμε δει σε σχέση με το ζήτημα. Μπορεί μεν το μελοδραματικό στοιχείο να μη λείπει, ούτε και κάποιες απλοϊκές διαπιστώσεις,όμως σε αυτή την τελευταία του ταινία, όπως άφησε να εννοηθεί ο Λόουτς, ο αγνός ουμανισμός του και η ελπίδα ότι η συνύπαρξη είναι εφικτή, υπάρχουν σε κάθε πλάνο, δημιουργώντας ένα όμορφο παραμύθι, που στόχο έχει να ευαισθητοποιήσει τον θεατή.
Αγάπη, Ζωή (Love Life)
Σκηνοθεσία: Κότζι Φουκάντα
Παίζουν: Φουμίνο Κιμούρα, Κέντο Ναγκαγιάμα, Άτομ Σουνάντα
Περίληψη: Η Ταέκο και ο σύζυγός της, Χίρο, ζουν μια ήσυχη καθημερινότητα με τον γιο τους, Κέιτα. Ένα τραγικό ατύχημα όμως φέρνει τον πατέρα του αγοριού Παρκ, πίσω στη ζωή τους.
Το υπαρξιακό δράμα του Κότζι Φουκάντα («Harmonium», «A Girl Missing»), που διεκδίκησε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.
Τα συναισθηματικά όρια μιας μητέρας φτάνουν στα άκρα, όταν μετά από τον τραγικό χαμό τους γιου της, ο κωφός και άστεγος πρώην άντρας της επανέρχεται στη ζωή της, ζητώντας βοήθεια. Εκείνη προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πόνο και τις ενοχές της, αποφασίσει να τον βοηθήσει ωστόσο πλέον δοκιμάζεται σοβαρά η σχέση με τον νυν σύντροφό της.
Το πώς μια απώλεια λειτουργεί καταλυτικά στη σχέση ενός ζευγαριού καιτο οδηγεί σταδιακά στην αποξένωση, αλλά και η διαδικασία ίασης είναι ο βασικός άξονας του Ιάπωνα δημιουργού, ο οποίος με ακίνητα πλάνα και έναν διάχυτο λυρισμό, αφηγείται την ιστορία του, απευθυνόμενος κυρίως σε ένα φεστιβαλικό κοινό. Όμως, οι αργόσυρτοι ρυθμοί του και η μελαγχολική ατμόσφαιρα, που δομεί, σε σημεία διακόπτεται από κάποιες έντονες δραματικές εξάρσεις οι οποίες μοιάζουν αταίριαστες με το υπόλοιπο κλίμα, δημιουργώντας μια αμηχανία, που τελικά δεν λειτουργεί δραματουργικά.
Ο Τελευταίος Στρατιώτης (The Last Rifleman)
Σκηνοθεσία: Τέρι Λόουν
Παίζουν: Πιρς Μπρόσναν, Τζον Έιμος, Κλεμάνς Ποεζί
Περίληψη: Ένας βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το σκάει από ένα γηροκομείο στη Βόρεια Ιρλανδία και κάνει ένα συναρπαστικό ταξίδι μέχρι τη Γαλλία για να παρευρεθεί στον εορτασμό της 75ης επετείου από την απόβαση στη Νορμανδία.
Ο Πιρς Μπρόσναν πρωταγωνιστεί στην αληθινή ιστορία ενός υπερήλικα βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου πολέμου,
Ένας ηλικιωμένος άντρας που πολέμησε στην απόβαση στη Νορμανδία, το σκάει από γηροκομείο της Βορείου Ιρλανδίας μετά από τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, για να παρευρεθεί στην επέτειο 75 χρόνων από τη στρατιωτική επέμβαση. Ωστόσο, θα πρέπει να βρει το κουράγιο για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Στη διαδρομή του θα συναντήσει έναν νεαρό, που τον βοηθάει στις πρακτικές δυσκολίες, μία Γαλλίδα και μία οδηγό φορτηγού, ενώ ένας ρεπόρτερ βρίσκεται στο κατόπι του, αναζητώντας το μεγάλο λαυράκι, που θα τον κάνει διάσημο.
