Πρεμιέρες: Ένας gay έρωτας στις φυλακές της μεταπολεμικής Γερμανίας
Αυτή την εβδομάδα, η Χάλι Μπέρι ταξιδεύει στη Σελήνη για να σώσει τη Γη, ο υπέροχος Φραντς Ρογκόφσκι ζει μια ανορθόδοξη ιστορία αγάπης κόντρα στον σκοταδισμό υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σεμπάστιαν Μάιζε και μια arthouse ταινία βάζει τη Μάλτα στον κινηματογραφικό χάρτη.
Μεγάλη Απόδραση (Grosse Freiheit/ Great Freedom)
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Μάιζε
Παίζουν: Φραντς Ρογκόφσκι, Γκέοργκ Φρίντριχ, Άντον Φον Λούκε, Τόμας Πρεν
Περίληψη: Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Χανς σώθηκε από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο και μόνο για να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Το έγκλημά του; Είναι ομοφυλόφιλος. Εξαιτίας της Παραγράφου 175, η οποία ορίζει την ομοφυλοφιλία όχι απλά ως διαστροφή, αλλά ως ποινικό αδίκημα, η επιθυμία του για ελευθερία καταστρέφεται συστηματικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη σταθερή σχέση στη ζωή του είναι εκείνη με τον επί σειρά ετών συγκρατούμενό του, τον Βίκτορ, έναν καταδικασμένο δολοφόνο.
Μια ανορθόδοξη ιστορία αγάπης, που κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Αυστρίας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Στη Δυτική Γερμανία μετά από τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χανς, ένας άνδρας που έχει περάσει από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, συλλαμβάνεται σε ένα ανδρικό αποχωρητήριο και καταδικάζεται σε φυλάκιση, σύμφωνα με την περίφημη Παράγραφο 175 του γερμανικού Συντάγματος, που από τον 19ο αιώνα έως το 1994 θεωρούσε αξιόποινη πράξη την ομοφυλοφιλία. Έκτοτε μπαινοβγαίνει στις φυλακές, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με τους συγκρατούμενούς του, μέχρι που γνωρίζει τον Βίκτορ, έναν εξαρτημένο χρήστη και ισοβίτη δολοφόνο, στο πρόσωπο του οποίου θα βρει την αγάπη.
Ακολουθώντας μια μη γραμμική αφήγηση ο Σεμπάστιαν Μάιζε («Still Life») καταγράφει τις διαδρομές του Χανς σε κελιά, μπαρ και δημόσιες τουαλέτες, που αναζητάει επαναστατικά τον έρωτα, παλεύοντας τα στερεότυπα ως καταραμένος ποιητής κάποιου άλλου αιώνα. Παράλληλα, η εμπειρία του ήρωα στα ναζιστικά στρατόπεδα, που δεν διαφέρει και πολύ από τα σωφρονιστικά ιδρύματα μιας ευνομούμενης δημοκρατίας, δημιουργεί σαφείς συσχετισμούς γύρω από το ζήτημα της διαφορετικότητας και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα.
Αυτή η περιπλάνηση στον χρόνο σκοπίμως δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, με αποτέλεσμα συχνά να μην αποσαφηνίζεται σε ποια περίοδο της ζωής του Χανς βρισκόμαστε, ούτε για ποιον λόγο ακριβώς έχει καταδικαστεί σε κάθε περίπτωση. Αυτή η προμελετημένη ασάφεια εξυπηρετεί τη βασική πρόθεση του Μάιζε που δεν είναι άλλη από το να αποδείξει πως ο σκοταδισμός δεν είναι γέννημα μόνο μιας εποχής, αλλά τελικά γίνεται μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, όσο κι αν θεωρητικά προοδεύουμε- έξοχη η σκηνή που οι κρατούμενοι παρακολουθούν την προσελήνωση.
