Πότε επιτέλους θα πάρει το Όσκαρ η Γκλεν Κλόουζ -Οι 7 ταινίες με τις οποίες ήταν υποψήφια
Αναμφίβολα είναι μια από τις πιο σημαντικές ηθοποιούς του αιώνα μας, κι όμως η Γκλεν Κλόουζ παραμένει αδικημένη από την Ακαδημία, αφού κατέχει το ρεκόρ των επτά υποψηφιοτήτων για Όσκαρ χωρίς ποτέ να καταφέρει να πάρει στα χέρια της ένα.
Και μάλλον η αγαπημένη μας Γκλεν φαίνεται να μην έχει πια καθόλου υπομονή -τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν οι τελευταίες της δηλώσεις, σχετικά με το Όσκαρ της Πάλτροου για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ» το οποίο είπε πως θεωρεί ακατανόητο. «Θυμάμαι τη χρονιά που η Γκουίνεθ Πάλτροου κέρδισε το βραβείο από εκείνη την εκπληκτική ηθοποιό στο "Central Station" και σκέφτηκα "Τι;" Δεν βγάζει νόημα», δήλωσε συγκεκριμένα σε συνέντευξή της στο ABC, υπογραμμίζοντας πως το να κερδίσει κάποιος το Όσκαρ έχει να κάνει περισσότερο με το τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή και τι αντίκτυπο μπορεί να έχει μία ταινία ή όχι.
Βέβαια, η Κλόουζ δεν είναι η μοναδική που έχει βρεθεί σε αυτή τη δυσάρεστη θέση. Στο παρελθόν δύο ακόμα μεγάλοι θρύλοι της υποκριτικής, ο Πίτερ Ο’Τουλ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, με οκτώ και επτά υποψηφιότητες αντίστοιχα, δεν κατάφεραν να αποσπάσουν το πολυπόθητο αγαλματίδιο, με την εξαίρεση του τιμητικού ‘Οσκαρ που ο Ο’Τουλ παρέλαβε το 2002.
Τι έχει συμβεί όμως με αυτή την καταπληκτική σολίστ και συνεχώς φτάνει στην πηγή χωρίς να πιει νερό;
Καταρχάς να πούμε ότι η Γκλεν Κλόουζ έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση σε μεγάλη για τα δεδομένα του Χόλιγουντ ηλικία, στα 35 της δηλαδή, στην ταινία «The World According to Garp» (1982) του Τζορτζ Ρόι Χιλ. Εκεί υποδυόταν τη μητέρα του Ρόμπιν Γουίλιαμς αν και ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερή του. Όμως, έχοντας την υποκριτική ωριμότητα για μια τέτοια πρόκληση, κέρδισε την πρώτη της υποψηφιότητα για το Όσκαρ Β’ γυναικείου Ρόλου.
Στο Χόλιγουντ όμως η ηλικία συχνά αποτελεί τροχοπέδη, όπως πολλές φορές έχουν επισημάνει διάσημοι ηθοποιοί. Οπότε ίσως η Ακαδημία προτιμά να δίνει τα βραβεία σε νεότερους καλλιτέχνες, που για τα μεγάλα στούντιο αποτελούν ένα είδος επένδυσης.
Πάντως, την επόμενη χρονιά στη «Μεγάλη Ανατριχίλα», παίζοντας και πάλι μια μητέρα η Κλόουζ παραδίδει μαθήματα υποκριτικής, ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους καταξιωμένους συναδέλφους της, κερδίζοντας και πάλι μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου.
Το 1984 το κακό θα τριτώσει, αφού και πάλι βρίσκεται στην ίδια κατηγορία υποψήφια για τη συμμετοχή της στο «The Natural» του Μπάρι Λέβινσον, στο πλευρό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Με χιούμορ τότε είχε δηλώσει πως έπαιξε δίπλα στον άνδρα που κάθε γυναίκα θα ήθελε, χωρίς να έχει ούτε μια σκηνή που να τον αγγίζει.
Έκτοτε, η καριέρα της απογειώνεται και η Κλόουζ επιτέλους άρχισε να αναλαμβάνει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους που της αξίζουν. Στην «Ολέθρια σχέση» το 1987 κάνει τη μεγάλη της εμπορική επιτυχία. Εκείνη βέβαια ήθελε η ηρωίδα της να έχει ψυχολογικά προβλήματα, όμως το κοινό στις δοκιμαστικές προβολές και οι παραγωγοί διαφωνούσαν. Και μάλλον είχαν δίκιο, γιατί αυτός ο ρόλος αν και δεν είχε το φινάλε που εκείνη ονειρευόταν, της χάρισε μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου αυτή τη φορά.
