Minamata

O Τζόνι Ντεπ ξορκίζει τους προσωπικούς του δαίμονες μέσα από τη βιογραφία του φωτογράφου Γιουτζίν Σμιθ

Αυτήν την εβδομάδα, ο Τζόνι Ντεπ προσπαθεί να επανέλθει στα κινηματογραφικά πράγματα μέσα από τη βιογραφία του φωτογράφου Γιουτζίν Σμιθ, ο Τομ Χάρντι ξαναβάζει τη στολή του Venom και η Τζασμίλα Ζμπάνιτς ρίχνει φως στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Επίσης, μια ιδιαίτερη δραμεντί από τη Γαλλία που εντυπωσίασε στις Κάννες κι ένα ιταλικό φεμινιστικό δράμα, λουσμένο στον σικελικό ήλιο, έρχονται στις αίθουσες.

Μιναμάτα (Minanata)

Σκηνοθεσία: Άντριου Λέβιτας

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Χιρογιούκι Σανάντα, Μινάμι, Μπιλ Νάι, Τζουν Κουνιμούρα

Περίληψη: Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να έχει τελειώσει και οι φωτογραφίες του από τα μέτωπα των μαχών του Ειρηνικού να έχουν καθορίσει την εικόνα που είχε το αμερικάνικο κοινό για τον πόλεμο, ο Γιουτζίν Σμιθ έχει αποτραβηχτεί από την ενεργό δράση και την κοινωνία. Μέχρι που ένας φίλος του προτείνει να φωτογραφίσει για λογαριασμό του περιοδικού «Life» τις επιπτώσεις που έχει στους κατοίκους η σταθερή δηλητηρίαση των νερών από τα απόβλητα ενός χημικού εργοστασίου στη Μιναμάτα της Ιαπωνίας.

O Τζόνι Ντεπ ξορκίζει τους προσωπικούς του δαίμονες μέσα από τη βιογραφία του φωτογράφου Γιουτζίν Σμιθ.

Ο Σμιθ έχει χαρακτηριστεί ως «ίσως ο πιο σημαντικός Αμερικάνος φωτογράφος στην ανάπτυξη του εκδοτικού φωτογραφικού δοκιμίου». Με τις φωτογραφίες του καθόρισε την εικόνα που είχε η αμερικανική κοινή γνώμη για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως από ένα σημείο και μετά βυθίστηκε στην κατάθλιψη και στο αλκοόλ. Αρχές της δεκαετίας του ’70, στα γυρίσματα ενός διαφημιστικού, που έκανε για οικονομικούς λόγους, γνώρισε την Αϊλίν από την Ιαπωνία, η οποία αργότερα έγινε και σύζυγός του. Εκείνη του μίλησε για την πόλη Μινιμάτα, όπου τα τοξικά απόβλητα του εργοστασίου της Chisso Corporation είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, εξαιτίας του νευρολογικού συνδρόμου, που ονομάστηκε «σύνδρομο Μινιμάτα» κι έβλαπτε σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού. Θεωρώντας ως μόνο ένας σημαντικός φωτογράφος, όπως ο Σμιθ, θα μπορούσε να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σε αυτό το άγνωστο θέμα, τον πείθει να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και να καταγράψει την κατάσταση. Εκείνος με την υποστήριξη του περιοδικού «Life» πραγματικά μετέβη στη χώρα και αφού δέχτηκε την επίθεση των εργαζομένων του εργοστασίου, που του στέρησε ένα μεγάλο μέρος της όρασής του, απαθανάτισε μια σύγχρονη οικολογική τραγωδία.

Σε μια εποχή που το οικολογικό ζήτημα είναι πρώτο στην παγκόσμια ατζέντα, η επιλογή του Λέβιτας να ασχοληθεί με την περίπτωση της Μιναμάτα είναι παραπάνω από επίκαιρη και σημαντική. Συνεπής ως προς τις προθέσεις του και βασισμένος στο βιβλίο της Αϊλίν Σμιθ αφηγείται τη διαδρομή του θρυλικού φωτογράφου στη Μινιμάτα, χωρίς εκπλήξεις μεν αλλά με καθαρή καρδιά. Με τη συνδρομή του Μπενουά Ντελόμ στη διεύθυνση φωτογραφίας φτιάχνει μια σειρά από εικόνες υψηλής αισθητικής -με αποκορύφωμα την αναπαράσταση της συγκλονιστικής φωτογραφίας με τίτλο «Tomoko Uemura in Her Bath»- που υποστηρίζονται από τη μαγική μουσική του Ρουίτσι Σακαμότο, αλλά συχνά δεν αποφεύγει ο το μελοδραματικό στοιχείο και τον ακαδημαϊσμό.