Δουλεύοντας με κλειστά κάδρα, ο Αυστριακός σκηνοθέτης αιχμαλωτίζει τους ήρωές του, όπως η κοινωνία τούς φυλάκισε πίσω από τα κάγκελα, και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό και εντελώς ανδροκρατούμενο περιβάλλον, καταφέρνει να δημιουργήσει πηγές φωτός, που προκύπτουν από τα βλέμματα και τον αισθησιασμό των σωμάτων τους, είτε όταν κάνουν έρωτα στα βρώμικα στρώματά τους, είτε όταν αναζητούν την τρυφερότητα στα καταγώγια, που είναι καταδικασμένοι να ζουν, οδηγώντας τον Χανς σε μια ανορθόδοξη επιλογή, που τον λυτρώνει.
Η καφκική επαναληπτικότητα όμως που επιλέγει, αν και ενδιαφέρουσα δραματουργικά, δεν θα άντεχε μέχρι τέλους, αν δεν την υποστήριζε με κάθε του ανάσα ο εξαιρετικός Φραντς Ρογκόφσκι, που δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της νέας γενιάς.
Tο Σκαρί (Luzzu)
Σκηνοθεσία: Άλεξ Καμιλέρι
Παίζουν: Τζέσμαρκ Σικλούνα, Μικέλα Φαρούτζια, Ντέιβιντ Σικλούνα
Περίληψη: Ένας ψαράς παλεύει να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την οικογένειά του, με το οικογενειακό σκαρί του, αλλά γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με τις κλίκες, που λυμαίνονται την ιχθυαγορά του νησιού του.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άλεξ Καμιλέρι, που έκλεψε τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ του Σάντανς, όπου πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του.
Ο Τζέσμαρκ, ένας ψαράς παλεύει με την πατροπαράδοτη ξύλινη βάρκα του («luzzu», όπως και ο τίτλος της ταινίας), να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για τη σύζυγο και το νεογέννητο παιδί τους. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με τον σκληρό ανταγωνισμό, την παράνομη αλιεία και τις κλίκες που λυμαίνονται την ιχθυαγορά του νησιού. Οι διεφθαρμένες Αρχές του λιμανιού και οι μεγαλοψαράδες από τη μία, η οικογένεια της γυναίκας του από την άλλη, που τον υποτιμά εξαιτίας της καταγωγής του και τον πιέζει να πουλήσει τη βάρκα του, για να εισπράξει την αποζημίωση που υπόσχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια σειρά από διλήμματα. Όταν μαθαίνει ότι το μωρό του δεν αναπτύσσεται σωστά και χρειάζεται ειδική φροντίδα που κοστίζει, τότε ο Τζέσμαρκ καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις.
Οι πανέμορφες πολύχρωμες βάρκες με τα ζωγραφισμένα μάτια, που αποτελούν σήμα κατατεθέν της Μάλτας, είναι μια παράδοση που κινδυνεύει να χαθεί και μαζί της ένας ολόκληρος κόσμος -ταξικός και ηθικός- που εκπροσωπεί ο Τζέσμαρκ. Συνδεδεμένος με τη δική του luzzu, που κληρονόμησε από τον πατέρα και τον παππού του, και μαθημένος σ’ έναν τρόπο ζωής που αγαπάει, αλλά δεν ταιριάζει πια στη σύγχρονη εποχή, όπως όλοι διαρκώς του υπενθυμίζουν, πρέπει να προσαρμοστεί στους κανόνες ή να καταρρεύσει.
Στα χνάρια του κοινωνικού ρεαλισμού των αδελφών Νταρντέν, ο Άλεξ Καμιλέρι βάζει τη Μάλτα στον κινηματογραφικό χάρτη, αυτή τη φορά όχι ως σκηνικό χολιγουντιανών παραγωγών, και φέρνει στο φως ένα ζήτημα που αφορά σε ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μεσογείου. Μέσα από μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, που διαχειρίζεται με μέτρο, χωρίς μελοδραματισμούς, αναδεικνύει την αληθινή πλευρά της χώρας του, ανιχνεύοντας ταυτόχρονα και χωρίς μεγαλοστομίες την αιτία της οικονομικής εξαθλίωσης του Νότου, αξιοποιώντας τους πραγματικούς ψαράδες του νησιού. Ο δε πρωταγωνιστής του (Τζέσμαρκ Σικλούνα), αν και ερασιτέχνης ηθοποιός, δίνει μια αξιοσημείωτη ερμηνεία, που δικαίως βραβεύτηκε στο Σάντανς.
