O Θορ επιστρέφει για μια ακόμα περιπέτεια, με νέους αντιπάλους και μια γοητευτική σύμμαχο
Αυτή την εβδομάδα, ο Κρις Χέμσγουορθ επιστρέφει στον ρόλο του Θορ, ο Ζανγκ Γιμού φτιάχνει τη δική του «ερωτική επιστολή» στον κινηματογράφο και η Βιρτζινί Εφιρά πρωταγωνιστεί σε ένα ψυχολογικό θρίλερ με χιτσκοκικές επιρροές.
Thor: Love and Thunder
Σκηνοθεσία: Τάικα Γουαϊτίτι
Παίζουν: Κρις Χέμσγουορθ, Νάταλι Πόρτμαν, Κρις Πρατ, Κρίστιαν Μπέιλ, Σαμ Νιλ
Περίληψη: Ο Θορ διανύει μια διαφορετική περίοδο και πλέον το μόνο που αναζητά είναι η εσωτερική του γαλήνη. Ένας γαλαξιακός φονιάς όμως, γνωστός ως Γκορ, επιδιώκει την εξαφάνιση των Θεών. Για να αντιμετωπίσει την απειλή, ο Θορ ζητά τη βοήθεια του Κοργκ και της πρώην φίλης του, Τζέιν Φόστερ, η οποία -προς έκπληξή του- χειρίζεται ανεξήγητα καλά το μαγικό σφυρί του, Μγιόλνιρ.
O Θορ επιστρέφει υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τάικα Γουαϊτίτι και γίνεται ο πρώτος από τους «Avengers» που αποκτάει τέσσερις δικές του ταινίες.
Αυτή τη φορά, ο Σκανδιναβός θεός έχει αποφασίσει να βρει την εσωτερική του ηρεμία, οπότε απέχει από την ενεργό δράση. Ο έρωτας και ο χωρισμός του από την Τζέιν Φόστερ του έμαθε πολλά και του ξύπνησε αισθήματα που δεν ήξερε πως υπάρχουν. Όταν όμως ο σατανικός Γκορ, γνωστός και ως Σφαγέας των Θεών, βάζει στόχο να εκδικηθεί το σύμπαν, ο Θορ δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξαναπιάσει το μαγικό του τσεκούρι, αφού το σφυρί του, το θρυλικό Μγιόλνιρ έχει χαθεί, και να πετάξει στον γαλαξία. Θα εκπλαγεί όμως, όταν ανάμεσα στους συντρόφους του δει και την Τζέιν ως Mighty Thor. Κι ενώ ο Δίας φαίνεται απρόθυμος να επέμβει στα των θνητών, εκείνος με την παρέα του κάνουν τα πάντα για να εμποδίσουν τον Γκορ να φτάσει στις πύλες της Αιωνιότητας, όπου κάθε ευχή του μπορεί να εκπληρωθεί.
Ο Τάικα Γουαϊτίτι επιστρέφει με τη γνωστή του τρέλα στο σύμπαν της ΜCU, πείθοντας και τον Κρις Χέμσγουορθ να υποδυθεί για τέταρτη φορά τον γνωστό υπερήρωα. Ανακατεύοντας την σκανδιναβική και την ελληνική μυθολογία με διάθεση παρωδίας, ο Νεοζηλανδός δημιουργός επιστρατεύει το χιούμορ του και κάνει κυρίως πλάκα, σώζοντας στο παρά πέντε ένα απίστευτα προβλέψιμο σενάριο. Η κατάθλιψη του Θορ και η αποκαθήλωση του υπερηρωικού κόσμου θυμίζει σε σημεία τη λογική των Μόντι Πάιθον, χωρίς όμως το καυστικό πολιτικό τους σχόλιο. Αντίθετα, εδώ ο χαβαλές υπερισχύει, με μόνο τον Κρίστιαν Μπέιλ στον ρόλο του πληγωμένου κακού να προσπαθεί να διατηρήσει έναν κάπως πιο μαρβελικό τόνο σε αυτό τον φαντεζί κόσμο, που με το ζόρι προσπαθεί να χωρέσει και να χωνεύσει όλες τις σύγχρονες τάσεις -διαφορετικότητα, γυναίκεια χειραφέτηση κ.λπ.- για να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο.