Παρόλα αυτά, το μήνυμα που θέλει να στείλει είναι ξεκάθαρο και μαζί του ο Τζόνι Ντεπ που έχει επιστρέψει στον ρεαλισμό, αφήνοντας στην άκρη το γκροτέσκ στιλ που τον καθιέρωσε στα blockbusters, δίνει μια δυνατή ερμηνεία, που λειτουργεί και σαν προσωπική του απολογία, αφού μέσα από την ειλικρίνεια του Σμιθ βρίσκει την αφορμή να παραδεχτεί τα δικά του λάθη, που του έχουν στοιχίσει την καριέρα του.

Kβο Βάντις, Άιντα; (Quo Vadis, Aida?)

Σκηνοθεσία: Τζασμίλα Ζμπάνιτς

Παίζουν: Γιάσνα Ντούρισιτς, Ιζουντίν Μπαζροβιτς, Μπόρις Ισάκοβιτς

Περίληψη: Καλοκαίρι του 1995. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία από τον στρατό της Σερβίας, η Άιντα εργάζεται ως διερμηνέας για τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών, που βρίσκονται στην περιοχή για τη διατήρηση της ειρήνης. Καθώς ο κλοιός πολιορκίας της πόλης σφίγγει, θα πρέπει να πάρει αποφάσεις ζωής και θανάτου για τον εαυτό της και την οικογένειά της.

Η Τζασμίλα Ζμπάνιτς («Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ») επιστρέφει σε ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός συγκλονιστικού πολιτικού θρίλερ, που ήταν και υποψήφιο για το Όσκαρ ξένης ταινίας.

Μια δασκάλα αγγλικών, η Άιντα, εργάζεται ως διερμηνέας του ΟΗΕ στο ολλανδικό στρατόπεδο, το καλοκαίρι του 1995, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία από τον σερβικό στρατό. Με τον άνδρα της και τους δυο γιους της διαμένει στη βάση και αναγκάζεται να μεταφράζει στους συμπατριώτες της εντολές που ξέρει πως θα τους κοστίσουν τη ζωή. Την ώρα που οι δυνάμεις του Μιλόσεβιτς εφορμούν στην πόλη, δίνεται διαταγή εκκένωσης της βάσης, όμως εκείνη γνωρίζοντας πως έξω από αυτή καραδοκεί ο θάνατος, κάνει τα πάντα για να πείσει τους ανώτερούς της να κρατήσουν την οικογένειά της μαζί της.

Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα αλλά και στη μαρτυρία του δημοσιογράφου και διερμηνέα Χασάν Νουχάνοβιτς, η Ζμπάνιτς παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο: να πραγματευτεί ένα σύγχρονο ιστορικό θέμα, χωρίς να έχουν περάσει πολλά χρόνια από το γεγονός, πράγμα που θεωρείται πως θα εξασφάλιζε μια πιο αντικειμενική θεώρηση. Κι όμως παρά το γεγονός ότι η ίδια κουβαλάει ζωντανές τις μνήμες και το τραύμα αυτής της τραγωδίας, καταφέρνει να διατηρήσει καθαρή ματιά και να δομήσει ένα σφιχτοδεμένο πολιτικό θρίλερ, που παρά το γεγονός πως όλοι ξέρουμε την κατάληξή του, έχει σασπένς και αγωνία από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό.

Η προσωπική Ιστορία της Άιντα και το δράμα του λαού της Βοσνίας συναντιούνται σε αυτό το χρονικό ενός προμελετημένου εγκλήματος, για το οποίο όπως τολμηρά λέει η Ζμπάνιτς έχει ευθύνη και ο ΟΗΕ, αποκαλύπτοντας όχι μόνο όλες τις παραμέτρους του ίδιου του γεγονότος, αλλά τελικά το πολιτικό παρασκήνιο πίσω από κάθε πόλεμο.

