Belfast

Ταινίες της εβδομάδας: Ο Κένεθ Μπράνα ετοιμάζεται ξανά για τα Όσκαρ με το «Μπέλφαστ»

Αυτή την εβδομάδα, το ημιαυτοβιογραφικό «Μπέλφαστ» του Κένεθ Μπράνα, που θεωρείται φαβορί για τα Όσκαρ, το arthouse κατασκοπικό νουάρ του Αντρέας Φοντάνα και το σημαντικό ντοκιμαντέρ της Ανζελίκ Κουρούνης για τη Χρυσή Αυγή, έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.

Μπέλφαστ (Belfast)

Σκηνοθεσία: Κένεθ Μπράνα

Παίζουν: Κατρίνα Μπαλφ, Τζούντι Ντεντς,  Τζέιμι Ντόρμαν, Κίραν Χάιντς, Τζουντ Χιλ

Περίληψη: Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού του 1969 στο νότιο Μπέλφαστ. Ο Ντόρμαν και η Μπάλφ είναι ένα παθιασμένο ζευγάρι της εργατικής τάξης, που η ζωή τους παρασύρεται από τις ταξικές συγκρούσεις της εποχής. Ο εννιάχρονος γιος τους πρέπει να κατανοήσει το χάος και την εμφύλια παράνοια, παρατηρώντας μια εμπόλεμη κατάσταση που κάποτε ατένιζε μόνο στη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου. Η βία τώρα απειλεί να ανατρέψει όλα όσα ξέρει και έμαθε να αγαπά.

Ο Κένεθ Μπράνα υπογράφει, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, την πιο προσωπική ταινία  της καριέρας του, επιστρέφοντας στη γενέτειρά του μέσα από την εννιάχρονη εκδοχή του εαυτού του.

Ο Μπάντι είναι ένα αγόρι που ζει ανέμελα στις γειτονιές του Μπέλφαστ, βλέπει γουέστερν στον κινηματογράφο, απολαμβάνει την αγάπη των γονιών του και των παππούδων του και ερωτεύεται για πρώτη φορά ένα κορίτσι. Οι μάχες ανάμεσα σε Προτεστάντες και Καθολικούς στη διχασμένη πόλη του Βορρά, διαταράσσουν διά παντός την αρμονία της ειρηνικής του κοινότητας, μετατρέποντας τα όνειρα του μικρού σε εφιάλτη.

Πρώτα μια επίθεση με κουκουλοφόρους, μετά μια ταραχή και, τέλος μια σύγκρουση που εξαπλώνεται σε όλη την πόλη και πυροδοτεί το μίσος, μετατρέπουν το Μπέλφαστ σε πεδίο εμφυλίου σπαραγμού. Για τον Μπάντι τα πάντα γύρω του αλλάζουν ραγδαία: η μητέρα του παλεύει να τα βγάλει πέρα, ενώ ο πατέρας του εργάζεται στην Αγγλία, προσπαθώντας να κερδίσει αρκετά χρήματα για να στηρίξει την οικογένεια και μόνο όλα όσα αγαπούσε και του έδιναν ασφάλεια –η μουσική, η αγάπη των οικείων του, το γέλιο και η μαγεία του κινηματογράφου– παραμένουν ίδια.

Ο μικρός αναρωτιέται αν ο πατέρας του είναι ήρωας, όπως αυτοί που θαυμάζει στη μεγάλη οθόνη, ενώ ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπος με τη μετανάστευση και την απώλεια αγαπημένων προσώπων: των παππούδων του, του κοριτσιού που έχει ερωτευτεί, των φίλων του και τελικά της πόλης που τον μεγάλωσε.

Όπως και ο Αλφόνσο Κουαρόν με το εξίσου προσωπικό «Roma», έτσι και ο Μπράνα, ένας σκηνοθέτης που πειραματίζεται συχνά με τα  κινηματογραφικά είδη –από μπλοκμπαστερικές επιτυχίες, μέχρι σαιξπηρικές διασκευές, αλλά και σινεφίλ δημιουργίες- επιλέγει την ασπρόμαυρη φωτογραφία για να αφηγηθεί τα παιδικά του χρόνια, αποτυπώνοντας την κοινωνική πραγματικότητα στην Ιρλανδία μέσα από τα μάτια ενός αγοριού, που λειτουργεί ως alter ego του. H πολιτική κατάσταση, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης και το πολεμικό κλίμα που διάλυσε τη χώρα για πάνω από τριάντα χρόνια, στην περίπτωση του Μπράνα αντισταθμίζονται από τη ζωηρή φαντασία του μικρού Μπάντι, που λατρεύει τις  χολιγουντιανές παραγωγές, του αρέσει να χορεύει και δεν χάνει τη ζωντάνια του, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές.