Η χαμένη σκηνή (Yi Μiao Ζhong/One Second)
Σκηνοθεσία: Ζανγκ Γιμού
Παίζουν: Γι Ζανγκ, Χάοσουν Λιου, Γουέι Φαν
Περίληψη: Κίνα, Πολιτιστική Επανάσταση. Ένας κρατούμενος αποδρά από το στρατόπεδο εργασίας μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει τα Επίκαιρα στον κινηματογράφο. Όμως ένα ορφανό κορίτσι έχει κλέψει το καρούλι της ταινίας. Εν τω μεταξύ, οι χωρικοί περιμένουν ανυπόμονα να αρχίσει η προβολή.
Η λογοκριμένη νέα ταινία του Ζανγκ Γιμού είναι αφιερωμένη στη μεγάλη του αγάπη: το σινεμά.
Το 2019 η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του Κινέζου δημιουργού, που μετά από μια σειρά επικών ταινιών, επιστρέφει με ένα άκρως προσωπικό φιλμ, θα συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου. Η προβολή όμως ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω «τεχνικών προβλημάτων», σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση. Η αλήθεια βέβαια είναι πως μάλλον η «Χαμένη Σκηνή» απαγορεύτηκε, μιας και στην πρώτη της εκδοχή τουλάχιστον φαίνεται πως αποτύπωνε τη φτώχεια που έφερε η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Ο Γιμού ξαναβρέθηκε στην έρημο με τους ηθοποιούς -προφανώς για γυρίσματα- και σίγουρα το φιλμ που έφτασε σε εμάς σήμερα δεν είναι ακριβώς αυτό που ήθελε να κάνει, πλην όμως υπηρετεί την αρχική του πρόθεση, που δεν είναι άλλη από το να στείλει τη δική του ερωτική επιστολή στην τέχνη που υπηρετεί χρόνια τώρα.
Ένας κατάδικος λοιπόν σε ένα στρατόπεδο εργασίας στην απομονωμένη βορειοδυτική Κίνα, προς το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, όταν το σινεμά στη χώρα ήταν από τα ελάχιστα πολιτιστικά ερεθίσματα για τα πλήθη, αποδρά με μοναδικό σκοπό να παρακολουθήσει την κόρη του στα Επίκαιρα του κινηματογράφου. Στη διαδρομή του προς το κοντινό χωριό συναντά ένα άστεγο κορίτσι, που θέλει απεγνωσμένα το καρούλι της ταινίας και σχεδιάζει να το κλέψει με κάθε κόστος. Το αινιγματικό καρούλι, που γίνεται μήλο της έριδος ανάμεσά τους, τελικά θα τους οδηγήσει σε μια ιδιαίτερη φιλία.
Ο Γιμού, αντλώντας υλικό από τα κινηματογραφικά έθιμα της Κίνας του '70 και αξιοποιώντας τα εντυπωσιακά τοπία της ερήμου, μιλάει για τη μαγεία του σινεμά που σε κάνει να αντέχεις μια άνυδρη καθημερινότητα, αλλά και την ανυπέρβλητη δύναμή του, που μπορεί να ενώσει δυνάστες και καταπιεζόμενους, ή να γίνει ελπίδα και πάθος.
