Η σειρά του Ράιν Μέρφι παραείναι φαντεζί για μια προσωπικότητα όπως ο Halston

Ο Ράιαν Μέρφι επιστρέφει στο αγαπημένο του θέμα, δηλαδή στο παρασκήνιο της showbiz, με αφορμή τη βιογραφία του κορυφαίου Αμερικανού σχεδιαστή Ηalston. Μόνο που, για ακόμα μια φορά, η χρυσόσκονη και η λάμψη του glitter υπερτερούν της πραγματικότητας, όπως συμβαίνει και στο «Hollywood».

Ο Halston ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στον κόσμο της μόδας: μια ιδιοφυΐα με εκλεπτυσμένο γούστο, που έκανε την επανάσταση στην υψηλή ραπτική, εισάγοντας αέρινες δημιουργίες που απελευθέρωσαν το γυναικείο σώμα, αλλά δυστυχώς έκανε το μοιραίο λάθος να πουλήσει το όνομά του στη μαζική αλυσίδα ρουχισμού JC Penney. Ο Τύπος τον κατακρεούργησε για την απόφαση αυτή και από τότε άρχισε η παρακμή του βασιλιά της πασαρέλας. Η τελευταία του αναλαμπή, κατά τον Μέρφι, ήταν τα κοστούμια που σχεδίασε για την παράσταση της Μάρθα Γκράχαμ.

Από την άλλη, ενώ το κυρίαρχο στοιχείο των ρούχων του ήταν ο μινιμαλισμός-«I have a theory – less becomes more», συνήθιζε να λέει- στην προσωπική του ζωή  έχανε συχνά το μέτρο. Ναρκωτικά, ξέφρενες νύχτες στο περιβόητο Studio 54 και μια καταστροφική σχέση με τον Λατίνο Victor Hugo, μεταξύ πολλών ακόμα εραστών, κλόνισαν σοβαρά την υγεία του, μέχρι που τελικά διαγνώστηκε με AIDS, από το οποίο και πέθανε το 1990, απομονωμένος στην προστατευτική αγκαλιά της οικογένειάς του.

Στα πέντε επεισόδια των σαράντα λεπτών, ο πολυτάραχος βίος του Ηalston -που με έναν τρόπο είναι συνυφασμένος τόσο με τη δεκαετία του '80 όσο και το περιβόητο  «αμερικάνικο όνειρο»- αντιμετωπίζεται επιφανειακά. Αφήνοντας κατά μέρος τα πρώτα του βήματα, τότε που ως πιλοποιός ξεκινούσε την καριέρα του (για να κερδίσει τη φήμη του χάρη στην Tζάκι Κένεντι που φόρεσε ένα από τα καπέλα του), ο Μέρφι επιλέγει να εστιάσει στην περίοδο της ανόδου: τότε δηλαδή που συνεργαζόμενος με τον David Mahoney κατάφερε να βάλει την αμερικανική μόδα στον παγκόσμιο χάρτη. Βασικά, όμως, καταγράφει με όρους χολιγουντιανού υπερθεάματος τα πάρτι, την εκκεντρικότητα και τις πολυτέλειες που αγαπούσε -και φυσικά τη σχέση του με τη σταρ Λάιζα Μινέλι.

Ο Halston του Μέρφι ως fashion icon κυκλοφορεί μόνιμα με ένα τσιγάρο στο χέρι, φοράει πανάκριβα κοστούμια και σνιφάρει κόκα, πάρα πολύ κόκα. Ποτέ, όμως, δεν βλέπουμε την κατάπτωσή του από τον εθισμό, ούτε την κατάρρευσή του στις δύσκολες προσωπικές και επαγγελματικές του  στιγμές.

