Ταινίες της εβδομάδας: Η Έμμα Στόουν ως η απόλυτη κακιά Κρουέλα ντε Βιλ, τα ελληνικά «Μήλα» και το «Ήσυχο Μέρος 2»
Αυτήν την εβδομάδα, η Έμμα Στόουν μεταμορφώνεται στην αδίστακτη Κρουέλα ντε Βιλ για να μας αποκαλύψει την ιστορία της, τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου μετά από τη διεθνή τους επιτυχία βγαίνουν στις ελληνικές αίθουσες, ενώ ο Τζον Κραζίνσκι επιστρέφει στο «Ήσυχο μέρος» όπου η σιωπή για μια ακόμα φορά είναι εκκωφαντική.
Κρουέλα (Cruella)
Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι
Παίζουν: Έμμα Στόουν, Έμα Τόμσον, Τζόελ Φράι, Μάξ Στρονγκ
Περίληψη: Η Εστρέλα είναι ένα έξυπνο και δημιουργικό κορίτσι αποφασισμένο να γίνει διάσημο στον χώρο της μόδας. Κάνει παρέα με ένα ζευγάρι νεαρών κλεφτών που εκτιμούν την όρεξή της για αταξίες και μαζί είναι σε θέση να χτίσουν μια ζωή στους δρόμους του Λονδίνου. Μια μέρα, το ταλέντο της γίνεται αντιληπτό από τη Βαρόνη φονΧέλμαν, μία γυναίκα-θρύλο της μόδας -καταστροφικά κομψή και τρομακτικά υπεροπτική. Η σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά αποκαλύψεων, που θα οδηγήσουν την Εστρέλα να μεταμορφωθεί στη σκληρή, αδίστακτη και εκδικητική Κρουέλα.
Η ιστορία της απόλυτης villain, που έχει αδυναμία στα σκυλιά Δαλματίας, με την υπογραφή του Κρεγκ Γκιλέσπι («I, Tonya») και φόντο το Λονδίνο του ’70 έχει -αν μη τι άλλο- ένα γερό χαρτί: δύο εξαιρετικές ερμηνείες από την Έμμα Στόουν και την Έμα Τόμσον.
Η Εστρέλα είναι ένα νέο κορίτσι, που από μικρή έχει χάσει με τραγικό τρόπο τη μητέρα της. Αν και το όνειρό της είναι να γίνει σχεδιάστρια μόδας, προς ώρας περνάει τον καιρό της, σκαρώνοντας μικροκλοπές με τους δύο αδερφικούς της φίλους, τον Τζάσπερ και τον Οράτιο. Όταν θα βρεθεί να δουλεύει στο κατάστημα της τρομερής Βαρόνης φονΧέλμαν, η τύχη θα τη βοηθήσει να αποκαλύψει το ταλέντο της. Η ψυχρή κι εκκεντρική Βαρόνη εντυπωσιάζεται από την αισθητική της και μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν, όμως, η Εστρέλα ανακαλύψει ένα τρομερό μυστικό της Βαρόνης, θα φτιάξει τον χαρακτήρα της σατανικής Κρουέλα με μοναδικό σκοπό την εκδίκηση.
Ο χαρακτήρας της Κρουέλα εµφανίστηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο της Dodie Smith το 1950 και ζωντάνεψε στη μεγάλη οθόνη το 1961, µε την κλασική ταινία κινούμενων σχεδίων της Disney. Το 1996 ακολούθησε ένα live action remake, με την Γκλεν Κλόουζ και ένα σίκουελ το 2000. Αυτή τη φορά, όμως, ο Τόνι Μακ Ναμάρα («Η Ευνοούμενη») που υπογράφει το σενάριο θα μας αποκαλύψει πώς αυτή η τρομερή γυναίκα έχτισε τον μύθο της.
Άραγε η Κρουέλα ήταν πάντα ένα κομμάτι της Εστρέλα ή αυτή η μεταμόρφωση προέκυψε λόγω των συνθηκών; Το αν ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα της επιστήμης, αλλά κι ένα βαθύ υπαρξιακό ζήτημα που ο Μακ Ναμάρα διαχειρίζεται εύστοχα, χωρίς ποτέ να δίνει απάντηση. Αντίθετα, κάθε αλλαγή στον χαρακτήρα της Εστρέλα-Κρουέλα συνεχώς πυροδοτεί αυτήν την καίρια ερώτηση, βάζοντας σε διαδικασία τον θεατή να προβληματιστεί.