Έξυπνα ο Ιρλανδός δημιουργός κινηματογραφεί τους δρόμους του Μπέλφαστ -που δεν είναι οι πραγματικοί, αλλά ένα σκηνικό που δημιουργήθηκε στην Αγγλία- με τρόπο που μοιάζει με παραμύθι, όπως ακριβώς δηλαδή βλέπει την πόλη του ο μικρός Μπάντι, και στον αντίποδα του Κεν Λόουτς καταγράφει τις συνθήκες στις εργατικές γειτονιές, εστιάζοντας στο αισιόδοξο ιρλανδικό πνεύμα -σε αυτή την ατμόσφαιρα συμβάλλει και η μουσική του Βαν Μόρισον, του θρυλικού τραγουδοποιού του Μπέλφαστ.

Ίσως όμως αυτός ο ανάλαφρος και νοσταλγικός τόνος που επιλέγει ο Μπράνα είναι το βασικό μειονέκτημα αυτής της γλυκόπικρης κομεντί ενηλικίωσης, που προσπερνάει εύκολα και αναίμακτα τη σκληρή πραγματικότητα μιας χώρας, που επί δεκαετίες ταλανίζεται από τον διχασμό και τις αντιπαραθέσεις. Σε αυτή την επιστολή αγάπης, που απευθύνει σε όσους έμειναν και σε όσους έφυγαν, εκείνος επιλέγει συνειδητά να μην περάσει στη σκοτεινή πλευρά, αυτή όμως η επιλογή, όσο κι αν δικαιολογείται από τη σκηνοθεσία του, μοιάζει τελικά ως μια μέση λύση, σχεδόν απολιτίκ, που για όσους δεν γνωρίζουν καλά την Ιστορία θα τους αφήσει μάλλον λανθασμένες εντυπώσεις.

Αζόρ: Ο Κώδικας του Τραπεζίτη (Azor)

Σκηνοθεσία: Αντρέας Φοντάνα

Παίζουν: Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε, Στεφανί Κλεό, Κάρμεν Ιριόντο, Χουάν Τρεντς, Ιγκνάσιο Βίλα, Πάμπλο Τόρε, Έλλι Μεδέιρος

Περίληψη: Στην υπό δικτατορία Αργεντινή του 1980, ένας Ελβετός τραπεζίτης εξαφανίζεται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Όταν ο αντικαταστάτης του αναλαμβάνει να διερευνήσει ο ίδιος την υπόθεση, βυθίζεται σε ένα μυστήριο, που εκτυλίσσεται πίσω από τις βαριές πόρτες μεγαλοαστικών γραφείων και τους πυκνούς κήπους των νεόπλουτων ευνοούμενων του καθεστώτος.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ελβετού Αντρέας Φοντάνα, που ενθουσίασε στις Αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας, αποτυπώνει με στιλ τον σκοτεινό κόσμο της διαφθοράς.

Στην Αργεντινή του 1980, τέσσερα χρόνια δηλαδή από την ανατροπή του δημοκρατικού Περόν και την κατάληψη της εξουσίας από τη δικτατορία του Βιντέλα, ένας Ελβετός τραπεζίτης εξαφανίζεται μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου επαγγελματικού ταξιδιού. Ο αντικαταστάτης του προσπαθεί από τη μία να λύσει το μυστήριο και ταυτόχρονα να διασφαλίσει ότι οι πελάτες της τράπεζας που εκπροσωπεί είναι ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες της. Χωρίς να κρίνει την πολιτική κατάσταση, ούτε να κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις σχετικά με την πηγή εσόδων των πελατών του, ως τυπικός χαμαιλέοντας, κινείται με άνεση στους κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης, που πίνει ανέμελη τη σαμπάνια της, ενώ στους δρόμους της χώρας συμβαίνει μια τραγωδία, και έρχεται σε επαφή με άτομα που έχουν μεγάλη ισχύ, προσπαθώντας να κουκουλώσει τις απερισκεψίες του εξαφανισμένου συναδέλφου του, αλλά και να διατηρήσει τη δική του δύναμη.

Χωρίζοντας την ιστορία του σε πέντε κεφάλαια με αινιγματικούς τίτλους, ο Φοντάνα στο δυναμικό του ντεμπούτο, ακολουθώντας τη λογική της porteña λογοτεχνίας, που έχουμε γνωρίσει μέσα από το έργο συγγραφέων, όπως ο Μπόρχες και ο Κορτάσαρ, ανατρέπει όλα τα κλισέ ενός τυπικού αστυνομικού νουάρ και με ιδιαίτερο τρόπο δομεί το σασπένς, απομακρύνοντάς μας ολοένα από τη λύση του μυστηρίου.