Παίζονται ακόμα:
Moonfall: Η Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού (Moonfall)
Σκηνοθεσία: Ρόλαντ Έμεριχ
Παίζουν: Χάλι Μπέρι, Πάτρικ Γουίλσον, Τζον Μπράντλεϊ, Μάικλ Πένια
Περίληψη: Ο εκτροχιασμός της Σελήνης που κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη γη, απειλεί τον πλανήτη με αφανισμό και μόνο μια πρώην αστροναύτης έχει τον τρόπο να αποτρέψει την καταστροφή.
Μια ακόμα ταινία καταστροφής από τον μετρ του είδους Ρόλαντ Έμεριχ («Ημέρα Ανεξαρτησίας», «Η Μέρα Μετά το Αύριο»), που ανατρέπει όσα ξέρουμε για το φεγγάρι.
Μία μυστηριώδης δύναμη βγάζει τη Σελήνη από την τροχιά της γύρω από τη Γη και την ωθεί σε μια σειρά από συγκρούσεις. Με λίγες μόνο εβδομάδες να απομένουν έως ότου οι συνέπειες να είναι καταστροφικές για όλο τον πλανήτη, η πρώην αστροναύτης της NASA, Jo Fowler είναι πεπεισμένη ότι έχει τη λύση που θα μας σώσει όλους. Όμως, μόνο ο παλιός συνάδελφός της, ο αστροναύτης Brian Harper και ο K.C. Houseman, ένας συνωμοσιολόγoς, την πιστεύουν. Οι τρεις τους θα ξεκινήσουν ένα απίστευτο ταξίδι στο διάστημα για να διαπιστώσουν τελικά ότι η Σελήνη δεν είναι όπως νομίζουμε μέχρι σήμερα, καθώς κρύβει πολλά σκοτεινά μυστικά.
Μια χαρούμενη οικογένεια 2 (Happy Family 2)
Σκηνοθεσία: Χόλγκερ Τάπε
Σενάριο: Ντέιβιντ Ζάφιερ, Άμπραχαμ Κατς
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Φοίβου Ριμένα, Έλενας Δελακούρα, Στεφανίας Φιλιάδη, Κωνσταντίνου Κακανά κ.ά.
Περίληψη: Οι αγαπημένοι Κόμης Δράκουλας, Μπάμπα Γιάγκα μαζί με την οικογένεια Γουίσμπον συναντούν πολλούς καινούριους φίλους και επικίνδυνους εχθρούς, δίνοντας μας την ευκαιρία να γνωριστούμε με το τέρας του Λοχ Νες, το Γέτι από τα Ιμαλάια και τον μουσικόφιλο Κινγκ Κόνγκα.
Οι Γουίσμπον επιστρέφουν με ένα περιπετειώδες sequel, που θέλει να μας απαλλάξει από το βάρος της τελειότητας, αφού ούτως ή άλλως δεν υπάρχει.
Τα τέσσερα μέλη της αγαπημένης οικογένειας περνάνε δύσκολες ώρες. Η συνάντησή τους με την οικογένεια των Σταρ αντιπροσωπεύει τη σύγκρουση δύο κόσμων. Όταν η Μπάμπα Γιάγκα και ο Ρέινφιλντ γίνονται ο στόχος της κυνηγού τεράτων Μίλα Σταρ, οι Γουίσμπον μεταμορφώνονται σε τέρατα για μία ακόμα φορά.
Έτσι, ο μπαμπάς Φρανκεστάιν, η μαμά Βρικόλακας, η κόρη Μούμια και ο γιος Λυκάνθρωπος ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο για να σώσουν τους φίλους τους, να κάνουν νέες «τερατώδεις» γνωριμίες και να συνειδητοποιήσουν ότι οι εκκεντρικότητές τους τούς κάνουν αξιαγάπητους.