Ο Γκιλέσπι από την πλευρά του, εμπνευσμένος από το κίνημα της πανκ που επικρατούσε στη μόδα και στη μουσική τη δεκαετία του ’70, φτιάχνει ένα κοσμοπολίτικο υπαρξιακό παραμύθι, με εξαιρετική αισθητική, ισορροπώντας συνεχώς ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα. Έτσι χρησιμοποιεί το γκροτέσκ στοιχείο για να καυτηριάσει την αλαζονεία της Βαρόνης και μαζί τη δουλοπρέπεια του περιβάλλοντός της, ενώ με άνεση περνάει σε έναν μελαγχολικό γλυκόπικρο ρεαλισμό, που συναντάει κανείς σε μια ταινία ενηλικίωσης.
Η Εστρέλα, βέβαια, δεν ενηλικιώνεται απλώς, ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού της που υπήρχε θαμμένο μέσα της ή δημιουργεί μια τρομακτική περσόνα, προκειμένου να επιβιώσει. Πάνω σε αυτό το δίπολο, τα διαφορετικά είδη που επιλέγει ο Γκιλέσπι, άλλοτε παραπέμπουν στο προσωπείο που χτίζουμε για να υπάρξουμε κοινωνικά κι άλλοτε στην αληθινή μας φύση, που τελικά δεν είναι δεδομένη, ούτε καν για εμάς τους ίδιους.
Η εκπληκτική σκηνογραφία, τα εντυπωσιακά κοστούμια, που σίγουρα θα δημιουργήσουν τάση στη μόδα, αλλά και το soundtrack της ταινίας που περιλαμβάνει επιτυχίες από όλο το φάσμα της μουσικής, δημιουργούν ένα φαντασμαγορικό περιβάλλον που αρμόζει σε δυο ιέρειες του στιλ. Όμως, από αυτό το υπερθέαμα λείπει το διαβολικό στοιχείο.
Η Έμμα Στόουν μπαινοβγαίνει με άνεση στη διπλή της φύση της Εστρέλα–Κρουέλα, χρησιμοποιεί μια βαθιά φωνή που θυμίζει την Ταλούλα Μπάνκχεντ -τη μεγάλη σταρ του παλιού Χόλυγουντ πάνω στην οποία λέγεται ότι βασίστηκε ο χαρακτήρας της Κρουέλας- και με διαβολικό κέφι καταφέρνει να γίνεται συμπαθής, ακόμα και ως απόλυτα κακιά. Η Έμμα Τόμσον, από την άλλη, φτιάχνει ένα γκροτέσκ πλάσμα, που σατιρίζει τη φιλοδοξία, την αλαζονεία, και την απληστία –κάθε κίνησή της, κάθε βλέμμα της, κάθε φράση που εκτοξεύει γίνεται ένα αιχμηρό σχόλιο.
Η χημεία των δυο τους είναι σαρωτική κι εκείνες δεξιοτεχνικά παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, όποτε η ταινία πάει να κάνει κοιλιά, μετατρέποντας κάθε σκηνή σε ένα υποκριτικό μπρα ντε φερ.
Τα Μήλα (Apples)
Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου
Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδου, Αργύρης Μπακιρτζής
Περίληψη: Μια αναπάντεχη επιδημία, που προκαλεί ξαφνική αμνησία στους ανθρώπους, βρίσκει τον Άρη, έναν άνδρα γύρω στα σαράντα, να ακολουθεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, που έχει ειδικά σχεδιαστεί για να χτίσει ένας αμνησιακός μια καινούργια ζωή. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει καθημερινές αποστολές, που είναι ηχογραφημένες από τους γιατρούς του. Προσπαθώντας να δημιουργήσει μια νέα ζωή, ο Άρης θα συναντήσει την Άννα, μια γυναίκα που βρίσκεται στο ίδιο πρόγραμμα.
O Χρήστός Νίκου, συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, υπογράφει ένα κινηματογραφικό ποίημα για την απώλεια και τη μνήμη, που έκανε ακόμα και την Κέιτ Μπλάνσετ να συγκινηθεί.