Στην αφήγησή του, λοιπόν, σημασία δεν έχουν οι ανατροπές, ούτε θα συναντήσουμε τους στερεοτυπικούς χαρακτήρες των κατασκοπικών ταινιών ή σκηνές καταιγιστικής δράσης. Αντίθετα παρακολουθούμε σε ένα μεγάλο βαθμό «ακίνδυνες» φαινομενικά συζητήσεις, που αποκαλύπτουν τελικά τη σαθρότητα και τη διαφθορά ενός συστήματος, το οποίο καμουφλάρεται εντέχνως κάτω από μια καλογυαλισμένη επιφάνεια. «Azor» άλλωστε είναι ένας κώδικας που σημαίνει «να κρατάς τα χαρτιά σου κλειστά» και με βάση αυτή τη «χρυσή συμβουλή» κινείται ο Φοντάνα, που ακολουθώντας το ταξίδι του κεντρικού ήρωα μέσα στη ζούγκλα, θέτει τελικά ένα ερώτημα όχι μόνο ηθικό, αλλά και πρακτικό: πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για την «τράπεζά του». Κι αυτό το ερώτημα είναι που διεκδικεί μια απάντηση από τον θεατή, κι όχι τι απέγινε ο μυστηριώδης τραπεζίτης.

Χρυσή Αυγή: Υπόθεση όλων μας (Golden Dawn a Public Affair)

Σκηνοθεσία: Ανζελίκ Κουρούνης

Περίληψη: Ποια μπορεί να είναι η αντίσταση στην ακροδεξιά, στον φασισμό και τον ναζισμό; Η Δημοκρατία μπορεί να απαλλαγεί οριστικά από αυτές τις λαίλαπες, χωρίς να ποδοπατήσει τις αρχές της; Πώς πρέπει να αντισταθούμε; Η απάντηση ανήκει στη δικαιοσύνη; Μπορεί να προκύψει από ένα μπαράζ των δημοκρατικών κομμάτων; Χρειάζεται ένα δημοσιογραφικό μποϊκοτάζ; Κοινωνική επαγρύπνηση; Σωστή παιδεία; Ή η αντίσταση πρέπει να είναι πιο δυναμική και μαχητική; Η δίκη  της Χρυσής Αυγής που μπορεί να συγκριθεί σε σημασία με τη δίκη της Νυρεμβέργης αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του νέου ντοκιμαντέρ της Ανζελίκ Κουρούνης.

H συνέχεια του «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» (2016) από την Ελληνο-Γαλλίδα δημοσιογράφο και σκηνοθέτρια Ανζελίκ Κουρούνης, με τη δίκη της Χρυσής Αυγής αυτή τη φορά στο επίκεντρο.

Με κεντρικό άξονα τρεις βασικές υποθέσεις -τη δολοφονική επίθεση κατά των Αιγυπτίων ψαράδων, την επίθεση κατά των συνδικαλιστών στο Πέραμα το 2013 και φυσικά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα- και μέσα από αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις, η Κουρούνης καταγράφει το χρονικό αυτής της πολύκροτης δίκης, προσφέροντάς μας πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι ευρέως γνωστές, και ταυτόχρονα περιγράφει πώς το ακροδεξιό αυτό μόρφωμα απέκτησε δύναμη, καθώς και ποιες είναι οι εστίες αντίστασης απέναντι στο φαινόμενο του νεοναζισμού. Αντιφασιστικές οργανώσεις μιλούν για τις δράσεις που οργανώνουν, βουλευτές για τη μάχη που πρέπει να δοθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και δημοσιογράφοι αναλύουν πώς αντιμετωπίζεται η ακροδεξιά από τα ΜΜΕ. Από τα πρόσωπα που συναντάει η Κουρούνης ξεχωρίζει σαφώς η Μάγδα Φύσσα που κάθε της  εξομολόγηση- κατάθεση είναι γροθιά στο στομάχι.

Το πλέον όμως σημαντικό κομμάτι πέρα από τις πληροφορίες που προσφέρει η σημαντική και ενδελεχής έρευνά της, είναι ότι αντιμετωπίζει σφαιρικά το φαινόμενο της ανόδου της ακροδεξιάς και το πώς επεκτείνεται ακόμα μετά από την καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης, αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτή η υπόθεση, πέρα από βαθιά πολιτική, είναι πραγματικά υπόθεση όλων μας.