Ταυτόχρονα, όμως εστιάζει στον ανθρώπινο πόνο, αποφεύγοντας το μελόδραμα μέσα από τον ωμό ρεαλισμό, καταγράφει μοναδικά σκληρές εικόνες, όπως αυτή που οι γυναίκες της Βοσνίας αναζητούν τους δικούς τους ανάμεσα σε σκελετούς, και συνθέτει τελικά μια σημαντική ιστορική ταινία. Πολύτιμη σύμμαχός της η ηθοποιός Γιάσνα Τζούρισιτς, που με την ερμηνεία της αποκαλύπτει το δίλημμα ενός ανθρώπου μπροστά στην Ιστορία μέσα από μια απολύτως γυναικεία- και μαζί μητρική- προσέγγιση του χαρακτήρα της Άιντα.

Μόνη με τα όνειρά της (Picciridda - Con i Piedi nella Sabbia/Alone with Her Dreams)

Σκηνοθεσία: Πάολο Λικάτα

Παίζουν: Τάνια Μπαμπάτσι, Κάτια Γκρέκο, Μάρτα Καστίλια

Περίληψη: Τέλη της δεκαετίας του 1960 και η εντεκάχρονη Λουτσία μένει πίσω με τη γιαγιά της, Μαρία, ενώ οι γονείς της μεταναστεύουν στη Γαλλία για να βρουν δουλειά. Η μικρή προσπαθεί να καταλάβει τον ρόλο της ανάμεσα στους κατοίκους του παραδοσιακού όσο και ειδυλλιακού χωριού στη Σικελία, υπό την άγρυπνη καθοδήγηση της αυστηρής γιαγιάς της. Όμως, η παιδική της αθωότητα χάνεται υπό το βάρος ενός αποτρόπαιου οικογενειακού μυστικού, για το οποίο η νεαρή κοπέλα θα πληρώσει βαρύ τίμημα.

Το δυναμικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Πάολο Λικάτα είναι μια σκληρή ιστορία ενηλικίωσης με φόντο τον Ιταλικό Νότο.

Η εντεκάχρονη Λουτσία μεγαλώνει στη Σικελία, που στενάζει από τη φτώχεια. Οι γονείς της αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στη Γαλλία για να βρουν δουλειά, αφήνοντάς την πίσω με την αυστηρή γιαγιά της. Στο μικρό χωριό που μένει πια, η Λουτσία ανακαλύπτει μια καινούργια φίλη, ονειρεύεται το μέλλον της και μαθαίνει μια σκληρή αλήθεια για την οικογένειά της, καθώς και τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.

Ο εξαθλιωμένος ιταλικός Νότος των προηγούμενων δεκαετιών και οι προκαταλήψεις που βασάνισαν γενιές γυναικών αποτελούν αγαπημένο θέμα της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας, και δη της Έλενα Φεράντε που έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή γύρω από τις σκληρές περιπέτειες ενηλικίωσης νεαρών κοριτσιών. Στο ίδιο ακριβώς κλίμα κινείται και η Κατένα Φιορέλο με το μυθιστόρημα «Picciridda», στο οποίο βασίζεται ο Λικάτα. Αξιοποιώντας το σκληρό και λουσμένο στο φως τοπίο της Σικελίας και των νησιών Αιγάδι όπου έγιναν τα γυρίσματα, και ακολουθώντας τα χνάρια του ιταλικού νεορεαλισμού, φτιάχνει ένα σκοτεινό παραμύθι, που πρωταγωνιστεί η γυναικεία φύση και ψυχή. Γυναίκες μόνες, σκληραγωγημένες, πονεμένες, ευάλωτες, μητέρες και κόρες, που ζουν κάτω από τη σκιά μιας ανελέητης πατριαρχίας, κρύβοντας τις πληγές τους και τα τραύματά τους κάτω από τον ήλιο, τολμούν να συνεχίζουν, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, βρίσκοντας τη δική τους λύτρωση.

Γκαγκάριν (Gagarine)

Σκηνοθεσία: Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουίλ

Παίζουν: Αλσενί Μπατιλί, Λινά Κουντρί, Ζαμίλ Μακρέιβεν

Περίληψη: Ο δεκαεξάχρονος Γιούρι, που έχει το όνομα του Σοβιετικού κοσμοναύτη, προσπαθεί να σώσει το σπίτι και τη γειτονιά του, που κι αυτή ονομάζεται Γκαγκάριν, από την κατεδάφιση.