Η ταινία λαμβάνει χώρα σε ένα μεταμέλλον -ή και στη σημερινή Αθήνα. Το πρόγραμμα αποκατάστασης της μνήμης στο οποίο έχει μπει ο πρωταγωνιστής ονομάζεται «Νέα Ταυτότητα». Σύμφωνα με τις ηχογραφημένες οδηγίες των γιατρών του, αναλαμβάνει μια σειρά από αποστολές, που στόχο έχουν να του επαναφέρουν τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής του, αλλά και να του δημιουργήσουν νέα βιώματα. Μετά από κάθε αποστολή πρέπει να τραβήξει μια φωτογραφία polaroid ως αποδεικτικό στοιχείο. Ο Άρης όμως δεν είναι σίγουρος αν πραγματικά θέλει να θυμηθεί.
Σε έναν κόσμο ρετρό, όπου δεν υπάρχουν κινητά, ούτε έξυπνες συσκευές, ενώ τα έπιπλα παραπέμπουν σε προηγούμενες δεκαετίες, ο Νίκου με ένα θαρραλέο ντεμπούτο πραγματεύεται το θέμα της απώλειας και της μνήμης. Μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς παρελθόν; Μήπως όλα όσα θέλουμε να ξεχάσουμε αποτελούν κομμάτια της ύπαρξής μας; Πώς είναι να ξεκινάει κανείς από το μηδέν; Υπάρχει πραγματικά μηδέν; Είναι μερικά από τα ερωτήματα του Άρη, αλλά και των «Μήλων».
Ο Νίκου μαζί με τον Σταύρο Ράπτη συνυπογράφουν μια ποιητική μελαγχολική αλληγορία, που παίζει με τους κανόνες του Weird Wave, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνει να παραμείνει συμπονετική στους ήρωές της. Με κλειστά κάδρα και μια αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας από τον Bartosz Swiniarski, αποτυπώνουν την Αθήνα όπως δεν την έχουμε ξαναδεί, σαν ένα φουτουριστικό τοπίο, που όμως διατηρεί αναλλοίωτα τα στοιχεία του παρελθόντος.
Η ιστορία, προσωπική και συλλογική, υπονοείται μέσα στο εικαστικό περιβάλλον του Έλληνα δημιουργού, που εύστοχα δεν προσπαθεί να δημιουργήσει εμφανείς συνειρμούς, αλλά μας παρασύρει σε μια εσωτερική αναζήτηση, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τη θλίψη των σημερινών μεγαλουπόλεων και μαζί την αγωνιώδη μας προσπάθεια να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του θανάτου.
Ένα ήσυχο μέρος 2 (A Quiet Place Part II)
Σκηνοθεσία: Τζον Κρασίνσκι
Παίζουν: Έμιλι Μπλαντ, Κίλιαν Μέρφι, Μίλισεντ Σίμοντς, Νόα Τζουπ, Ντζιμόν Χουνσού
Περίληψη: Ακολουθώντας τα θανατηφόρα γεγονότα της πρώτης ταινίας, η οικογένεια των Άμποτ πρέπει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους του έξω κόσμου, καθώς συνεχίζουν τον αγώνα για επιβίωση σιωπηλοί. Αναγκασμένοι να κινούνται προς το άγνωστο, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι τα πλάσματα που τους κυνηγούν δεν αποτελούν τη μοναδική απειλή που καρτερεί πίσω από το μονοπάτι της άμμου.
Ο Τζον Κραζίνσκι επιστρέφει στον κόσμο της εκκωφαντικής σιωπής για να λύσει όλες τις απορίες μας.
Μια ταινία που, με προϋπολογισμό μόλις 17 εκατομμύρια δολάρια, κατάφερε να ξεπεράσει σε εισπράξεις τα 340 εκατομμύρια, προφανώς δεν θα άφηνε ασυγκίνητους τους παραγωγούς, που κατάλαβαν πως οι ιδέες του Κραζίνσκι είναι χρυσωρυχείο. Και παρά το γεγονός ότι αρχικά εκείνος δεν είχε στο μυαλό του να δημιουργήσει ένα franchise τρόμου, τον έπεισαν να τους παραδώσει ένα sequel του «Ήσυχου μέρους».
Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις, η μαγεία της πρώτης φοράς ξεθωριάζει μπροστά στις επιταγές του ταμείου, όμως ο Κραζίνσκι για ακόμα μια φορά κάνει τη διαφορά.
Έτσι, σε αυτό το sequel, που θα λάτρευε και ο Σπίλμπεργκ, παίρνει την οικογένεια Άμποτ μακριά από το σπίτι της και τη βγάζει στον έξω κόσμο, όπου θα πρέπει να αντιμετωπίσει, όχι μόνο τα εξωγήινα πλάσματα που ερεθίζονται από τους ήχους και σπέρνουν τον τρόμο, αλλά και από την απειλή του ανθρώπινου είδους.
