Το λάθος που έκανε το Netflix με τη «Madame Claude»
Στην πρώτη της γαλλική ταινία η πλατφόρμα του Netflix επέλεξε να μεταφέρει την ιστορία της θρυλικής Μadame Claude, η οποία κυριάρχησε στο Παρίσι τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60.
Έδρασε κατά γενική ομολογία με τις πλάτες της εξουσίας, φημιζόταν για τον κυνισμό της και την περιφρόνηση που έδειχνε τόσο σε άνδρες όσο και στα κορίτσια που δούλευαν γι’ αυτή, είχε στην ατζέντα της διάσημους αστέρες, εκατομμυριούχους και πολιτικούς μέχρι που μια κυβερνητική αλλαγή επέφερε την τελική της συντριβή.
Η Μadame Claude, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κοριτσιών που δούλευαν για την ίδια, ήταν άτεγκτη, αδιαφορούσε πλήρως για τις κακοποιήσεις που υφίσταντο οι εργαζόμενές της από τους ισχυρούς πελάτες της και αγαπούσε δύο πράγματα: τα χρήματα και την εξουσία.
Η σκηνοθέτις Σιλβί Βερέντ έχει αρκετές γνώσεις επί του θέματος, καθώς η γιαγιά της και μία ξαδέλφη της είχαν εργαστεί στη βιομηχανία του σεξ -θέμα με το οποίο ασχολήθηκε στην ταινία «Sex Doll» (2016). Όμως κάνει το λάθος και μάλιστα σε μια εποχή που το θέμα της έμφυλης βίας και της κακοποίησης αποτελεί κόκκινο πανί, να προβάλλει μια ωραιοποιημένη εικόνα μιας σκληρής πραγματικότητας.
Αναμφίβολα κάποιος άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέξει το επάγγελμα του ιερόδουλου, όμως στην παραγωγή του Netflix η πορνεία δεν μοιάζει μόνο με επιλογή και στάση ζωής αλλά εξιδανικεύεται: η κατάσταση που επικρατεί στην επιχείρηση της Μadame Claude θυμίζει διαφήμιση γαλλικού αρώματος, όπως δηλαδή ήθελαν να πιστεύουν οι πελάτες, αλλά κάπου λείπει η σκοτεινή πλευρά αυτή της δουλειάς, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν παραπάνω από σίγουρη.
Αντ' αυτού η Βερέντ προσπαθώντας να μιμηθεί το στιλ της nouvelle vague που κυριάρχησε στον κινηματογράφο την ίδια περίοδο όπου έδρασε και η ηρωίδα της ταινίας, φτάνει στο σημείο να αθωώνει τη Μadame, παρουσιάζοντάς της ως μια γυναίκα με πληγές και μοναξιά που περιφέρεται σε ένα μελαγχολικό Παρίσι, όπως η Άννα Καρίνα στο «Ζούσε τη ζωή της» του Γκοντάρ. Κανείς δεν αρνείται ότι ακόμα κι ένα τόσο σκληρό πρόσωπο θα είχε τις ευάλωτες πλευρές του, όμως όταν αυτή η κακώς εννοούμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση «ευαισθησία» επισκιάζει την κατά συρροή και αποδεδειγμένη εγκληματική δράση της Madame, η επιλογή αυτή μοιάζει σχεδόν ύποπτη.
Αν και η Βερέντ δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι τα κορίτσια του οίκου συχνά έπεφταν θύματα βίας, παρουσιάζει ακόμα και τους ξυλοδαρμούς τους ως ένα κομμάτι της δουλειάς. Έτσι ενώ μαίνεται η συζήτηση περί σεξουαλικών κακοποιήσεων, από την οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαιρείται ένας εργαζόμενος στη βιομηχανία του σεξ, εδώ η βία σχεδόν «νομιμοποιείται» από κάποιον άγραφο κανόνα. Επίσης ενώ ήταν γνωστό πως η Madame Claude αδιαφορούσε για όσα συνέβαιναν εντός του οίκου της, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες που είχε στην δούλεψή της ως αντικείμενα, η δημιουργός αποφασίζει να μας δείξει πως τις προστάτευε ως «μητέρα» και πως μόνο μια φορά, όταν δηλαδή ο σύντροφός της απέκτησε ερωτικές σχέσεις με μια εξ αυτών, αποφάσισε να την εκδικηθεί στέλνοντάς την σε έναν άγριο πελάτη.
Επίσης από αυτή την αγιογραφία -κακά τα ψέματα- μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, λείπει εντελώς το πολιτικό παρασκήνιο, αυτό δηλαδή που της επέτρεπε να δρα ανενόχλητη επί σειρά ετών, αλλά κι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Μάη του ’68. Τα κορίτσια όμως της Μadame δεν έχουν καμία σχέση με όλα αυτά, αντίθετα διασκεδάζουν μέχρι τελικής πτώσεως, φορούν πολυτελή ρούχα και ζουν ως ανεξάρτητες και χειραφετημένες γυναίκες, χωρίς να ενοχλούνται με «ανούσιες» λεπτομέρειες -λες και η ελευθερία σημαίνει να εξαρτάσαι τελικά από μια αδηφάγα κυρία, που ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα βγάλει περισσότερα χρήματα.
Το νόμισμα όμως έχει πάντα δυο πλευρές, αλλά η Βερέντ επιλέγει να το γυρίσει μόνο από τη μία, αγνοώντας επιδεικτικά τόσο τα πραγματικά γεγονότα, όσο και τις βαθύτερες αιτίες. Κι ενώ κινήματα σε όλο τον πλανήτη προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη απέναντι στο θέμα της έμφυλης βίας, ενώ οι δολοφονίες των γυναικών αποτελούν κεντρικό ζήτημα της ατζέντας για την ισότητα των δύο φύλων, η εν λόγω παραγωγή αποτυγχάνει όχι μόνο να αφηγηθεί μια πραγματική ιστορία, αλλά και να αφουγκραστεί το κοινωνικό αίτημα της εποχής.