Ταινίες της εβδομάδας: H Ιζαμπέλ Ιπέρ πρωταγωνιστεί σε μια αιχμηρή πολιτική σάτιρα
Αυτή την εβδομάδα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ πρωταγωνιστεί στην πολιτική σάτιρα του Τομά Κρουιτόφ, η Αρασελή Λαιμού υπογράφει ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο που ενθουσίασε το φεστιβάλ του Λοκάρνο, το υβριδικό ντοκιμαντέρ των Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα διατρέχει επτά δεκαετίες της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και η Σουζάν Λιντόν –κόρη του Βενσάν Λιντόν- μας συστήνεται ως σκηνοθέτης μέσα από μια γλυκόπικρη δραμεντί.
Υποσχέσεις (Les Promesses)
Σκηνοθεσία: Τομά Κρουιτόφ
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ρεντά Καντέμπ, Σουφιάν Γκεράμπ
Περίληψη: Η Κλεμάνς, μία ατρόμητη δήμαρχος μιας πόλης κοντά στο Παρίσι, ολοκληρώνει τη θητεία της. Μαζί με το δεξί της χέρι, τον πιστό Γιαζίντ, έχει παλέψει ενάντια στη φτώχεια, την ανεργία και τη διαφθορά. Όταν της γίνεται πρόταση να αναλάβει ένα υπουργείο, η φιλοδοξία της φουντώνει και διακυβεύεται η αφοσίωσή της απέναντι στους πολίτες.
Ο Τομά Κρουιτόφ συναντάει την Ιζαμπέλ Ιπέρ σε μια αιχμηρή πολιτική σάτιρα για τη «γλύκα» της εξουσίας.
Μια άμεμπτη λαοφιλής δήμαρχος μιας γαλλικής πόλης κοντά στο Παρίσι, η Κλεμάνς, ολοκληρώνει τη δεύτερη θητεία της με επιτυχία. Πρόθεσή της είναι να παραδώσει τη σκυτάλη σε μια από τις βοηθούς της και να αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή. Πριν από αυτό, έχει βάλει σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για την ανακαίνιση ενός εργατικού μπλοκ, γεγονός που προκαλεί τη δυσαρέσκεια κάποιων ισχυρών. Όταν μαθαίνει πως η κυβέρνηση σκέφτεται να εκμεταλλευτεί τη δημοφιλία της και να τη χρίσει υπουργό, αποφασίζει να αποδεχτεί την πρόταση. Όμως τα πράγματα δεν θα έρθουν, όπως τα περιμένει. Τότε η φιλοδοξία που έχει ξυπνήσει μέσα της, τη φέρνει αντιμέτωπη με ηθικά διλήμματα.
Η εξουσία φθείρει και διαφθείρει, λένε οι μεγάλοι συγγραφείς, και ο Κρουιτόφ («Η Συνωμοσία της Σκιάς») με βασικό άξονα αυτή την ιδέα περιγράφει την πορεία μιας έντιμης πολιτικού, που οι αξίες της δοκιμάζονται, όταν βρίσκεται προ των πυλών ενός υπουργείου. Η Κλεμάνς, που πάντα πάλευε για τη δικαιοσύνη, ξαφνικά αποκτάει μια αδηφάγα φιλοδοξία, που δεν τη μεταμορφώνει από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά σταδιακά τη διαβρώνει και αλλοιώνει την προσωπικότητά της. Ο περίγυρός της, το δεξί της χέρι ο Γιαζίντ και η υποψήφια νέα δήμαρχος, που εκείνη έχει επιλέξει να τη διαδεχτεί, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πρόσωπο που δεν αναγνωρίζουν.
Παράλληλα, μέσα από την υπόθεση ακινήτων, η οποία όμως είναι αρκετά δυσνόητη έως και ακατανόητη για το κοινό που δεν γνωρίζει το γαλλικό σύστημα και τους νόμους της χώρας, καταγράφει το παρασκηνιακό πολιτικό παιχνίδι, που στήνεται πίσω από κάθε απόφαση, αλλά και το πώς οι υποσχέσεις- αυτές που δίνει ένας πολιτικός, αλλά κι αυτές που δέχεται από τους ανώτερούς του- λειτουργούν ως σειρήνες.