Αξιοποιώντας και πάλι τη δύναμή της σιωπής, ο Κραζίνσκι δημιουργεί ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον για τους ήρωές του, όπου ακόμα και μια ανάσα μπορεί να αποβεί μοιραία. Αυτή τη φορά, τα τέρατά του είναι πιο πολλά και πιο επικίνδυνα, αφού έχουν εξοικειωθεί πια με τη γη, ενώ οι Άμποτ επιδίδονται σε έναν σκληρό αγώνα για την επιβίωσή τους, που θα τους αποδείξει ότι, και οι άνθρωποι μπορούν να είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απειλητικοί.
Ο τρόμος, λοιπόν, ελλοχεύει ύπουλα σε κάθε πλάνο, ο Κραζίνσκι εξελίσσει τους χαρακτήρες που μας σύστησε στην πρώτη του ταινία με ιδιοφυή τρόπο και με μια άψογη κινηματογράφηση αποδεικνύει ότι, τελικά, η ζωή δεν είναι μόνο θέμα ικανοτήτων, άλλα και τύχης, προσφέροντας στους λάτρεις του φανταστικού σινεμά μια ολοκληρωμένη εμπειρία.
Ανάμεσά μας (Le Jeune Ahmed/Young Ahmed)
Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Νταρντέν, Λικ Νταρντέν
Παίζουν: Ιντίρ Μπεν Αντί, Βικτοριά Μπλουκ, Ολιβιέ Μπονό, Κλερ Μποντσόν, Μιριέμ Ακεντιού, Οτμάν Μουμέν
Περίληψη: O δεκατριάχρονος Αχμέντ δεν μοιάζει να συμπεριφέρεται σαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του στη μικρή βέλγικη πόλη όπου ζει. Η απότομη στροφή του προς τη θρησκεία και τη φανατισμένη ιδεολογία του ιμάμη του, τον απομακρύνει από την οικογένειά του και το περιβάλλον του. Όταν δε ο ιμάμης κατηγορεί την καθηγήτριά του για αποστασία, ο Αχμέντ μπαίνει σε μια επικίνδυνη τροχιά, που τον οδηγεί στη βία.
Οι Ζαν-Πιερ και ο Λικ Νταρντέν στη νέα τους ταινία, που απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 2019, προσεγγίζουν αμήχανα το θέμα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Ο έφηβος Αχμέντ ζει σε μια μικρή πόλη του Βελγίου με τη μητέρα του και τις αδερφές του. Ορφανός από πατέρα, περνάει τον καιρό του με τον ξάδερφό του, παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια και παρακολουθώντας βίντεο που σχετίζονται με τη τζιχάντ. Η επαφή του με τον ιμάμη της περιοχής θα τον μεταμορφώσει σε έναν φανατικό υπερασπιστή του Κορανίου, γεγονός που θα τον φέρει αντιμέτωπο με την οικογένειά του. Αρχίζει να κατηγορεί τη μητέρα του επειδή πίνει κρασί, επικρίνει τις αδερφές του γιατί δεν φορούν μαντίλα, ενώ αρνείται να αγγίξει τη δασκάλα του, επειδή έχει σχέση με έναν αλλόθρησκο. Όταν ο ιμάμης κατηγορεί τη μαθηματικό του, λέγοντας ότι προσβάλλει την πίστη τους, ο Αχμέντ αποφασίζει να τη δολοφονήσει. Μετά από μια βίαιη επίθεση, όμως, καταλήγει στο αναμορφωτήριο. Ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά και μια κοπέλα που συναντάει κατά τη διάρκεια της εργοθεραπείας του, προσπαθούν να τον βοηθήσουν να βρει τον εαυτό του.
Το διάσημο σκηνοθετικό δίδυμο, μέσα από την ανθρωποκεντρική του ματιά, πάντα αντιμετωπίζει μείζονα κοινωνικά ζητήματα, εστιάζοντας κυρίως στα πρόσωπα. Μέσα από αυτά, οι Βέλγοι δημιουργοί φωτίζουν και αποκαλύπτουν τις διαστάσεις κάθε προβλήματος, αποφεύγοντας συνήθως τις εύκολες λύσεις.