Ταυτόχρονα, μέσα σε αυτή την κινηματογραφική μέθεξη, αντιμετωπίζει ένα ακόμα θέμα που φαίνεται πως τον στοιχειώνει: την πατρότητα -ο ίδιος έχει μια κόρη με την οποία είναι αποξενωμένοι εδώ και χρόνια. Έτσι, με βασικό του άξονα δυο σημαντικά κεφάλαια της ζωής του φτιάχνει ένα συγκινητικό δράμα, στον δρόμο που χάραξε ο Ιταλός συνάδερφός του Τζουζέπε Τορνατόρε με το «Σινεμά ο παράδεισος», συνδυάζοντας το χιούμορ με μια γλυκόπικρη μελαγχολία, σαν αυτή που αφήνει πάντα μια καλή ταινία στο φινάλε της.
Το μυστικό της Μαντλίν Κόλινς (Madeleine Collins)
Σκηνοθεσία: Αντουάν Μπαρό
Παίζουν: Βιρζινί Εφιρά, Κιμ Γκουτιέρες, Μπρουνό Σαλομόν, Ζακλίν Μπισέ
Περίληψη: Μια μεταφράστρια, εκμεταλλευόμενη τη φύση της δουλειάς της που της επιβάλλει να ταξιδεύει συχνά, ζει μια διπλή ζωή. Έτσι, έχει δύο άντρες και δύο οικογένειες: τον Αμπντέλ στην Ελβετία και τον Μελβίλ στη Γαλλία. Καθώς είναι εγκλωβισμένη στα μυστικά της και βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στα ψέματα, η ζωή της αρχίζει να καταρρέει.
Ο Αντούαν Μπαρό σκηνοθετεί τη Βιρτζινί Εφιρά σε ένα ψυχολογικό θρίλερ, γεμάτο ανατροπές και αποκαλύψεις.
Ανατρέποντας τα στερεότυπα, που θέλουν τους άνδρες να ζουν παράλληλες ζωές και να καλύπτονται πίσω από την επαγγελματική τους ιδιότητα, ο Μπαρό βάζει μια γυναίκα να βρίσκεται σε αυτό το δίπολο. Η Ζουντίτ λοιπόν μοιράζεται ανάμεσα στη Γαλλία και τον Μελβίλ με τον οποίο έχει δυο γιους, και την Ελβετία όπου ζει με τον Αμπντέλ και τη μικρή τους κόρη. Ως μεταφράστρια, αναγκάζεται συχνά να ταξιδεύει, οπότε συνεχώς εφευρίσκει δικαιολογίες για να συντηρεί την περίεργη συνθήκη που έχει επιλέξει. Κάποια στιγμή όμως θα αναγκαστεί να βρεθεί προ των ευθυνών της και τότε όλες οι ισορροπίες που νομίζει πως έχει βρει ανατρέπονται δραματικά.
Με σκηνοθετική μαεστρία ο Μπαρό, μετά από μια καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή, που δημιουργεί ερωτηματικά, ακολουθώντας τα χνάρια του Χίτσκοκ δομεί το σασπένς λεπτό το λεπτό, σε αυτό το στιβαρό ψυχολογικό θρίλερ, που δεν χορταίνεις να βλέπεις. Οι απαντήσεις τόσο για τα πρακτικά θέματα αυτής της περίεργης κατάστασης, όπως το πώς έχει δικαιολογήσει η Ζουντίτ μια εγκυμοσύνη, όσο και τα βαθύτερα κίνητρά της δίνονται αργά και βασανιστικά, όπως βασανιστική είναι και η διαίρεση της κεντρικής ηρωίδας, που ερμηνεύει υποδειγματικά η Βιρτζίνια Εφιρά, ίσως στον καλύτερο ρόλο της καριέρας της.
Θεέ μου, τι σου κάναμε; 3(Qu'est-ce qu'on a tous fait au bon Dieu?)
Σκηνοθεσία: Φιλίπ ντε Σοβερόν
Παίζουν: Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί, Εμιλί Καέν, Αλίς Νταβίντ, Αρί Αμπιτάν, Μεντί Σαντούν
Περίληψη: Ο Κλοντ και η Μαρί σύντομα θα συμπληρώσουν σαράντα χρόνια γάμου. Για να γιορτάσουν την περίσταση, οι τέσσερις κόρες τους οργανώνουν ένα πάρτι έκπληξη, προσκαλώντας η καθεμία τα πεθερικά της.