Κι ενώ ο Κρουιτόφ δυναμικά χτίζει το πορτρέτο της κεντρικής του ηρωίδας, εστιάζοντας στη μοναξιά και στην υπαρξιακή κρίση της Κλεμάνς, που βρίσκει στο πρόσωπό της Ιπέρ μια ιδανική ερμηνεύτρια, στο τέλος εγκαταλείπει την κριτική του ματιά για ένα υπεραισιόδοξο φινάλε, που περισσότερο ταιριάζει σε blockbuster.
Αγία Έμυ
Σκηνοθεσία: Αρασέλη Λαιμού
Παίζουν: Αμπιγκέιλ Λόμα, Ασμίν Κιλίπ, Μιχάλης Συριόπουλος, Αντζελί Μπαγιάνι, Ειρήνη Ιγγλέση, Κου Ακίνο
Περίληψη: H Έμυ νιώθει ξένη μέσα στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών του Πειραιά, που έχει καλωσορίσει με θέρμη την αδερφή της, την Τερέζα. Όταν η δεύτερημένει έγκυος, η Έμυ έλκεται από μυστηριώδεις δυνάμεις που κατοικούν μέσα της.
Η Αρασέλη Λαιμού με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο μάς εισάγει στα άδυτα της φιλιππινέζικης κοινότητας της Αθήνας, αποσπώντας την Ειδική Μνεία στο διαγωνιστικό τμήμα «Σκηνοθέτες του Σήμερα» στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Δυο αδερφές, η Έμυ και η Τερέζα από τις Φιλιππίνες, προσπαθούν να χτίσουν τη ζωή τους στην Αθήνα, ενώ η μητέρα τους, μια γυναίκα με θεραπευτικές δυνάμεις, έχει επιστρέψει στην πατρίδα κάτω από περίεργες συνθήκες. Η Έμυ, που έχει κληρονομήσει το χάρισμά της, βοηθάει έναν διακεκριμένο συμπατριώτη της θεραπευτή. Όταν η Τερέζα μένει έγκυος από έναν Έλληνα, η Έμυ θα ανακαλύψει πως οι ικανότητές της μπορούν να την οδηγήσουν σε σκοτεινά μονοπάτια.
Η κοινότητα των Φιλιππινέζων στη χώρα μας, αν και μεγάλη, παραμένει εσωστρεφής και μυστικοπαθής, ακόμα και σήμερα που πλέον βρισκόμαστε στη δεύτερη γενιά της. Η Λαιμού, κάνοντας μια ενδελεχή έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσής τους, αλλά και για το θεραπευτικό κομμάτι που ασκούν, το οποίο έχει τις καταβολές τους σε αρχαίες μεθόδους, στην πρώτη της μεγάλου μήκους επιχειρεί ένα πάντρεμα διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, συνδυάζοντας την αύρα του μεταφυσικού θρίλερ με το κοινωνικό σινεμά.
Ο μαγικός ρεαλισμός της Λαιμού και το πώς το εξώκοσμο στοιχείο έχει εξοριστεί από τη σύγχρονη κοινωνία, μετουσιώνεται στο πρόσωπο της Έμυ, μιας κοπέλας που δεν μπορεί να ενταχθεί στην κοινωνία, επειδή είναι ξένη και μαζί διαφορετική, σε μια κινηματογραφική εμπειρία, σπάνια και ρηξικέλευθη. Η σεναριογράφος και μοντέρ, που ζει στην Αμερική, ξαφνιάζει με τη σκηνοθετική της ωριμότητα και πρωτοτυπία, θίγοντας ταυτόχρονα ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει το ελληνικό σινεμά, το πώς μια διαφορετική κουλτούρα καλείται να ενσωματωθεί και να επιβιώσει στη δική μας κοινωνία.
Ο κορεάτης φωτογράφος Κι Τζιν Κιμ κινηματογραφεί γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά με αναπάντεχο τρόπο και η Λαιμού κινείται στους κόλπους της κοινότητας των Χαρισματικών Καθολικών και την παρακολουθεί όχι ως ένα «εξωτικό φρούτο», αλλά μια άλλη πραγματικότητα, που ακόμα κι αν μας φαίνεται παράξενη, είναι κι αυτή ένα κομμάτι του κοινωνικού μας ιστού.