Αυτή η φορά, όμως, καταπιάνονται με ένα θέμα, αυτό του θρησκευτικού φανατισμού, που μάλλον δεν καταλαβαίνουν σε βάθος. Έτσι, ο κεντρικός τους ήρωας μεταμορφώνεται σε φονταμενταλιστή κυριολεκτικά εν μια νυκτί και καταλήγει σε μια επιθετική συμπεριφορά, που περισσότερο έχει να κάνει με το προσωπικό τραύμα του. Οι αντιδράσεις του Αχμέντ είναι παιδικές, δεν έχουν σχέση με τη βία που γεννά ο θρησκευτικός φανατισμός, όπως εντελώς απλοϊκές είναι και οι αντιδράσεις των οικείων του σε αυτή του τη «μεταμόρφωση».
Οι Ευρωπαίοι Νταρντέν δυσκολεύονται να δουν την άλλη πλευρά, αντίθετα θεωρούν πως όλα κυλούν ομαλά στη δική τους, εξ ου και ο κόσμος του αναμορφωτήριου είναι γεμάτος κατανόηση για αυτό τον μικρό τζιχαντιστή. Το ανθρωποκεντρικό σινεμά, που ξέρουν καλά να κάνουν με την κάμερα στο χέρι και κοντινά στα πρόσωπα, εδώ καταναλώνεται σε επαναλήψεις και κλισέ, με μοναδική εξαίρεση τις σκηνές που ο νεαρός πρωταγωνιστής ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον έρωτα μέσα από την γνωριμία με την καινούργια του φίλη.
Κατά τα αλλά, όμως, περιγράφουν τη μουσουλμανική κοινότητα με στερεοτυπικούς όρους, όπως μονοδιάστατα αντιμετωπίζουν και τους ήρωές τους, παραδίδοντας τελικά μια ταινία που πεισματικά αρνείται να μπει στην καρδιά ενός φλέγοντος κοινωνικού ζητήματος.
Ο Ράφτης (Tailor)
Σκηνοθεσία: Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Παίζουν: Δημήτρης Ήμελλος, Ταμίλα Κουλίεβα, Θανάσης Παπαγεωργίου, Στάθης Σταμουλακάτο και Δάφνη Μιχοπούλου
Περίληψη: Ο Νίκος, ένας εκλεπτυσμένος ράφτης παλαιάς κοπής, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το φάντασμα της καλοντυμένης αριστοκρατίας του ’60. Όταν η τράπεζα απειλεί να κατάσχει το οικογενειακό ραφτάδικο και ο ηλικιωμένος πατέρας του νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, για πρώτη φορά αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια του και βρίσκει έναν ανορθόδοξο τρόπο να φέρει την τέχνη του κοντά στους σημερινούς ανθρώπους.
Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν στην πρώτη μεγάλου μήκους της εμπνέεται από την ελληνική κρίση και φτιάχνει μια ρομαντική κομεντί με παραμυθένια ατμόσφαιρα.
Ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από άλλη εποχή: ράφτης στο επάγγελμα, έχει καλούς τρόπους, που άλλοτε προκαλούν αμηχανία κι άλλοτε εκλαμβάνονται ως εκκεντρικότητα, και παραμένει παιδί παρόλο που κλείνει τα πενήντα. Όταν ο πατέρας του, που είναι και η ψυχή του ραφτάδικου, αρρωσταίνει και η τράπεζα απειλεί να κλείσει την επιχείρησή τους λόγω χρεών, εκείνος αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Αλλά με τον δικό του τρόπο. Έτσι, φτιάχνει ένα αυτοσχέδιο ραφτάδικο, που θυμίζει τους παλιούς πραματευτάδες, και περιπλανιέται σε φτωχικές συνοικίες, σχεδιάζοντας νυφικά. Σύμμαχός του και μούσα του, μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα, που μέσα από την επαφή της μαζί του βρίσκει ένα νόημα στη ζωή της.
Μια ιδιαίτερη ιστορία ενηλικίωσης, που ίσως άργησε πολύ, διηγείται η νεαρή Κέντερμαν, με φόντο μια Ελλάδα που παλεύει να επιβιώσει και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί στη νέα εποχή. Ο κεντρικός της ήρωας, που θυμίζει χαρακτήρες του βωβού κινηματογράφου έχει κάτι vintage, όμως, ταυτόχρονα, δεν αρνείται την αλλαγή. Αντίθετα, βρίσκει τον τρόπο μέσα από τη δική του αισθητική και προσωπικότητα να αντεπεξέλθει.
Χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για προβληματισμούς η Κέντερμαν επενδύει στο παραμυθένιο στοιχείο του χαρακτήρα και αφηγείται μια χαριτωμένη ιστορία, που, όμως, παρατηρεί απ' έξω μια κοινωνική πραγματικότητα, την οποία οι Έλληνες θεατές τουλάχιστον έχουν βιώσει και μάλιστα με οδυνηρό τρόπο. Έτσι, η περιπέτεια του συμπαθέστατου Νίκου, που εύκολα μπορεί να συνδυάσει κανείς με τη νοσταλγική εικόνα της Ελλάδας παλιότερων δεκαετιών, όσο περνάει η ώρα δεν μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω. Παρ' όλα αυτά, η τρυφερότητά της Κέντερμαν υπερισχύει, κάνοντας τα εκατό λεπτά να περνούν ευχάριστα.
Επαναπροβολές:
Η ωραία της ημέρας (Belle de Jour)
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Ζαν Σορέλ, Ζενεβιέβ Παζ, Μισέλ Πικολί, Πιέρ Κλεμεντί
Περίληψη: Η Σεβερίν, μια όμορφη αλλά ψυχρή ερωτικά σύζυγος ενός γιατρού, αποφασίζει να γίνει πόρνη πολυτελείας σε έναν οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας», όπου κι εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των πελατών της.
Η αριστουργηματική ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, που το 1966 βραβεύτηκε με Χρυσό Λιοντάρι κι απογείωσε την Κατρίν Ντενέβ -εδώ ερμηνεύει έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της- είναι ένα τολμηρό μανιφέστο, που βάζει φωτιά στις κοινωνικές συμβάσεις.
Όλα κυλούν ομαλά στον συζυγικό βίο της Σεβερίν, εκτός από την ερωτική της ζωή, γιατί παρά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τον γιατρό σύζυγό της, δεν μπορεί να φτάσει μαζί του στην ερωτική ολοκλήρωση. Έτσι, γίνεται πόρνη πολυτελείας σε έναν οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας». Εκεί, εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της. Όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές, τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της.
Διάσημο για τον τολμηρό ερωτισμό του, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κεσέλ μάς προσφέρει ένα μοναδικό πορτρέτο της γυναικείας ψυχής. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1928, κατηγορήθηκε κατ’ επανάληψη για πορνογραφία και σαδομαζοχισμό, αλλά επικεντρώνεται στην αγαθή φύση της ηρωίδας του, καθώς αυτή, μετατρέποντας το σώμα της σε εργαλείο ηδονής, βρίσκει την απόλυτη αγάπη για τον άντρα της, τον οποίο προδίδει καθημερινά.
Πίσω από την κάμερα, ο Μπουνιουέλ αποφεύγει τους συναισθηματισμούς, καταγράφοντας την πτώση της «καλής κοινωνίας», την ίδια ώρα που μιλά για το σεξ ως μια μορφή τιμωρίας σε μια από τις πιο βαθυστόχαστες, αλλά και πιο απολαυστικές δουλειές του.
Ζούσε τη Ζωή της (Vivre sa vie)
Σκηνοθεσία: Ζαν Λικ Γκοντάρ
Παίζουν: Άννα Καρίνα, Σαντί Ρεμπό, Αντρέ Σ.Λαμπάρθ
Περίληψη: Δώδεκα επεισόδια από τη ζωή της Νανά, κακοπληρωμένης πωλήτριας σε δισκάδικο, η οποία γίνεται πόρνη.
Ο μεγάλος auteur του ευρωπαϊκού σινεμά και η μούσα του, μέσα από μια αποσπασματική αφηγηματική φόρμα, ανανεώνουν το ευρωπαϊκό σινεμά.
Η Νανά (που σημαίνει «γκόμενα» στη γαλλική αργκό, αλλά και ταυτόχρονα είναι μια αναφορά στην ηρωίδα του Εμίλ Ζολά), αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, εγκαταλείπει τον σύντροφό της και τη δουλειά της και αρχίζει να εκπορνεύεται. Η Νανά, όμως, θέλει να γίνει ηθοποιός. Πηγαίνει στον κινηματογράφο και βλέπει την κλασική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Ντραγέρ, ωστόσο η αποτυχία της στον χώρο του σινεμά τη στρέφει στην «εύκολη λύση» της πορνείας.