Βασισμένος στην πραγματική περίπτωση του Μπέρναρντ Τζόρνταν, του τελευταίου επιζήσαντα από την απόβαση στη Νορμανδία, που ενέπνευσε και το «The Great Escaper» του Όλιβερ Πάρκερ με τους Μάικλ Κέιν και Γκλέντα Τζάκσον, ο Τέρι Λόουν φτιάχνει ένα γλυκόπικρο road movie, χωρίς μεγάλες εντάσεις και εκπλήξεις, που δεν του λείπει η τρυφερότητα.
Ο Πιρς Μπρόσναν, μεταμορφωμένος και γερασμένος για τις ανάγκες του ρόλου, δίνει μία υποδειγματική ερμηνεία, που σε άλλες περιπτώσεις θα τον έβαζε εύκολα στη shortlist για τα Όσκαρ, αλλά δυστυχώς η ταινία έχει παιχτεί ήδη σε τηλεοπτικό δίκτυο στο εξωτερικό, γεγονός που μάλλον θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τα μέλη της Ακαδημίας
Thanksgiving
Σκηνοθεσία: Ελάι Ροθ
Παίζουν: Πάτρικ Ντέμπσι, Άντισον Ρέι, Μίλο Μανχάιμ
Περίληψη: Ένας μυστηριώδης κατά συρροή δολοφόνος τρομοκρατεί τους κατοίκους της Μασαχουσέτης το βράδυ της Black Friday. Ωστόσο, σταδιακά αποκαλύπτεται πως αυτός ο μπαμπούλας, ο οποίος έχει εμπνευστεί από τη Μέρα των Ευχαριστιών, εκτελεί ένα περίπλοκο διαβολικό σχέδιο.
Χριστουγεννιάτικο horror από τον Ελάι Ροθ («Hostel», «Cabin Fever»).
Κατά τη διάρκεια μιας ημέρας Black Friday, που καταλήγει σε τραγωδία, ένας μυστηριώδης δολοφόνος εμπνέεται από τη Μέρα των Ευχαριστιών και τρομοκρατεί τη Μασαχουσέτη. Διαλέγοντας έναν έναν τους κατοίκους, αυτό που αρχικά μοιάζει με τυχαίες δολοφονίες εκδίκησης, γρήγορα αποκαλύπτεται πως είναι μέρος ενός μεγαλύτερου, διαβολικού σχεδίου. Θα αποκαλύψει η πόλη τον δολοφόνο πριν από τις γιορτές, ή θα καταλήξουν όλοι καλεσμένοι στο διεστραμμένο εορταστικό του δείπνο;
Ο ηθοποιός Ελάι Ροθ, που συστήθηκε στο κοινό και ως σκηνοθέτης horror films, με αφορμή τον υπερκαταναλωτικό πνεύμα των Αμερικανών, που καταλήγει στα όρια της θηριωδίας, προσπαθεί να φτιάξει ένα αντικαπιταλιστικό σχόλιο μεταχειριζόμενος τη συνταγή του slaser. Δυστυχώς, η κριτική του διάθεση εξαντλείται γρήγορα, δίνοντας τη θέση της σε μία κακόγουστη απεικόνιση της βίας, όπου όλοι χαρακτήρες, οι οποίοι δεν είναι και άγιοι, εξολοθρεύονται από έναν εκδικητή-τιμωρό, τα κίνητρα του οποίου επεξηγούνται απλοϊκά και γρήγορα.
Παίζονται ακόμα:
Γάζα (Gaza)
Σκηνοθεσία: Γκ;aρι Κιν, Aντριου ΜακΚόνελ
Περίληψη: Ένα κινηματογραφικό πορτρέτο των κατοίκων της Γάζας, μέσα από τις καθημερινές ασχολίες τους, που δείχνουν πώς η ζωή συνεχίζεται πλάι στα συντρίμμια ενός αδιάκοπου πολέμου.
