Η αθωότητα της Αμάντα Νοξ που κατηγορήθηκε για τον φόνο της φίλης της παραμένει μυστήριο
Θεωρήθηκε η δίκη του αιώνα και για χρόνια τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με αυτή την πολύκροτη υπόθεση, που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να διαλευκανθεί. Πρωταγωνίστρια είναι η Αμάντα Νοξ, σήμερα συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια, ένα νέο κορίτσι τότε με αγγελικό πρόσωπο που κατηγορήθηκε για τον φόνο της φίλης της.
Η Μέρεντιθ Κέρτσερ, φοιτήτρια από το Λιντς, την 1η Νοεμβρίου του 2007 βρέθηκε δολοφονημένη μέσα σε μια λίμνη αίματος, στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Αμερικανίδα Νοξ στην Περούτζια. Το 2009, το δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε ενόχους την Νοξ και τον τότε σύντροφό της Ραφαέλ Σολετσίτο για τον φόνο της.
Το όπλο του εγκλήματος, ένα μαχαίρι κουζίνας, βρέθηκε στο σπίτι του Σολέτσιτο και επάνω του εντοπίστηκαν ίχνη DNA της Νοξ. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρή απόδειξη ενοχής, αφού πρόκειται για κινητό αντικείμενο. Παρόλα αυτά, και οι δυο καταδικάστηκαν και η Νοξ έμεινε στη φυλακή επί τέσσερα χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 2011, όμως, αθωώθηκαν σε δεύτερο βαθμό. Αυτή η απόφαση ακυρώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο τον Μάρτιο του 2013. Mετά από την απελευθέρωσή της, η Νοξ έπστρεψε στη γενέτειρά της, το Σιάτλ των ΗΠΑ, και δεν ήταν παρούσα στη νέα δίκη, δηλώνοντας πως μόνο με τη βία θα μπορούσαν να την οδηγήσουν ξανά πίσω από τα κάγκελα.
Τον Ιανουάριο του 2014, το εφετείο της Φλωρεντίας επικύρωσε την αρχική καταδικαστική απόφαση του 2009. Η Νοξ, ωστόσο, άσκησε και πάλι έφεση, επιμένοντας στην αθωότητά της. Τελικά, στις 27 Μαρτίου του 2015, το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε αθώους τόσο την ίδια όσο και τον πρώην σύντροφό της. Ο μοναδικός άνθρωπος που καταδικάστηκε οριστικά σε δεκαέξι χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία και σεξουαλική επίθεση για την εν λόγω υπόθεση είναι ένας άστεγος, υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού, ο Ρούντι Γκουέντε, αποτυπώματα του οποίου εντοπίστηκαν στη σκηνή του εγκλήματος, αν και οι δικαστές έκριναν ότι δεν έδρασε μόνος του.
Το αν ή κατά πόσο η Νοξ είναι όντως ένοχη ή όχι, δεν είναι εύκολο να διερευνηθεί. Σύμφωνα με μια θεωρία, η Κέρτσερ δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια ενός επικίνδυνου σεξουαλικού παιχνιδιού, κατά μια άλλη εκδοχή, έπεσε νεκρή μετά από έναν άγριο καβγά. Το τι πραγματικά, όμως, έγινε εκείνο το βράδυ θα μείνει μάλλον αδιευκρίνιστο.
Το ντοκιμαντέρ των Rod Blackhurst και Brian McGinn, που προβλήθηκε στο Netflix, ανέδειξε μια άλλη πλευρά της υπόθεσης: το πώς δηλαδή η περίπτωση της πανέμορφης Νοξ μετατράπηκε σε «κυνήγι μαγισσών». Λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή και τις σεξουαλικές της προτιμήσεις ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και η κοινή γνώμη οργίαζε: γι' αυτούς, ήταν ένα τέρας, μια σεξομανής πόρνη η απόλυτη προσωποποίηση του κακού. Η ίδια ισχυρίζεται ότι κάτω από αυτή την ασφυκτική πίεση το δικαστήριο παρέβλεψε τα αποδεικτικά στοιχεία, που επιβεβαίωναν την αθωότητά της και την έστειλε πίσω από τα κάγκελα, προσφέροντας ικανοποίηση στο λαϊκό αίσθημα.
«Όλος ο κόσμος ήξερε με ποιους είχα κάνει σεξ: με επτά άνδρες! Και ήξερε ακόμη πως ήμουν μία ειδεχθής πόρνη: κτηνώδης, σεξομανής και αφύσικη. Και αν είμαι ένοχη αυτό σημαίνει ότι είμαι η προσωποποίηση του απόλυτου τρόμου. Από την άλλη, αν είμαι αθώα αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς είναι ευάλωτος. Και αυτός θα μπορούσε να είναι ο εφιάλτης του καθενός μας» υποστηρίζει η ίδια.
