Ρόμπερτ Πάτινσον Μπάτμαν

Ταινίες της εβδομάδας: Ο Ρόμπερτ Πάτινσον φορά τη στολή του Μπάτμαν

Αυτή την εβδομάδα, ο Ρόμπερτ Πάτινσον βάζει τη στολή του «Batman», ενώ η κλασική ιστορία του Συρανό ντε Μπερζεράκ γίνεται μιούζικαλ από τον βραβευμένο με Όσκαρ Τζο Ράιτ.

The Batman

Σκηνοθεσία: Ματ Ριβς

Παίζουν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζόε Κράβιτς, Κόλιν Φάρελ, Πολ Ντέινο, Τζέφρι Ράιτ, Τζον Τουρτούρο, Άντι Σέρκις

Περίληψη: Πάνω από έναν χρόνο τώρα, ο Μπρους Γουέιν βυθίζεται στο σκοτάδι της Γκόθαμ ως Μπάτμαν και σπέρνει τον φόβο στις καρδιές των εγκληματιών. Με μόνους συμμάχους τον Άλφρεντ και τον Τζέιμς Γκόρντον, ο μοναχικός τιμωρός δίνει σάρκα και οστά στην εκδίκηση για χάρη των συμπολιτών του. Όταν ένας κατά συρροή δολοφόνος στοχεύσει στην ελίτ της πόλης, ένα μονοπάτι από γρίφους οδηγεί την έρευνά του μ στον υπόκοσμο.

Ο Ρόμπερτ Πάτινσον γίνεται ο νεότερος σε ηλικία Μπάτμαν στην κινηματογραφική ιστορία, στη νέα ταινία του Ματ Ριβς, που κινείται στη λογική ενός νέο-νουάρ αστυνομικού θρίλερ.

Με το τραγούδι των Nirvana «Something in the way» κι ένα υποβλητικό voice over ξεκινάει η καινούργια ταινία του Μπάτμαν, που ακολουθώντας τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του Κρίστοφερ Νόλαν και τον πολιτικό προσανατολισμό του «Τζόκερ» φέρνει τον Εκδικητή της Γκόθαμ Σίτι σε ρόλο ντετέκτιβ, που βιώνει τη δική του περιπέτεια ενηλικίωσης. Εδώ λοιπόν ο Μπρους Γουέιν, που ζει απομονωμένος από τον κόσμο, αποτελεί τον φόβο και των τρόμο των εγκληματιών. Όταν ο δήμαρχος της πόλης βρίσκεται δολοφονημένος από κάποιον που αρέσκεται σε γρίφους σαν άλλος Zodiac, οι οποίοι φυσικά απευθύνονται στον «Σκοτεινό Ιππότη», ο σούπερ ήρωας αναλαμβάνει δράση.

Μαζί με τον αστυνομικό επιθεωρητή Τζέιμς Γκόρντον και τον συγκινητικά αφοσιωμένο μπάτλερ του, Άλφρεντ, ξεδιπλώνει το νήμα μιας συνωμοσίας, μπαίνει στα άδυτα του υποκόσμου, για να ανακαλύψει τις διασυνδέσεις του με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της πόλης, αλλά και το παρελθόν της οικογένειας Γουέιν. Σε αυτή την περιπλάνηση, το μελαγχολικό αγόρι με τη μαύρη σκιά κάτω από τα ματιά, που δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά από κανέναν, γνωρίζει τη μυστηριώδη και εξίσου μοναχική Σελίνα, η οποία ζει με τις αδέσποτες γάτες της, και ανακαλύπτει τον πραγματικό εαυτό του, αλλά και την αλήθεια για την Γκόθαμ.