Ένα δυναμικό σκηνοθετικό ντεμπούτο που εντυπωσίασε στις Κάννες, οδηγώντας τον διευθυντή του Φεστιβάλ, Τιερί Φρεμό, να του πλέξει το εγκώμιο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ένα από τα οικιστικά συγκροτήματα που περιβάλλουν το Παρίσι ονομάστηκε «Γιούρι Γκαγκάριν», προς τιμήν του πρώτου ανθρώπου που πήγε στο Διάστημα. Μάλιστα, ο Σοβιετικός κοσμοναύτης πήγε στη Γαλλία και εγκαινίασε το φιλόδοξο συγκρότημα των 370 διαμερισμάτων. Με ην πάροδο των χρόνων όμως, η γειτονία παρακμάζει, το συγκρότημα πρόκειται να κατεδαφιστεί και οι ένοικοί του το εγκαταλείπουν.

Όχι όμως και ο νεαρός Γιούρι, που μεγαλώνοντας σχεδόν μόνος του, ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης κι έχει φτιάξει μέσα στο συγκρότημα το δικό του καταφύγιο, που μοιάζει με διαστημόπλοιο. Αποφασισμένος να σώσει το σπίτι του, στην ουσία διεκδικεί τη δική του θέση σε έναν κόσμο σκληρό, αλλά και το δικαίωμά του να ονειρεύεται.

Η Λιατάρ και ο Τουίλ αφηγούνται την ιστορία ενός σύγχρονου «Μικρού πρίγκιπα» από τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Πόλης του Φωτός, που αγωνίζεται για τον δικό του πλανήτη, αναμειγνύοντας την επιστημονική φαντασία με τον λυρισμό, και τον ρεαλισμό του ντοκιμαντέρ με τον σουρεαλισμό. Έτσι συνθέτουν ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό ποίημα, που ξεχειλίζει από ομορφιά και κοιτάει πάντα προς τα αστέρια, όπως κάνει και ο Γιούρι με το τηλεσκόπιό του. Ποιητικές εικόνες συνδυάζονται με αρχειακό υλικό, συνοδεύοντας μια τρυφερή περιπέτεια ενηλικίωσης, που δείχνει την άλλη πλευρά του περιθωρίου και με γλυκόπικρη διάθεση αποκαλύπτει τις ταξικές ανισότητες μιας κατά τα αλλά ευημερούσας κοινωνίας.

Kι αύριο, ο κόσμος όλος

(Und morgen die ganze Welt /And Tomorrow Τhe Entire World)

Σκηνοθεσία: Γιούλια φον Χάιντς

Παίζουν: Μάλα Έμντε, Ανδρέα Λουστ, Νόε Σαβέντρα

Περίληψη: Η Λουίζα, πρωτοετής φοιτήτρια Νομικής, ξεκόβει από το συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον της και γίνεται μέλος σε ένα αντιφασιστικό κοινόβιο. Καθώς οι διαφωνίες ανάμεσα στους πιο μετριοπαθείς και στους θερμόαιμους ως προς τη δράση φουντώνουν, η Λουίζα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο ερώτημα: η βία δικαιολογείται στη μάχη κατά του φασισμού;

Πολιτικό αντιφασιστικό θρίλερ, που αποτέλεσε την επίσημη πρότασητης Γερμανίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας 2021.

Η Λουίζα είναι μια νεαρή κοπέλα, που κατάγεται από παλιά αριστοκρατική οικογένεια με τίτλους ευγενείας. Με την είσοδό της στο πανεπιστήμιο του Μανχάιμ γνωρίζεται με μια αντιφασιστική οργάνωση που εναντιώνεται στον νέο-ναζισμό και μπαίνει σ' ένα κοινόβιο. Μέσα στην ομάδα όμως υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τον τρόπο δράσης: οι πιο μετριοπαθείς υποστηρίζουν την ειρηνική οδό κι άλλοι θεωρούν πως η βία αντιμετωπίζεται μόνο με βία. Ενώ η Λουίζα ερωτεύεται έναν από τους συντρόφους της, βρίσκεται σε ένα ηθικό δίλημμα και πρέπει να αποφασίσει αν ο αγώνας κατά του φασισμού έχει όρια.