Η διαφορά των δυο γυναικών, της συνεσταλμένης Μέρεντιθ που της άρεσε να μένει στο σπίτι και τη εκρηκτικής Αμάντα που έπαιρνε ναρκωτικά και διασκέδαζε μέχρι πρωίας με άνδρες, ήταν το βασικό επιχείρημα όσων θεωρούσαν πως η Νοξ είναι ένοχη. Στην απολογία της μάλιστα στο δικαστήριο, την οποία έκανε στα ιταλικά, κερδίζοντας τις εντυπώσεις, είχε πει: «Είμαι απογοητευμένη. Είμαι θλιμμένη. Είμαι συντετριμμένη. Αλλά είμαι σίγουρη για τον εαυτό μου. Δεν θα παραιτηθώ από τον αγώνα μου να αποδείξω την αθωότητά μου».
Η αλήθεια βέβαια είναι πως η Νοξ είχε τη στήριξη -οικονομική και ηθική της οικογένειάς της- που σπατάλησε άπειρο χρόνο και χρήματα για να αποδείξει την αθωότητα της. Η ίδια έχει αναφερθεί πολλές φορές στη δική της τύχη, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα όλων των κατηγορουμένων να έχουν μια δίκαιη και αμερόληπτη δίκη.
Μετά από την αθώωσή της, η Νοξ που εργάζεται πλέον ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα, επέστρεψε στην Ιταλία και μίλησε σε ένα συνέδριο για την ποινική δικαιοσύνη. Εκεί εξομολογήθηκε τις δύσκολες ώρες που πέρασε στη φυλακή, καθώς και το γεγονός ότι είχε σκεφτεί πολλές φορές να αυτοκτονήσει. «Οι εισαγγελείς και τα ΜΜΕ δημιούργησαν μια ιστορία και μια εκδοχή του εαυτού μου που ταίριαζε με αυτήν την ιστορία, με την οποία ο κόσμος θα μπορούσε να συνδέσει κάθε φαντασίωσή του, κάθε φόβο του, κάθε ηθική κρίση... Η πρόστυχη, ψυχοπαθής, ανθρωποφάγα Φόξι Νόξι» ανέφερε μεταξύ άλλων, προκαλώντας την οργή της οικογένειας της Κέρστερ, που χαρακτήρισαν μέσω του δικηγόρου της την επιστροφή στην Ιταλία ως «ανάρμοστη αυτοπροβολή».
Η ίδια πάντως τότε δήλωσε πως ήθελε να ξανασυναντήσει τον εισαγγελέα που την έστειλε στη φυλακή, τον οποίο θεωρούσε μια «εφιαλτική προσωπικότητα, ένα τέρας που είχε μοναδικό σκοπό να με καταστρέψει για κανέναν λόγο», λέγοντας πως πλέον καταλαβαίνει πως το μονό που διεκδικούσε ήταν να αποδοθεί δικαιοσύνη για την Μέρεντιθ.
Όπως και να 'χει, η Νοξ από κατηγορούμενη βρέθηκε εκατομμυριούχος, όταν πούλησε την ιστορία της και τις αναμνήσεις της από τη μοιραία νύχτα στον εκδοτικό οίκο Harper and Collins έναντι τριών εκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα, όμως, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Stillwater» που βασίζεται ελεύθερα στην υπόθεσή της, βρέθηκε και πάλι στη δημοσιότητα.
«Μου ανήκει το όνομά μου; Το πρόσωπό μου; Η ιστορία μου; Γιατί το όνομά μου παραπέμπει σε γεγονότα στα οποία δεν είχα ανάμιξη; Κάνω αυτές τις ερωτήσεις γιατί κάποιοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν το όνομά μου, το πρόσωπό μου και την ιστορία μου, χωρίς την συγκατάθεσή μου. Πρόσφατο παράδειγμα η ταινία Stillwater» έγραψε πρόσφατα σε tweet.
Παράλληλα, μέσω των social media καλεί τον σκηνοθέτη Τομ Μακκάρθι και τον πρωταγωνιστή της ταινίας Ματ Ντέιμον να συμμετάσχουν στο podcast της και να συζητήσουν. Ο Ντέιμον από την πλευρά του, όταν ρωτήθηκε για την αντίδρασή της απάντησε πως η ταινία «είναι βασισμένη χαλαρά πάνω σε ορισμένα στοιχεία της υπόθεσης».