O Ριβς («Cloverfield», «Άσε το Κακό να Μπει»,«Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή», «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση») πατάει πάνω στην κλασική συνταγή του Νόλαν, εγκαταλείποντας το χιούμορ προηγούμενων ταινιών και επενδύει περισσότερο στην αποτύπωση ενός διεφθαρμένου συστήματος- δεν λείπουν οι αντι-τραμπικές αλληγορίες και η κριτική του καπιταλιστικού συστήματος,-που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε villain. Μέσα εκεί ο πληγωμένος Μπρους Γουέιν, που για πρώτη φορά είναι σχεδόν απών, επουλώνει τα τραύματά του κάτω από τη στολή του και προσπαθεί να βρει κάτι να πιστέψει σε έναν κόσμο που καταρρέει.

Ποντάροντας περισσότερο στο νουάρ στοιχείο και λιγότερο στο κομμάτι του action, ο Ριβς αξιοποιεί την κληρονομιά του Νόλαν, αλλά και του «Seven»και υπογράφει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία για τον Μπάτμαν (σχεδόν τρεις ώρες), που θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί και ως origin story του σουπερήρωα.  Αν και συχνά οι πολιτικές του αναφορές μοιάζουν αρκετά απλοϊκές και η σοβαροφάνεια περισσεύει, ο Ριβς προσθέτει στην μυθολογία του Ανθρώπου-Νυχτερίδα το συγκινητικό στοιχείο ενός ευάλωτου κι όχι άτρωτου αγοριού, που παλεύει να ενηλικιωθεί και να μάθει να αγαπάει.

Ο Ρόμπερτ Πάτινσον, με βαθιά φωνή και weirdo εμφάνιση τις λίγες φορές που εμφανίζεται ως Μπρους Γούειν, θυμίζει καταραμένο ποιητή, που μάχεται τον εαυτό του, ερμηνεύοντας τον Μπάτμαν με έναν τρόπο που δεν έχει ξανακάνει ποτέ κανείς. Δεν φοβάται να μην είναι γοητευτικός, αν και είναι, δεν μοιάζει καθόλου με υπερήρωα (όπως άλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει, δεν ήθελε να εμφανιστεί με φουσκωμένους μύες για να μη δίνει λάθος πρότυπα στους νέους), αλλά με ένα ευαίσθητο παιδί, που δεν πήρε ποτέ την αγάπη που του αναλογούσε. Στο πλευρό του η εκρηκτική Ζόι Κράβιτς, που ως Catwoman δεν ακολουθεί τον δρόμο της femme fatale, αλλά δημιουργεί ένα κορίτσι αδέσποτο, όπως οι γάτες της, και με έναν τρόπο λειτουργεί ως alter ego του πρωταγωνιστή.

Εξαιρετικοί οι Άντι Σέρκις και Τζέφρι Ράιτ, που υποδύονται τον μπάτλερ και τον επιθεωρητή, δηλαδή δυο ρόλους με ρεαλιστική κατεύθυνση, όχι όμως αντίστοιχα πετυχημένοι οι «κακοί» της υπόθεσης, που εδώ δεν καταφέρνουν κυρίως λόγω του σεναρίου να συνθέσουν πολύπλοκους χαρακτήρες. Μετά όμως από τον Χιθ Λέτζερ και τον μύθο που δημιούργησε ως Τζόκερ, δεν αρκεί πια μόνο μια εξωτερική μεταμόρφωση -θα δείτε τον Κόλιν Φάρελ αγνώριστο- αλλά μια υποκριτική μετακίνηση για την ενσάρκωση του «κακού», η οποία απουσιάζει στην εκδοχή του Ριβς.

AP Images

Συρανό Ντε Μπερζεράκ (Cyrano)

Σκηνοθεσία: Τζο Ράιτ

Παίζουν: Πίτερ Ντίνκλατζ, Χέιλι Μπένετ, Κέλβιν Χάρισον Τζ., Μπεν Μέντελσον

Περίληψη: Ένας άνδρας μπροστά από την εποχή του, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, πάντα καταφέρνει να θαμπώνει τους αντιπάλους του, είτε με σφοδρά λογοπαίγνια σε μια λεκτική κονταρομαχία, είτε με άψογη ξιφασκία σε μια μονομαχία. Πεπεισμένος, ωστόσο, πως η εμφάνισή του τον καθιστά ανάξιο της αγάπης μιας αφοσιωμένης φίλης, της λαμπερής Ρωξάνης, ο Συρανό δεν εκδηλώνει τα συναισθήματά του. Εκείνη στο μεταξύ ερωτεύεται με την πρώτη ματιά τον Κριστιάν.