Η Γιούλια φον Χάιντς ανοίγει ένα θέμα-φωτιά για τη Γερμανία, την άνοδο του νεο-ναζισμού, και μπαίνοντας στους κόλπους της αντιφασιστικής δράσης καταγράφει τον κύκλο της βίας με ωμό ρεαλισμό, κρούοντας ταυτόχρονα τον κώδωνα του κινδύνου. Γι’ αυτό αν και τοποθετεί τη δράση της στο Μανχάιμ, δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν σε κάθε πόλη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, υπογραμμίζοντας έτσι ότι το κύμα του νέο-ναζισμού δεν περιορίζεται μόνο στη Γερμανία.

Ταυτόχρονα, μέσα από την πορεία της Λουίζας, που εναντιώνεται στο τακτοποιημένο και συντηρητικό της περιβάλλον, για να βρεθεί στη συνέχεια στη δύσκολη θέση να επιλέξει ανάμεσα στην ιδεολογία και την ηθική, θέτει όχι μόνο πολιτικά αλλά και υπαρξιακά ζητήματα σχετικά με το τι είναι σωστό και λάθος. Ενώ όμως η βασική πρόθεση της Χάιντς είναι η ενεργοποίηση σχετικά με τον ναζισμό και τις ολέθριες συνέπειές του, από ένα σημείο και μετά η αντικειμενική της ματιά πάνω στο φαινόμενο, αποκτά μια στρατευμένη διάθεση, που περιορίζει τελικά τον στοχασμό της.

Venom 2 (Venom: There Will Be Carnage)

Σκηνοθεσία: Άντι Σέρκις

Παίζουν: Τομ Χάρντι, Γούντι Χάρελσον, Μισέλ Γουίλιαμς, Ναόμι Χάρις

Περίληψη: Η συμβίωση του δημοσιογράφου Έντι Μπροκ με τον εξωγήινο παρασιτικό οργανισμό που ακούει στο όνομα Venom συνεχίζεται. Οι δυο τους θα έρθουν αντιμέτωποι με την απειλή του Carnage, ενός εξωγήινου παρασιτικού οργανισμού αντίστοιχου του Venom, που έχει ως ξενιστή έναν παρανοϊκό serial killer.

Ίσως ο πιο αποτυχημένος καλλιτεχνικά ήρωας της Marvel, που όμως σάρωσε προ τριετίας στο box-office, επιστρέφει για να αντιμετωπίσει έναν παρανοϊκό αντίπαλο.

Ο Έντι Μπορκ έχει πλέον μάθει να συμβιώνει με τον Venom και οι δυο τους έχουν συνάψει μία αμήχανη συμμαχία, που δεν είναι όμως καθόλου εύκολη. Η σχέση τους κλονίζεται ακόμα πιο πολύ, όταν ο Έντι προσπαθώντας να ανακάμψει επαγγελματικά, εξασφαλίζει μια συνέντευξη με τον κατά συρροή δολοφόνο Κλίτους Κάσαντι. Όταν μέρος του συμβιωτή εισχωρεί στον Κάσαντι, λίγο πριν από την εκτέλεσή του, ο επικίνδυνος εγκληματίας γίνεται ξενιστής για τον Cannage, έναν γόνο ακόμα μεγαλύτερο, πιο μοχθηρό και κακόβουλο.

Σε σύγκριση μετην πρώτη ταινία εδώ έχουμε μια υποτυπώδη πλοκή και κυρίως τον Άνταμ Σέρκις που αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία, βελτιώνοντας σημαντικά παλιότερες αστοχίες με όπλο του το χιούμορ. Η λογική του b-movie φυσικά διατηρείται, υπάρχουν και μερικές ωραίες σκηνές μαχών που φλερτάρουν με το παραμύθι, αλλά μην περιμένετε και θαύματα. Πάντως, ο Τομ Χάρντι έχει εξελίξει τον διπλό του ρόλο και μαζί του ο Γούντι Χάρελσον αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Αν πάντως την επιλέξετε, μείνετε και μετά τους τίτλους για ένα extra hint.