Πιστεύοντας ότι μπορεί να «δανείζει» το κορμί της στους άλλους, χωρίς να χάσει την ψυχή της, διεκδικεί με αυτό τον παράδοξο τρόπο την ελευθερία της. Η πραγματικότητα, όμως, θα τη διαψεύσει. Όπως είναι αναπόφευκτο, πέφτει στα χέρια ενός προαγωγού, ενώ παράλληλα γνωρίζει και έναν άντρα που θα την ερωτευθεί.
Ο Γκοντάρ συνδυάζει μοναδικά το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία και μας συστήνει ένα κινηματογραφικό ρεύμα, τη nouvelle vague. Η Άννα Καρίνα με τη σειρά της μεταφέρει τη βαθύτερη φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου σκηνοθέτη πάνω σε διαχρονικά ερωτήματα, υποδυόμενη μια νεαρή αποτυχημένη ηθοποιό, που επιλέγει να πουλήσει το κορμί της για να κερδίσει την ψυχή της.
Aφιέρωμα στον Γουόνγκ Καρ Γουάι
Με ένα μοναδικό αφιέρωμα στον Γουόνγκ Καρ Γουάι ξεκινά τη σεζόν στους θερινούς κινηματογράφους το Cinobo. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει σε αποκατεστημένες 4Κ κόπιες τις ταινίες: «Chungking Express», «Έκπτωτοι Άγγελοι» και «Ευτυχισμένοι Μαζί».
Ο ίδιος ο Γουόνγκ Καρ Γουάι επέβλεψε προσωπικά την αποκατάστασή τους, καθώς αυτό το project υπήρχε στο μυαλό του από καιρό. «Όπως λέει το γνωστό ρητό "Κανείς δεν μπορεί να μπει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι" γιατί ούτε το ποτάμι είναι το ίδιο μα ούτε και ο άνθρωπος[…]. Παρουσιάζω τις αποκατεστημένες αυτές κόπιες ως καινούρια δουλειά από ένα διαφορετικό στάδιο της καριέρας μου. Προσκαλώ το κοινό να μοιραστεί μαζί μου αυτή τη νέα αρχή, καθώς και αυτές δεν είναι οι ίδιες ταινίες, μα ούτε κι εμείς είμαστε πια το ίδιο κοινό» δήλωσε ο ίδιος σχετικά.
Chungking Express
Παίζουν: Τακέσι Κανεσίρο, Τόνι Λιούνγκ, Μπριζίτ Λιν, Φέι Γουόνγκ, Βάλερι Τσόου
Η ταινία που εκτόξευσε τον Γουόνγκ Καρ Γουάι στη διεθνή σκηνή. Δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες διαδραματίζονται στα Chunking Mansions, ένα λαβυρινθώδες εμπορικό σύμπλεγμα στο Χονγκ Κονγκ. Ένας πρόσφατα χωρισμένος αστυνομικός, ερωτεύεται μια μυστηριώδη femme fatale, που φοράει ξανθιά περούκα και κρατάει όπλο. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος αστυνομικός παραμένει βαθιά νυχτωμένος ως προς το ενδιαφέρον που του τρέφει μια σερβιτόρα φαστφουντάδικου, η οποία ονειρεύεται να βρεθεί μια μέρα στην Καλιφόρνια.
Έκπτωτοι Άγγελοι
Παίζουν: Μισέλ Ράις, Λεόν Λάι, Τακέσι Κανεσίρο, Κάρεν Μοκ
Ένας ψυχρός εκτελεστής, που έχει κουραστεί από τα ρίσκα της δουλειάς του, θέλει να τα παρατήσει. Η ατζέντης του τον πείθει να αναλάβει μια τελευταία δουλειά με μοιραίες συνέπειες... Επαγγελματικές και ερωτικές ζωές διασταυρώνονται σε ένα περιπετειώδες δράμα με φόντο το αστικό νυχτερινό τοπίο του Χονγκ Κονγκ.
Ευτυχισμένοι Μαζί
Παίζουν: Τόνι Λιούνγκ, Λέσλι Τσέουνγκ, Τσανγκ Τσεν
Ένα γκέι ζευγάρι βρίσκεται στην Αργεντινή για διακοπές. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού χωρίζουν. Ο ένας, μην έχοντας τα απαραίτητα χρήματα για να γυρίσει πίσω, πιάνει δουλειά σε ένα μπαρ. Ο πρώην σύντροφός του βγαίνει με διάφορους και τον επισκέπτεται μια μέρα στο σπίτι τραυματισμένος. Αυτός τον περιθάλπει. Σε λίγο, όμως, γνωρίζει έναν νέο από την Ταϊπέι που γυρίζει τον κόσμο. Mια κυκλοθυμική πορεία εντάσεων, έρωτα και μίσους σε συνεχή διαδοχή, που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1997.