Η κλασική ιστορία του Εντμόντ  Ροστάν γίνεται ένα καλαίσθητο μιούζικαλ (υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών) από τον μάγο της εικόνας Τζο Ράιτ.

Η υπόθεση είναι γνώστη, μιας και το θεατρικό έργο του ρομαντικού Ροστάν έχει γνωρίσει αμέτρητες κινηματογραφικές εκδοχές. Ο Συρανό, ένας άνδρας που διακρίνεται για το πνεύμα και την ανδρεία του, θεωρεί πως εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης δεν είναι αντάξιος της γυναίκας που αγαπά, της όμορφης Ρωξάνης. Εκείνη τον θεωρεί το καλύτερό της φίλο και ζητάει τη βοήθειά του, όταν ερωτεύεται με την πρώτη ματιά τον Κριστιάν, έναν στρατιώτη της βασιλικής φρουράς. Κόντρα στο πεπρωμένο της, που της έχει ορίσει ως μέλλοντα σύζυγο έναν πανίσχυρο δούκα, αποφασίζει να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ο Συρανό με τη σειρά του ενθαρρύνει τον Κριστιάν να κατακτήσει την αγαπημένη του με λόγια αγάπης, που γράφει φυσικά ο ίδιος, μιας και ο νεαρός προστατευόμενός του δεν έχει το χάρισμα της ποίησης. Παγιδευμένος σε ένα ανορθόδοξο ερωτικό τρίγωνο, που του επιτρέπει όμως για πρώτη φορά να εκφράσει όσα νιώθει, ο Συρανό θα έρθει αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο φόβο του.

Στην παράδοση των κλασικών ταινιών της MGM, ο Τζο Ράιτ («Darkest Hour», «Άννα Καρένινα», «Atonement», «Περηφάνια και Προκατάληψη»), μετατρέπει μια κλασική ιστορία αγάπης σε μιούζικαλ, που έχει δημιουργήσει η σεναριογράφος του Έρικα Σμιντ το 2018, διαφοροποιούμενος σε δύο σημεία. Πρώτον, ο δικός του Συρανό δεν είναι ένας άνδρας με αφύσικα μεγάλη μύτη, αλλά με μικρή σωματική διάπλαση, και δεύτερον ο Κριστιάν είναι έγχρωμος. Οπότε ένα ειδυλλιακό παραμύθι γίνεται στην πραγματικότητα μια αλληγορία υπέρ της διαφορετικότητας και της συμπεριληπτικότητας, που αποθεώνει τη δύναμη της αγάπης.

Με τα τραγούδια των Άαρον και του Μπράις Ντέσνερ του ροκ συγκροτήματος «The National» εστιάζει στο ρομαντικό στοιχείο που αντιστέκεται στην σκληρότητα ενός αμοράλ κόσμου, δημιουργεί υπέροχα κάδρα, που θυμίζουν αναγεννησιακούς πίνακες, όπου κυριαρχεί το παστέλ χρώμα και στήνει σκηνές εκπληκτικής ομορφιάς, που όπως θέλει και ο δημιουργός τους, όντως λειτουργούν παρηγορητικά σε αυτή την τόσο δύσκολη εποχή. Όμως κάπου το τραγικό στοιχείο του Ροστάν χάνεται στον βωμό ενός  στυλιζαρίσματος, που τελικά δεν αναδεικνύει την οδύνη και την ηδονή του έρωτα.