Η ανάμνηση (Memoria)

Σκηνοθεσία: Απιτσατπόνγκ Βιρασετακούν

Παίζουν: Τίλντα Σουίντον, Ελκίν Ντιάζ, Ζαν Μπαλιμπάρ

Περίληψη: Mια Σκοτσέζα που καλλιεργεί ορχιδέες ταξιδεύει στην Κολομβία για να επισκεφτεί την άρρωστη αδελφή της. Κάθε βράδυ, ο ύπνος της διακόπτεται από όλο και πιο δυνατούς, επαναλαμβανόμενους θορύβους και οράματα, που μοιάζουν να θέτουν την ταυτότητά της υπό αμφισβήτηση.

Η νέα ταινία του Απιτσατπόνγκ Βιρασετακούν με την Τίλντα Σουίντον, που κέρδισε το Βραβείο Κριτικής στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και αποτελεί πρόταση της Κολομβίας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Η Τζέσικα ζει στη Σκωτία και ασχολείται με την ανθοκομία. Όταν επισκέπτεται την αδελφή της στην Μπογκοτά, αρχίζει να ακούει παράξενους ήχους, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου της. Η συνεχής επανάληψη του φαινομένου την οδηγεί σε μια αναζήτηση της προέλευσής τους με τη βοήθεια ενός ερημίτη.

Ο Ταϊλανδός auteur πηγαίνει στην Κολομβία και μέσα από ένα σινεφιλικό μυσταγωγικό ταξίδι ζητάει από τον θεατή να συμμετέχει με τις αισθήσεις του και όχι με τη λογική, και να βυθιστεί όπως και η Τζέσικα, σε έναν υπαρξιακό λαβύρινθο, αναζητώντας το άγνωστο. Εξαιρετικό soundtrack και μια από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές σκηνές των τελευταίων χρόνων, όπου η Τίλντα Σουίντον αφουγκράζεται τον Χρόνο, αποδεικνύουν ότι ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετακούν είναι από αυτούς τους σκηνοθέτες που μπορούν να φλερτάρουν με το υποσυνείδητο και να συνθέτουν όχι μόνο ταινίες, αλλά κινηματογραφικές εμπειρίες.

Δεν Υπάρχει Κακό (Sheytan Vojud Nadarad /There Is No Evil)

Σκηνοθεσία: Μοχάμαντ Ρασούλοφ

Παίζουν: Εσάν Μιροσεινί, Σαγκαχιέγκ Σουριάν, Καβέ Αχανγκάρ Αλιρεζά Ζαρεπαράστ

Περίληψη: Τέσσερις άντρες, τέσσερις ιστορίες χωρισμένες σε κεφάλαια, συνθέτουν την εικόνα της άκαμπτης πολιτικής πραγματικότητας του σύγχρονου Ιράν και κάνουν ένα καυστικό σχόλιο για το σύστημα.

Μια βαθιά πολιτική ταινία από τον Μοχάμαντ Ρασούλοφ(«Ένας Ακέραιος Άνθρωπος»), που τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, αν και ο τιμωρημένος από το καθεστώς του Ιράν δημιουργός δεν μπόρεσε να παραλάβει το βραβείο του, μιας και δεν του επιτρέπεται η έξοδος από τη χώρα.

Το εικοσιτετράωρο ενός μεσήλικα άντρα με την οικογένειά του μέχρι να ξαναπιάσει δουλειά. Η κρίσιμη νύχτα ενός στρατιώτη, που έχει αποφασίσει να μην εκτελέσει το καθήκον του. Η τριήμερη άδεια ενός αλλού, που επισκέπτεται την αρραβωνιαστικιά του για τα γενέθλιά της. Η εβδομάδα ενός αγρότη-γιατρού της επαρχίας, που αλλάζει όταν τον επισκέπτεται η ανιψιά του από τη Γερμανία. Μέσα από τέσσερις βινιέτες, ο σπουδαίος Μοχάμαντ Ρασούλοφ, που του έχει απαγορευτεί να σκηνοθετεί, αποτυπώνει τη σκληρή πολιτική πραγματικότητα ενός απολυταρχικού καθεστώτος.