Τρίτο μέρος για τη γνωστή γαλλική κωμωδία, που γνώρισε τεράστια επιτυχία και στη χώρα μας.
Με αφορμή την επέτειο των σαράντα χρόνων του γάμου του Κλοντ και της Μαρί, οι τέσσερις κόρες τους αποφασίζουν να διοργανώσουν ένα πάρτι, στο οποίο οι γονείς τους θα ανανεώσουν τους όρκους αγάπης τους. Φυσικά από ένα τέτοιο γεγονός δεν θα μπορούσε να λείψει σύσσωμη η multiculti οικογένεια, που ακόμη αποτελεί εφιάλτη για τον Κλοντ. Κι ενώ τα πεθερικά από όλα τα μέρη του πλανήτη καταφτάνουν στη Γαλλία, με τις δικές τους απαιτήσεις, ένας θεότρελος Γερμανός συλλέκτης προστίθεται στο ήδη βεβαρυμμένο κλίμα, φέρνοντας μεγάλη αναστάτωση.
Ακόμα ένα επεισόδιο της οικογένειας, που έχει αρχίσει να χάνει τη σπιρτάδα της -αν ποτέ είχε- και αναλώνεται πια σε άνευρες περιπέτειες, φορτωμένες με ένα σωρό υπερβολές και ρατσιστικές αιχμές. Ο Φιλίπ ντε Σοβερόν για ακόμα μια φορά χωρίς τακτ επαναλαμβάνει παλιομοδίτικα αστεία και κλισέ μιας τυπικής οικογενειακής κομεντί, για να καταλήξει, αφού φτηνά έχει ειρωνευτεί καθετί το διαφορετικό, σε ένα κοινότυπο φινάλε, το οποίο αποθεώνει τους παραδεδομένους θεσμούς.
Επαναπροβολές:
Ασανσέρ Για Δολοφόνους (Ascenseur pour l' Echafaud)
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ
Παίζουν: Ζαν Μορό, Μορίς Ρονέ, Ζορζ Ποζουλί, Φελίξ Μαρτέν, Λίνο Βεντούρα, Ζαν-Κλοντ Μπριαλί
Περίληψη: Ο Ζουλιέν δολοφονεί τον σύζυγο της ερωμένης του. Φεύγοντας όμως από το τόπο του εγκλήματος παγιδεύεται στο ασανσέρ. Κι ενώ εκείνη τον αναζητά στο νυχτερινό Παρίσι, ένα νεαρό ζευγάρι, που έχει κλέψει το αυτοκίνητό του, μπλέκεται σε μια υπόθεση φόνου.
Το αριστούργημα του Λουί Μαλ, μια από τις πιο κλασικές γαλλικές ταινίες και προπομπός της Nouvelle Vague, επιστρέφει σε επανέκδοση.
Ο Ζουλιέν, ένας πρώην αλεξιπτωτιστής, που έχει τιμηθεί με αρκετά μετάλλια κατά τη διάρκεια του πολέμου, δουλεύει για έναν έμπορο όπλων, με τη σύζυγο του οποίου, τη Φλοράνς, διατηρεί κρυφή ερωτική σχέση. Σε συνεννόηση μαζί της, θα προσπαθήσει να σκοτώσει το αφεντικό του, αλλά για κακή του τύχη θα κλειστεί στο ασανσέρ για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Ο Ζουλιέν κάνει τελικά τον φόνο, γυρνώντας όμως στο αυτοκίνητό του συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει ένα σημαντικό ενοχοποιητικό στοιχείο. Ένα ζευγάρι νέων θα κλέψουν το αυτοκίνητο και θα μπλέξουν σε μια ιστορία φόνου, ενοχοποιώντας τον Ζουλιέν, ενώ η Φλοράνς τον αναζητά απεγνωσμένα στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού.