Η μεγάλη ώρα φτάνει με τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» όπου η Κλόουζ υποδυόμενη την Μαρκησία Ντε Μερτέιγ γράφει το πιο σημαντικό ίσως κεφάλαιο της καριέρας της. ‘Ετσι κερδίζει την οσκαρική υποψηφιότητα. Τότε σύμφωνα με τους bookmakers η νίκη της ήταν αδιαπραγμάτευτη, όμως τελικά η Ακαδημία επιβράβευσε το comeback της Τζόντι Φόστερ στην «Κατηγορούμενη». Κι αν η Κλόουζ έχει υποστεί αδικίες σίγουρα αυτή ήταν η μεγαλύτερη, γιατί η συγκεκριμένη ερμηνεία δεν ήταν απλώς η καλύτερη της χρονιάς, αλλά μια από αυτές που ανήκουν στο πάνθεον της Έβδομης Τέχνης.
Στη συνέχεια, το 1990 με το «Γύρισμα της Τύχης» σε σκηνοθεσία Μπάρμπετ Σρέντερ όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Τζέρεμι Άιρονς αποδεικνύει τι σημαίνει λιτότητα και χειρουργική ακρίβεια στην προσέγγιση ενός ρόλου, όμως αυτή τη φορά η Ακαδημία την αγνοεί, και δεν είναι καν υποψήφια.
Από εκείνο το σημείο και μετά, η Κλόουζ αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Αρχίζει παράλληλα να παίζει περισσότερο στο θέατρο, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τους ρόλους της είναι πιο φαντεζί, ενίοτε και γκροτέσκ, πράγμα που επίσης ξέρει να κάνει καλά, ειδικά αν τύχει σε σκηνοθέτη που ξέρει να εκμεταλλευτεί την πληθωρική της προσωπικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίφημη Κρουέλα στα «101 Σκυλιά της Δαλματίας».
Με τη νέα χιλιετία, στρέφεται στη μικρή οθόνη, όπως και πολλοί ακόμα μεγάλοι αστέρες, όπου εκεί έχει καλύτερη τύχη αφού το ένα βραβείο διαδέχεται το άλλο. Κινηματογραφικά όμως δεν βρίσκει ρόλους που να της αρέσουν, οπότε δημιουργεί εκείνη έναν. Έτσι αναλαμβάνει να βρει χρηματοδότηση για την κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού «Singular Life of Albert Nobbs» που αφορά την ιστορία μιας γυναίκας που έζησε ως άνδρας μπάτλερ στην Ιρλανδία, έργο το οποίο είχε παίξει στη σκηνή στις αρχές των '80s. Με αυτό τον ρόλο το 2012 εξασφαλίζει την έκτη υποψηφιότητα, αλλά όχι το βραβείο.
Και φτάνουμε στην τελευταία της προσπάθεια να πάρει το αγαλματίδιο με το «Τhe Wife» μια ταινία που δεν θεωρούταν φαβορί -άλλωστε μόνο εκείνη ήταν υποψήφια- με αποτέλεσμα να μην την έχουν δει αρκετά μέλη της Ακαδημίας. Κι ενώ η Κλόουζ είχε μαζέψει όλα τα βραβεία που θεωρούνται προάγγελοι των Όσκαρ, τη βραδιά της απονομής τελικά το χρυσό αγαλματίδιο έφτασε στα χέρια της Ολίβια Κόλμαν για την «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου. Σαφώς μιλάμε για δυο μεγάλες ηθοποιούς, όμως η Κόλμαν είχε την τύχη να παίζει σε μια ταινία πολύ ανώτερη από το δακρύβρεχτο και μελοδραματικό «Τhe wife». Και παρόλο που πολλοί θεωρούν ότι η Ακαδημία συχνά ξεπληρώνει παλιά χρωστούμενα, δεν της έκανε τη χάρη.
Φέτος και πάλι με μια μέτρια ταινία «Το τραγούδι του Χίλμπίλη» σε σκηνοθεσία Ρον Χάουαρντ, όπου υποδύεται μια γιαγιά της εργατικής τάξης, απολύτως μεταμορφωμένη, έχει πιθανότητες να ξαναβρεθεί υποψήφια. Εκείνη φαίνεται πως το θέλει πολύ αυτό το βραβείο, για να δούμε αν η Ακαδημία θα συμφωνήσει…