Με τον ίδιο τρόπο, η Έμυ, αν και δεν μοιάζει με εμάς, κυκλοφορεί στους ίδιους δρόμους και ζει κάτω από τον ίδιο ουρανό, αναζητώντας τη θέση της σε έναν κόσμο, που αντιδρά στο μεταφυσικό, στο θαύμα, και κατά συνέπεια στην ίδια, γιατί απλώς δεν χωράει στην ορθολογική αντιμετώπιση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
X
Σκηνοθεσία: Τι Γουέστ
Παίζουν: Μία Γκοθ, Τζένα Ορτέγκα, Μάρτιν Χέντερσον, Μπρίτανι Σνόου, Όουεν Κάμπελ, Στίβεν Γιούρι, Σκοτ Μεσκούντι
Περίληψη: 1979. Μία παρέα νεαρών αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία πορνό στην ύπαιθρο του Τέξας, αλλά όταν οι απομονωνόμενοι ηλικιωμένοι οικοδεσπότες τους ανακαλύπτουν τα σχέδια της παρέας, τα μέλη του καστ καταλήγουν να παλεύουν για τη ζωή τους.
Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης Τι Γουέστ («The House of the Devil»), με φόντο το αγροτικό Τέξας του 1979 φτιάχνει ένα pulp θρίλερ- ωδή στο αμερικανικό horror του ’70.
Έξι φιλόδοξοι νεαροί -δύο στριπιζέζ, ένας βετεράνος του Βιετνάμ, ένας παραγωγός, ένας σκηνοθέτης στο ξεκίνημά του και μια φαινομενικά ήσυχη κοπέλα με βλέμμα όλο αθωότητα, που αναλαμβάνει το πόστο της ηχολήπτριας- πηγαίνουν σε ένα απομονωμένο ράντσο για να γυρίσουν το «αριστούργημά» τους με τίτλο «Η κόρη του αγρότη». Και όχι δεν πρόκειται για βουκολικό δράμα, αλλά για ένα καθαρόαιμο πορνό, που θα τους εξασφαλίσει δημοσιότητα και χρήματα -ή τουλάχιστον αυτό νομίζουν οι συντελεστές. Οι παράξενοι όμως ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες της φάρμας, από φθόνο για τη σεξουαλική ορμή αυτών των νεαρών, θα τους κάνουν τη ζωή πάρα πολύ δύσκολη.
Ο Γουέστ, λάτρης των ταινιών τρόμου και βαθύς γνώστης των κανόνων του είδους, με μια σωστή αναπαράσταση της εποχής, ανατρέπει τις παραδοσιακές φόρμες και παραδίδει μια μάχη, όπου αντίπαλοι δεν είναι το κάλο και το κακό, αλλά η ζωή και η θνησιμότητα.
Σεξ και βία είναι τα βασικά υλικά του Γουέστ, που από τη μία κινηματογραφεί με απόλυτη σοβαρότητα τα γυρίσματα μιας ροζ ταινίας και από την άλλη στήνει ένα γαϊτανάκι αίματος, που αντιδρά σε αυτή την ελευθερία έκφρασης. Οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες δεν ανέχονται την επανάσταση της νέας γενιάς, η οποία θεωρεί πως το σεξ είναι απλώς ανάγκη και δεν πρέπει να περιορίζεται. Βαθιά βουτηγμένοι στον συντηρητισμό, που τους έχει μετατρέψει σε ζόμπι, σπέρνουν την φρίκη και τον τρόμο σε αυτά τα όμορφα ανέμελα παιδιά, που κυνηγούν μετά μανίας και με κάθε κόστος το «αμερικανικό όνειρο». Μέσα σ' αυτόν τον εφιάλτη, οι θύτες και τα θύματα μοιάζουν εξίσου τρομαχτικοί, και ο Γουέστ που γνωρίζει καλά τι σημαίνει slaser, φτιάχνει ένα μοντέρνο gore με βιτριολικό χιούμορ- ο Τεξανός σερίφης που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση είναι όλα τα λεφτά- για το αγεφύρωτο χάσμα των γενεών.