Παίζονται ακόμα:
7 Λεπτά Ψυχής (Seven Minutes of Soul)
Σκηνοθεσία: Πάνος Βλάχος
Περίληψη: Στους πρώτους μοντέρνους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 στην Αθήνα, σημειώθηκε ένα από τα πιο θρυλικά κατορθώματα στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού: ο Σπύρος Λούης βγήκε νικητής του πρώτου επίσημου αγώνα Μαραθωνίου, αφήνοντας τους πάντες άφωνους και προκαλώντας κύματα ενθουσιασμού, εντός και εκτός Ελλάδας. Πώς όμως ένας άσημος νερουλάς από το Μαρούσι, που δεν είχε ποτέ ξανά συμμετάσχει σε κάποιον αθλητικό αγώνα, πέτυχε ένα τέτοιο ασύλληπτο ρεκόρ;
Ο Πάνος Βλάχος στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο διερευνά τις ακριβείς συνθήκες, που οδήγησαν στο κατόρθωμα του Σπύρου Λούη, ενώ παράλληλα δοκιμάζει τον ίδιο του τον εαυτό σε αυτές και ρίχνει φως στους αφανείς ήρωες και στον πιο αμφιλεγόμενο Μαραθώνιο μέχρι σήμερα.
Μπορούν 7 λεπτά ψυχής να αλλάξουν την ιστορία; Με τη φράση αυτή, ο Βλάχος συνοψίζει μια πρωτότυπη προσέγγιση πάνω στο αθλητικό ντοκιμαντέρ, ενώνοντας την έρευνα για ένα ιστορικό γεγονός (το θρίαμβο του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο του 1896) με μια υπαρξιακή αναζήτηση για την έννοια του δρομέα στον σύγχρονο κόσμο.
Οι Κρουντς 2: Νέα Εποχή (The Croods: A New Age)
Σκηνοθεσία: Τζόελ Κρόφορντ
Με τις φωνές των: (στα αγγλικά) Νίκολας Κέιτζ, Εμα Στόουν, Ράιαν Ρέινολντς, Κάθριν Κίνερ και (στα ελληνικά) Κώστα Κόκλα, Νίκου Κουρή.
Περίληψη: Κάποτε, οι Κρουντς είχαν να αντιμετωπίσουν τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στον κόσμο τριγύρω τους. Τώρα πια δεν αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, αλλά για τη συναισθηματική πρόοδο και την ωρίμανσή τους!
Η αγαπημένη παλαιολιθική οικογένεια επιστρέφει με νέες animated περιπέτειες. Οι Κρουντς έχουν επιβιώσει από αρκετούς κινδύνους και καταστροφές. Αυτή η απίθανη οικογένεια γλύτωσε, όχι μόνο από φτερωτά και προϊστορικά θηρία που την απειλούσαν, αλλά επιβίωσε και από το τέλος του κόσμου. Τώρα, έχουν να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη πρόκληση από όλες: μια αντίπαλη οικογένεια. Τόσο διαφορετική αλλά και τόσο ίδια με εκείνους.
Αυτοί με τα δεντρόσπιτά τους, τις απίθανες ανακαλύψεις τους και τα αρδευόμενα στρέμματα με φρέσκα προϊόντα –είναι λίγο (έως πολύ) πιο εξελιγμένοι από τους Κρουντς. Όταν, λοιπόν, υποδέχονται τους νεοφερμένους μουσαφίρηδες στα μέρη τους, οι εντάσεις δεν θα αργήσουν να φανούν.
Αυτή τη φορά, οι Κρουντς θα ανακαλύψουν ότι τους αρκούν όλα όσα έχουν, εφόσον έχουν ο ένας το άλλον. Και πως, ακόμη κι όταν οι άνθρωποί μας και η οικογένειά μας μοιάζουν να μας εξαντλούν μέχρι τελικής πτώσεως με τα καμώματα και τις εμμονικές συμπεριφορές τους, στο τέλος της ημέρας αυτοί είναι οι μόνοι οι οποίοι θα μας σώσουν.