Με βασικό άξονα τη θανατική ποινή, που στο Ιράν είναι ακόμα νόμιμη- μάλιστα οι περισσότεροι από τους εκτελεσθέντες δεν είναι ποινικοί κατάδικοι, αλλά «εχθροί» του συστήματος και «επικίνδυνοι τρομοκράτες»- ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης καταγράφει τις διαδρομές απλών ανθρώπων με ευαισθησίες και όνειρα, που βρίσκονται αντιμέτωποι με το «κακό» και καλούνται να επιλέξουν.

Μιας και ο ίδιος δεν έχει την άδεια να κάνει γυρίσματα, η σπονδυλωτή δομή τον βοήθησε να πραγματοποιήσει την ταινία του με τη βοήθεια του συνεργείου και των ηθοποιών του, που πολλές φορές αναγκάζονταν εκ των συνθηκών να δουλεύουν υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Έτσι, η κάθε ιστορία διατηρεί το δικό της ύφος, όμως όλες μαζί συνθέτουν μια θαρραλέα αλληγορία, όπου το «κακό» ταυτίζεται με την πολιτική πραγματικότητα του Ιράν, μέσα από την οποία ο Ρασούλοφ στέλνει το δικό του μήνυμα για τη δύναμη της αδιαπραγμάτευτης καλλιτεχνικής έκφρασης και ελευθερίας.

Παίζεται ακόμα:

Ο Ρον χάλασε (Ron's Gone Wrong)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Φιλίπ Βάιν, Σάρα Σμιθ

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Ευάγγελου Καζλαρή, Ράντου Πουϊάνου, Χρήστου Θάνου, Έφης Θανοπούλου, Θοδωρή Σμέρου

Περίληψη: Οι ξεκαρδιστικές δυσλειτουργίες ενός ρομπότ στην εποχή των social media, μπλέκουν τον Μπάρνεϊ και τον Ρον σε ένα γεμάτο δράση ταξίδι μέσα από το οποίο ένα αγόρι και ο καινούργιος φίλος του, ανακαλύπτουν το νόημα της αληθινής τους φιλίας.

Μια συγκινητική και ξεκαρδιστική ιστορία, που μέσα από την ιδιότυπη φιλία μεταξύ ενός γυμνασιόπαιδου και του ελαττωματικού του ρομπότ, μιλάει για τη διαφορετικότητα, στέλνοντας ένα επίκαιρο μήνυμα.

Στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης, η ζωή του Μπάρνεϊ, ενός συμπαθητικού, αλλά κοινωνικά αδέξιου μαθητή γυμνασίου, είναι δύσκολη. Μέχρι που αποκτά τον Ρον, μία υπερσύγχρονη, ομιλούσα ψηφιακή συσκευή, που συστήνεται ως «ο Καλύτερος φίλος του, έτοιμος για χρήση». Οι δυο τους όμως δεν έχουν τίποτα κοινό. Αν και αρχικά ο Μπάρνεϊ πιστεύει ότι οι προσευχές του όταν ο μπαμπάς και η γιαγιά του τού αγόρασαν ένα Μπι Μποτ έτοιμο για χρήση, τελικά απογοητεύεται, καθώς το ρομπότ λειτουργικά είναι σαν να του πήραν το καλύτερο κινητό, που απλώς αποδείχθηκε ένα τηλέφωνο με τεράστια πλήκτρα για ηλικιωμένους.

Ο Ρον δεν έχει κανένα πρόγραμμα που θα τον έκανε ένα σπουδαίο τρόπαιο ανάμεσα στους συμμαθητές του Μπάρνεϊ. Δεν έχει ιδέα τι αρέσει και τι δεν αρέσει στον ιδιοκτήτη του και δεν ξέρει τι σημαίνει φιλία. Λέει τα λάθος πράγματα, εξωθεί τον Μπάρνεϊ σε γελοίες και αμήχανες καταστάσεις και μοιάζει με κινούμενο εφιάλτη. Μόνο όταν ο Μπάρνεϊ αποφασίσει να του διδάξει πώς είναι ένας σωστός κολλητός, τότε αρχίζει μία βαθιά και ουσιαστική σχέση μεταξύ τους. Οι δυσλειτουργίες όμως του Ρον τούς μπλέκουν σε μια γεμάτη δράση συναρπαστική περιπέτεια, που θα τους μάθει τι είναι η αληθινή φιλία.