Copshop
Σκηνοθεσία: Τζο Κάρναχαν
Παίζουν: Τζέραρντ Μπάτλερ, Φρανκ Γκρίλο, Αλέξις Λούντερ
Περίληψη: Ένας θανατηφόρος εκτελεστής έχει βάλει στο στόχαστρο έναν σεσημασμένο απατεώνα. Ο τελευταίος, στην προσπάθειά του να κρυφτεί, αποφασίζει να συλληφθεί ώστε να μείνει για αρκετό καιρό φυλακισμένος σε ένα μικρό αστυνομικό τμήμα. Δεν υπολογίζει όμως πως ο εκτελεστής είναι αποφασισμένος να τον βρει.
Ο Τζέραλντ Μπάτλερ συναντά τον Τζο Κάρνχαν σε μια action comedy με ταραντινικές επιρροές.
Διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα, ο πανούργος απατεώνας Τέντι Μουρέτο καταστρώνει ένα απεγνωσμένο σχέδιο να κρυφτεί από τον επικίνδυνο εκτελεστή Μπομπ Βίντικ. Επιτίθεται λοιπόν στην νεαρή αστυνομικό Βάλερι Γιάνγκ, ώστε να συλληφθεί και να κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα μιας μικρής πόλης. Η φυλακή δεν μπορεί να προστατέψει για πολύ τον Μουρέτο, ενώ ο Βίντικ ετοιμάζει τη δική του κράτηση, περνώντας το χρόνο του σε κοντινό κελί μέχρι να ολοκληρώσει την αποστολή του. Η άφιξή του θα προκαλέσει μεγαλύτερο χάος και ξέφρενες καταστάσεις.
Στη λογική των b-movie, ο Κάρνχαν ενορχηστρώνει, ακολουθώντας όλα τα κλισέ του είδους, διαμάχες,-λεκτικές και σωματικές- εντός ενός αστυνομικού τμήματος, από τα γραφεία μέχρι τα κελιά. Το σενάριο δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από όσα υπόσχεται η περίληψη και σίγουρα κανείς δεν αγωνιά για το πού θα καταλήξει το μπέρδεμα αυτό, που από την αρχή μοιάζει λυμένο. Οι καλές χορογραφίες και οι χαρακτήρες, που θυμίζουν ήρωες σατιρικού κόμικ, έχουν την πλάκα τους και η ώρα περνάει γρήγορα. Βγαίνοντας όμως από την αίθουσα μάλλον θα έχετε ξεχάσει τι είδατε.
16 φορές άνοιξη (Seize Printemps)
Σκηνοθεσία: Σουζάν Λαντόν
Παίζουν: Σουζάν Λαντόν, Αρνό Βαλουά
Περίληψη: Η δεκαεξάχρονη Σουζάν δεν μοιάζει με τους συνομηλίκους της. Όταν γνωρίζει έναν τριανταπεντάρη ηθοποιό έξω από ένα θέατρο και τον ερωτεύεται., θα διαπιστώσεις πως ακόμα κι ο έρωτας αδυνατεί να είναι η απάντηση στα πάντα.
Η Σουζάν Λιντόν, κόρη του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Βενσάν Λιντόν, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην πρώτη ταινία της, η οποία επιλέχθηκε από το Φεστιβάλ των Καννών το 2020.
Η δεκαεξάχρονη Σουζάν βαριέται την καθημερινότητά της και τους άλλους εφήβους. Ζει σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο Παρίσι με τους ανοιχτόμυαλους γονείς της (που σίγουρα μοιάζουν με τους γονείς της σκηνοθέτιδας, δηλαδή τον Λιντόν και την Σαντρίν Κιμπερλέν) και περνάει τη μέρα της με ένα βιβλίο στο χέρι, περιμένοντας να μεγαλώσει. Έξω από ένα θέατρο συναντάει έναν γοητευτικό τριανταπεντάχρονο ηθοποιό, που έχεις επίσης βαρεθεί να παίζει το ίδιο έργο κάθε μέρα. Αυτά τα δυο πλάσματα, που το ένα βιάζεται να ενηλικιωθεί και το άλλο νοσταλγεί την αθωότητα της εφηβείας, βρίσκουν ένα κοινό σημείο επαφής και μια ιδιαίτερη σχέση- θα μπορούσε να την πει κάποιος και έρωτα- γεννιέται ανάμεσά τους.