Αφηγηματικά, το σενάριο της σειράς περνάει στα γρήγορα όλα τα μεγάλα γεγονότα της πορείας του σχεδιαστή, αποφεύγει εντέχνως τη σκοτεινή πλευρά, όχι μόνο του ίδιου του Halston, αλλά και του κύκλου του, λες και ο Μέρφι φοβάται μήπως ενοχλήσει το τηλεοπτικό κοινό. Αφήνει, δε, απέξω το σοβαρό κομμάτι τους τέλους και της αρρώστιας -σε αυτό το σημείο επιλέγει συνειδητά απλώς να δείξει μια ήρεμη εικόνα του ήρωα που, ντυμένος στα λευκά, αγναντεύει τον ωκεανό. Για την αναπαράσταση της εποχής, πράγμα που θα είχε τεράστιο πολιτισμικό ενδιαφέρον, αρκείται σε κλισέ και γραφικότητες που βλέπουμε στις φωτογραφίες των παπαράτσι.

Κερασάκι στην τούρτα, τα γρήγορα, βιντεοκλιπίστικης συχνά λογικής, φλας μπακ, που μας μεταφέρουν στο παρελθόν του Halston και στα παιδικά του χρόνια. Στόχος τους να μας αποδείξουν με όρους λαϊκής ψυχολογίας πόσο τον στιγμάτισε η στέρηση της πατρικής αγάπης και τον μετέτρεψε σε έναν κυνικό άντρα, που δυσκολευόταν να δεθεί συναισθηματικά με τους γύρω του, χωρίς όμως να εμβαθύνουν περισσότερο στο τραύμα του.

Τελικά, όμως, όλες οι γκλάμουρ επιλογές του Μέρφι στην πραγματικότητα ωραιοποιούν μια εικόνα που έχει πολλές σκοτεινές πλευρές, και ταυτόχρονα αδικεί την καλλιτεχνική  ιδιοφυΐα και το έργο του  Ηalston. Ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, έχοντας δουλέψει με λεπτομέρεια τη φωνή και την κινησιολογία του χαρακτήρα, δίνει μάχη να προσδώσει στον ήρωά του διαστάσεις που το ίδιο το σενάριο, αλλά και η φαντεζί σκηνοθεσία του Μέρφι, του στερούν, προσπαθώντας να αποκαλύψει τις πιο ευάλωτες πλευρές του -είναι συγκλονιστικός στις σκηνές που βάζει τους συνεργάτες του να του διαβάζουν τις κριτικές, για τις οποίες έλεγε πάντα ότι «δεν  έχουν και τόσο σημασία»- αλλά και να φωτίσει τη δημιουργική του τρέλα, που τον έκανε έναν από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς στον χώρο της μόδας.

Γύρω του, όμως, οι υπόλοιποι χαρακτήρες παραμένουν χάρτινοι και μονοσήμαντοι, με τη Μινέλι να εξαντλείται σε μια μιουζικαλίτσικη εκδοχή και τις halstonettes –τα θρυλικά κορίτσια που αποτελούσαν ζωντανή διαφήμιση των ρούχων του, αλλά και μια δήλωση του ίδιου υπέρ της διαφορετικότητας (η πλέον του αγαπημένη του μούσα ήταν μαύρη σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν συνηθιζόταν)- σχεδόν να έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Αποκορύφωμα της γραφικότητας με την οποία αντιμετωπίζονται οι δεύτεροι ρόλοι, ο Βίκτορ, που με το old fashioned μουστάκι του και μια στερεοτυπική ματσίλα, περιφέρεται ως διακοσμητικό στοιχείο, αν και στην πραγματικότητα η επίδρασή του υπήρξε καθοριστική για την κατάρρευση του Halston.

Ο Μέρφι όμως δεν αντέχει τις επικίνδυνες στροφές, που άρεσαν στον ήρωά του, και έτσι συνειδητά τις προσπερνάει, σφυρίζοντας ανέμελα, τόσο που απορεί κανείς γιατί η οικογένεια του σχεδιαστή αντέδρασε αρνητικά με τη σειρά, η οποία μπορεί να είναι ό,τι πρέπει για binge-watching το Σάββατοκύριακο. Πέραν τούτου όμως δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα όρια ενός συμβατικού και μάλιστα όχι ολοκληρωμένου biopic.