Ντοκιμαντέρ για τη ζωή στην Παλαιστίνη, πού ήταν και η επίσημη πρόταση της Ιρλανδίας για τα Όσκαρ (2020).
Δύο έφηβοι από τα αντίθετα άκρα του κοινωνικού χάσματος της Γάζας, ο Κάρμα και ο Αχμέντ, ζουν την καθημερινότητά τους. Στο αυτοσχέδιο σπίτι του Αχμέτ, ζει η μεγαλύτερη οικογένεια της περιοχής με 14 γιους, 22 κόρες, έναν πατέρα και τρεις συζύγους. Λιγότερο από 10 μίλια μακριά, το πολυτελές διαμέρισμα του Κάρμα, μαζί με τη φιλελεύθερη μητέρα του, τον παραδοσιακό πατέρα και τις τρεις αδερφές της, αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία.
Ο Αχμέντ δεν κοιτάζει πέρα από τη Γάζα για τους στόχους της ζωής του και ονειρεύεται να γίνει μεγάλος ψαράς. Από την άλλη, ο Κάρμα ατενίζει τη θάλασσα και θρηνεί για τις απρόσιτες ευκαιρίες, που γνωρίζει ότι βρίσκονται πέρα από αυτή.
Ελεύθεροι από το κλισέ του ρεπορτάζ ειδήσεων, οι δυο δημιουργοί αποκαλύπτουν έναν τόπο ομορφιάς μέσα στην καταστροφή, μέσα από τις ζωές των πολιτών της Γάζας,που ζουν τις ζωές πέρα από τα ερείπια της αιώνιας σύγκρουσης. Παράλληλα, ένας θεατρικός σκηνοθέτης που ανεβάζει μια παραγωγή για τις κοινωνικές διαφορές στη Λωρίδα, ένας ταξιτζής, ένας εστιάτορας στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου και δυο δίδυμες γυναίκες, διοργανώτριες γάμων, δίνουν τη δική τους εικόνα για τη Γάζα και του λαού της.
Ένα Ταξίδι για Πάπιες (Migration)
Σκηνοθεσία: Μπενζαμέν Ρενέρ
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Φοίβου Ριμένα, Στεφανίας Φιλιάδη, Μάριου Χρυσομάλλη, Δανάης Νικολάτου, Χάρη Γρηγορόπουλο, Αγγελου Λιάγκου, Λίλας Μουτσοπούλου, Βίνας Παπαδοπούλου, Πέγκυς Μανωλά, Θάνου Λέκκα, Μάγκυς Χαραλαμπίδου
Περίληψη: Μια οικογένεια από πρασινοκέφαλες πάπιες ξεκινάει ένα παράτολμο ταξίδι, που θα της μάθει πολλά.
Animation με πρωταγωνιστές μια αξιαγάπητη οικογένεια παπιών.
Μία οικογένεια από πρασινοκέφαλες πάπιες έχει βαλτώσει σε μία λίμνη της Νέας Αγγλίας. Ενώ ο μπαμπάς Μακ χαίρεται, που έχει την οικογένεια του ασφαλή σε ένα μέρος, η μαμά Παμ λαχταράει να ταράξει τα νερά και να δείξει στα παιδιά της – τον έφηβο γιο Νταξ και τη μικρότερη κόρη Γκουέν – ολόκληρο τον κόσμο. Όταν μία οικογένεια από αποδημητικές πάπιες αποβιβάζεται στη λίμνη τους, με συναρπαστικές ιστορίες από μέρη μακρινά, η Παμ πείθει τον Μακ να φύγουν για ένα δύσκολο ταξίδι με προορισμό την τροπική Τζαμάικα και μια ενδιάμεση στάση στη Νέα Υόρκη.
Καθώς όμως η οικογένεια φτάνει στον Νότο για τον χειμώνα, τα σχέδια τους ανατρέπονται. Έτσι, θα αναγκαστούν να διευρύνουν τους ορίζοντές τους, να ανοιχτούν σε νέες φιλίες, και να μάθουν απρόσμενα πράγματα ο ένας για τον άλλον, αλλά και για τον ίδιο τους τον εαυτό.