Η εικοσάχρονη Λιντόν βγάζει από τα κιτάπια της ένα σενάριο, που είχε γράψει στα δεκαπέντε της, και με τη χαριτωμένη ανεμελιά εκείνης της ηλικίας στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο φτιάχνει μια coming of age movie, που διατηρεί την αφέλεια και μαζί τη μελαγχολία της εφηβείας, χωρίς φίλτρα.
Η νεαρή σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια, που δανείζει το όνομά της στην ηρωίδα της, δεν δίνει καμία σημασία στη διαφορά ηλικίας του κεντρικού της ζευγαριού, ούτε και στο γεγονός ότι μιλάμε για τη σχέση ενός ενήλικα με μια ανήλικη, αλλά εστιάζει περισσότερο στην ανάγκη της Σουζάν να γίνει γυναίκα και να παραμείνει ταυτόχρονα ένα παιδί, που ρουφάει ξέγνοιαστα τη βυσσινάδα του. Το αποτέλεσμα είναι ένα κομψό καλοφτιαγμένο, άλλα αρκετά αυτοαναφορικό φιλμ, όπου το συναίσθημα κρύβεται πίσω από τις λέξεις για να εκδηλωθεί στα χορευτικά ιντερμέδια, που η Λιντόν κινηματογραφεί κι ερμηνεύει με ζωντάνια.
Διόνυσος, η Επιστροφή
Σκηνοθεσία: Σπύρος Τσιφτσής
Περίληψη: Το κινηματογραφικό πορτρέτο του σπουδαίου θεατρικού σκηνοθέτη Θόδωρου Τερζόπουλου.
O Σπύρος Τσιφτσής ακολουθεί τον Θόδωρο Τερζόπουλο στη συναρπαστική του διαδρομή: από τον Μακρύγιαλο της Πιερίας, τόπο καταγωγής του, στο ταξίδι του στο Berliner Ensemble, στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Αμερική, στη βάση του στο θέατρο Άττις στο Μεταξουργείο, φτάνοντας μέχρι τους Δελφούς, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.
Ήταν το 1986, όταν ο Θόδωρος Τερζόπουλος, παιδί μιας προσφυγικής οικογένειας από τον Πόντο, με την παράσταση των «Βακχών» γίνεται διάσημος σε όλο τον κόσμο. Η ιδιαίτερη σκηνική του γλώσσα, η εμμονή του με το διονυσιακό πνεύμα, η πλούσια πορεία του με πάνω από 2000 παραστάσεις σε κάθε σημείο του πλανήτη, η δημιουργία του θεάτρου Άττις στο Μεταξουργείο που γίνεται το «σπίτι του», οι συνεργασίες του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αλλά και οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, ξετυλίγονται μέσα από τις αφηγήσεις του ίδιου του σκηνοθέτη, συνοδευόμενες από δικό του αρχειακό υλικό.
Ριζοσπάστης και ρηξικέλευθος ο Τερζόπουλος, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες σήμερα, αναμορφώνει το θεατρικό τοπίο μέσα από τη δική του μέθοδο, την οποία παρουσιάζει στο ντοκιμαντέρ του Τσίφτση με απλότητα και καθαρότητα. Με σεβασμό στο έργο και στην προσωπικότητά του, ο κινηματογραφιστής αφήνεται στην απολαυστική αφήγηση αυτού του σημαντικού καλλιτέχνη και παραδίδει την πρωτοτυπία στον ίδιο ,παρά στην κινηματογράφησή του, φτιάχνοντας ένα πορτρέτο, που το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι πως δεν αφορά μόνο το θεατρόφιλο κοινό.
Η πόλη και η πόλη
Σκηνοθεσία: Χρήστος Πασσαλής και Σύλλας Τζουμέρκας
Συμμετέχουν: Βασίλης Κανάκης, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Aγγελική Παπούλια, Αργύρης Ξάφης, Νίκη Παπανδρέου, Βασίλης Καραμπούλας, Θέμις Μπαζάκα, Μαρία Φιλίνη κ.ά.