Ο Πίτερ Ντίνκλατζ  όμως (γνωστός από τον ρόλο του Τύριον στο «Game Of Thrones») απομακρύνεται από τον συνήθη κυνισμό του Συρανό, που μας έχουν συνηθίσει οι προκάτοχοί του, και φτιάχνει έναν ήρωα εσωστρεφή και τρυφερό. Με το μελαγχολικό του βλέμμα αποτυπώνει τον πόνο ενός ανθρώπου, που χωρίς να φταίει αναγκάζεται να κρύβεται μια ζωή στη σκιά, και φτάνει βαθιά στην καρδιά του θεατή.



Αγαπητοί Σύντροφοι(Dorogie tovarishchi/ Dear Comrades)

Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Παίζουν: Γιούλια Βισότσκαγια, Βλαντισλάβ Κομάροβ, Αντρέι Γκούσεφ

Περίληψη: Τον Ιούνιο του 1962 στο Νοβοτσερκάσκ, μια πόλη στον Νότο της ΕΣΣΔ, όπου λειτουργεί ένα εργοστάσιο ατμομηχανών, μία στάση εργασίας των εργατών για να διαμαρτυρηθούν για τις ελλείψεις, την ακρίβεια και την μείωση του μισθού τους εξελίσσεται σε γενική απεργία. Η Λιούντα, που πιστεύει ακράδαντα στην κομμουνιστική ιδεολογία, θα βρεθεί σε ένα ηθικό δίλημμα, όταν μαθαίνει πως η κόρη της είναι ανάμεσα στους απεργούς.

Ιστορικό δράμα από τον Αντρέϊ Κοντσαλόφσκι («Το τρένο της μεγάλης φυγής»), για μια από τις σκοτεινότερες στιγμές της Σοβιετικής Ένωσης, που απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Σοβιετική Ένωση διανύει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους: ενώ υπάρχει έλλειψη αγαθών, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, υπό τον Νικίτα Χρουστσόφ, που έχει αποκαλύψει τα εγκλήματα του Στάλιν, αποφασίζει την αύξηση της τιμής κάποιων βασικών τροφίμων, όπως το γάλα και το κρέας, αλλά και την εντατικοποίηση της εργασίας. Η Λιούντα, ένθερμη υποστηρίκτρια του Κόμματος, νοσταλγός της σταλινικής περιόδου και παλαίμαχη μαχήτρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι μέλος του δημοτικού κομματικού μηχανισμού του Νοβοτσερκάσκ,μιας πόλης στα σύνορα Ρωσίας και Ουκρανίας, που είναι και η πολιτιστική πρωτεύουσα των Κοζάκων. Τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει την πίστη της στην ιδεολογία της, ούτε καν ο ίδιος της ο πατέρας. Όταν όμως ξεσπάσει μια απεργία – ανήκουστο γεγονός για τη Σοβιετική Ένωση- σε ένα εργοστάσιο ατμομηχανών, στην οποία συμμετέχει και η κόρη της, τα πιστεύω της δοκιμάζονται.

Αν και οι Αρχές αντιμετωπίζουν τους διαδηλωτές με μετριοπάθεια, φροντίζοντας πάντα να μην κυκλοφορήσει η «αποτρόπαιη είδηση», τελικά αποφασίζεται η επέμβαση του στρατού και της KGB. Η απεργία πνίγεται στο αίμα, με 26 νεκρούς και 87 τραυματίες, και οι απεργοί θεωρούνται «εχθροί». Η Λιούντα προσπαθεί να βρει την κόρη της, που έχει εξαφανιστεί, αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να της πει οτιδήποτε.