Ο εικοσιτετράχονος τότε Λουί Μαλ με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ανανεώνει τους κανόνες του νουάρ, συστήνοντας ταυτόχρονα στο ευρύ κοινό τη μοναδική Ζαν Μορό. Η ακαταμάχητη απεικόνιση της γαλλικής πρωτεύουσας και το θρυλικό πλέον τζαζ σάουντρακ του Μάιλς Ντέιβις συμπληρώνουν αυτό το υπνωτιστικό, κλειστοφοβικό θρίλερ, που έμελλε να σημαδέψει το γαλλικό σινεμά, ορίζοντας ταυτόχρονα όλα όσα ενώνουν και χωρίζουν τον Λουί Μαλ από την επερχόμενη έκρηξη του «Νέου Κύματος».
Το μαχαίρι στο νερό (Nóż w wodzie./ Knife in the Water)
Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι
Παίζουν: Λέον Νιέμτσικ, Γιολάντα Ουμέκα, Ζίγκμουντ Μελάνοβιτς
Περίληψη: Ένας νεαρός φοιτητής ακολουθεί ένα παντρεμένο ζευγάρι σε μια εκδρομή με το σκάφος τους. Ανάμεσα στους δυο άνδρες όμως θα αναπτυχθεί ένας έντονος ανταγωνισμός με επίκεντρο τη μοναδική γυναίκα της συντροφιάς.
Η πρώτη ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι από το μακρινό 1962, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και έδωσε στην Πολωνία την πρώτη της υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο Αντρέι, ένας επιτυχημένος τριανταεξάρης, με τη γυναίκα του Κριστίν αποφασίζουν να απολαύσουν το Σαββατοκύριακό τους, κάνοντας μια εκδρομή με το ιστιοπλοϊκό τους. Στο δρόμο προς το σκάφος όμως συναντούν έναν νεαρό φοιτητή, που ο Αντρέι επιπόλαια καλεί μαζί τους. Ο νεαρός, εντυπωσιασμένος δέχεται, αποφεύγοντας να αντιδράσει στις συνεχείς προσβολές του Αντρέι. Αρχικά, ο ανταγωνισμός τους περιορίζεται στο λεκτικό επίπεδο, ή σε ανόητες επιδείξεις και συμβολικά παιχνίδια με ένα μαχαίρι. Γρήγορα όμως η σύγκρουσή τους παίρνει άλλες διαστάσεις, όταν και οι δυό προσπαθούν να εντυπωσιάσουν την όμορφη Κριστίν. Μια απρόσμενη καταιγίδα τελικά τους αναγκάζει να στριμωχτούν κάτω από το κατάστρωμα, αλλά σύντομα η ένταση κλιμακώνεται ανεξέλεγκτα.
Η μοναδική πολωνική ταινία του Πολάνσκι, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ένα ερωτικό ψυχολογικό θρίλερ,προμήνυε τη γέννηση ενός σημαντικού δημιουργού, πρωτοπόρου για την εποχή του. Κι αυτό γιατί η ιστορία ενός τυπικού ερωτικού τριγώνου στα χέρια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Πολάνσκι αποκτάει πολλαπλές διστάσεις και μπορεί να ερμηνευτεί τόσο με ταξικούς όσο και καθαρά ψυχαναλυτικούς όρους. Με τρεις χαρακτήρες, ένα σκηνικό και τους ευρηματικούς διαλόγους του Γέρζι Σκολιμόφσκι, ο σπουδαίος auteur με χειρουργική ακρίβεια και αξιοθαύμαστη οικονομία φτιάχνει ένα αιχμηρό πολυεπίπεδο σχόλιο πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις, υπογράφοντας ένα από τα καλύτερα σκηνοθετικά ντεμπούτο που έγιναν ποτέ.