Περίληψη: Υβριδικό ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Οι δυο σκηνοθέτες εμπνέονται από τη γενέτειρά τους Θεσσαλονίκη και συνδημιουγούν μια ταινία, που διατρέχει επτά δεκαετίες της ιστορίας της και της πικρής εμπειρίας της εβραϊκής της κοινότητας.
Γυρισμένη σε μόλις δεκατέσσερις μέρες, η ταινία δομείται σε έξι κεφάλαια, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο, ενώνοντας μαρτυρίες,αρχεία και οπτικοποιημένο υλικό σε ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ, που ξεπερνάει τα πλαίσια μιας κλασικής ταινίας τεκμηρίωσης. Ο Πασσαλής,με καταβολές από το θέατρο, και ο Τζουμέρκας με την κινηματογραφική του προϋπηρεσία, μοιράζονται τις κοινές τους μνήμες και αναζητήσεις, φτιάχνοντας τελικά μια σινεφιλή performance, που διερευνά τις αιτίες της συντριβής της εβραϊκής κοινότητας.
Πέρα από τις φρικαλεότητες των Ναζί, οι δυο δημιουργοί αναζητούν τη πορεία της γενοκτονίας και ταυτόχρονα καταγράφουν πώς αυτό το οδυνηρό παρελθόν υπάρχει στη σύγχρονη πόλη της Θεσσαλονίκης. Μακριά από κλισέ και μελοδραματισμούς, συχνά αποτυπώνουν με ποιητικό τρόπο τον σπαραγμό και τη φρίκη του πολέμου, αναζητώντας τη σύνδεση παρελθόντος και παρόντος. Γιατί εκεί που σήμερα γίνονται καλλιστεία, κάποτε συνέβαιναν σφαγές, κι εκεί που σήμερα κάνουμε ξέγνοιαστοι βόλτες, κάποιοι μαρτυρούσαν εξαιτίας ενός παραλογισμού.
Μια πλειάδα ηθοποιών, αλλά και ερασιτεχνών, μεταμορφώνονται άλλοτε σε ιστορικά πρόσωπα και άλλοτε σε σύγχρονούς μας και δίνουν μορφή σε αυτό το «όνειρο» των Τζουμέρκα και Πασσαλή, που πέρα από το γεγονός ότι αποκαλύπτει άγνωστες πληροφορίες, ταυτόχρονα προσεγγίζει αυτή τη σκοτεινή πλευρά της Ιστορίας με τη μορφή ενός βιωματικού αφηγήματος.
Παίζεται ακόμα:
Sotos, Ζω-γράφος Αειπράγμων
Σκηνοθεσία: Γιάννης Φραγκούλης
Περίληψη: H βιογραφία του Σώτου Ζαχαριάδη από τον Γιάννη Φραγκούλη.
Ο Σώτος Ζαχαριάδης δραστηριοποιείται στη ζωγραφική, τις εγκαταστάσεις, τη μουσική, τη χαρακτική και τη συγγραφή βιβλίων για περισσότερο από τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ζωγραφίζει και κάνει εκθέσεις και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό. Παράλληλα, ασχολείται με τη συγγραφή δοκιμίων, λογοτεχνημάτων, κυρίως ποιημάτων και παίζει μουσική και συνθέτει εγκαταστάσεις: είναι αυτό που λέμε «πολυπράγμων».
Ο Σώτος όμως είναι καλλιτέχνης στην καθημερινότητά του και ταυτόχρονα ένας αυθεντικός καθημερινός άνθρωπος της παρέας και της προσφοράς, πραγματικός φίλος για τους φίλους.
Η ταινία είναι προϊόν έρευνας του Αθανασίου Αθανάτου, ο οποίος συμμετέχει σε αυτή, παίρνοντας συνέντευξη από τον καλλιτέχνη, ενώ παράλληλα έχει διαμορφώσει με την έρευνά του το σενάριό της. Επίσης, καταθέτουν τις μαρτυρίες τους αρκετοί φίλοι του καλλιτέχνη και συνοδοιπόροι του. Μέσα από αυτές τις πολύπλευρες αφηγήσεις και αναλύσεις διαμορφώνεται, παράλληλα με το πορτρέτο του Ζαχαριάδη, μία πλήρης εικόνα της καλλιτεχνικής κίνησης, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, από το 1984 και μετά.