Ο Κοντσαλόφσκι (αδερφός του Νικίτα Μιχάλκοφ),αφούπέρασε μια περίοδο στο Χόλιγουντ, εδώ και είκοσι χρονιά έχει επιστρέψει στην πατρίδα του, κάνοντας ταινίες που διαγράφουν αξιόλογες φεστιβαλικές πορείες. Αυτή τη φορά ανασύρει ένα γεγονός που έχει παραγνωριστεί- κάποιοι θεωρούν ακόμα και σήμερα ότι δεν συνέβη ποτέ- και επιλέγοντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία καταγράφει το αδιέξοδο, αλλά και τον εφιάλτη ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Με βιτριολική διάθεση καταδύεται στην κόλαση, αξιοποιεί τις αντιφάσεις των κεντρικών του χαρακτήρων, που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, αλλά άνθρωποι μπλεγμένοι στον ιστό της Ιστορίας, για να δοκιμάσει την ηθική κρίση τόσο των ίσων όσο και των θεατών του, χωρίς να αποφεύγει όμως την καταγγελία και την στράτευση.

 Η σύζυγός του και μούσα του Γιούλια Βισότσκαγια παραδίδει μια στιβαρή ερμηνεία και ως άλλη «Μάνα κουράγιο» αναζητάει εναγωνίως την κόρη της μέσα σε ένα σαθρό σύστημα, που η ίδια με πάθος έχει υποστηρίξει και ο ταγμένος κατά του σοβιετισμού Κοντσαλόφκσι, καταγράφει το κωμικοτραγικό κλίμα της μετασταλινικής περιόδου, μέσα από την πορεία μιας γυναίκας που καλείται να αποκτήσει πολιτική σκέψη για πρώτη φορά στη ζωή της.

Αγελάδα (Cow)

Σκηνοθεσία: Άντρεα Άρνολντ

Περίληψη: Κινηματογραφικό πορτρέτο της ζωής δύο αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, που μας φέρνει πιο κοντά στην ομορφιά τους, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.

Το ντοκιμαντέρ της Άντρεα Άρνολντ («American Honey», «Fish Tank», «Big Little Lies») μάς φέρνει σε απόσταση αναπνοής από την καθημερινότητα μιας αγελάδας για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τα ζώα.

Μια από τις πιο σημαντικές Βρετανίδες κινηματογραφίστριες τηςεποχής μας κάνει το ντεμπούτο της στον χώρο του ντοκιμαντέρ -μια σκέψη που την απασχολούσε χρόνια- καταγράφοντας τη σκληρή καθημερινότητα της ζωής δυο αγελάδων σε μια γαλακτοκομική μονάδα στη νοτιοανατολική Αγγλία. Επηρεασμένη από τη «Διακήρυξη του Cambridge για τη Συνείδηση», σύμφωνα με την οποία τα ζώα έχουν συνείδηση και αντίληψη στον βαθμό που έχουν και οι άνθρωποι, η Άρνολντ, χωρίς να προσπαθεί να επιβεβαιώσει την άποψη των επιστημόνων, αποτυπώνει τον κύκλο της ζωής τους, αφήνοντας σε εμάς τα συμπεράσματα.

Οι αγελάδες που παρακολουθεί (στην αρχή ήθελε να γυρίσει το ντοκιμαντέρ με κότες, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη) είναι μητέρες, φροντίζουν τα μικρά τους, πονάνε όταν τα αποχωρίζονται, στενοχωριούνται, δουλεύουν πολύ για εμάς τους ανθρώπους, απολαμβάνουν να τρέχουν ελεύθερες, ή μπορούν να κοιτάζουν μελαγχολικά το φως του φεγγαριού.

Με ρεαλιστικά πλάνα, που συνοδεύονται από ένα έξυπνα επιλεγμένο soundtrack, όπου η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει φιλική σε αντίθεση με την αφιλόξενη και παγωμένη μονάδα -που είναι όμως ανθρώπινη εφεύρεση-, η Άρνολντ παρατηρεί από κοντά τις πρωταγωνίστριές της, θέτει ερωτήσεις, χωρίς να δίνει εύκολες απαντήσεις, και κυρίως μας προτρέπει να αντιμετωπίσουμε με σεβασμό αυτά τα πλάσματα, που τόσα μας προσφέρουν.