Monster: H ιστορία ενός αγοριού που αντιμετωπίζει μια ισόβια καταδίκη από ένα λάθος
Το «Μοnster» που το 2018 έκλεψε τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Sundance, πλέον έχει προστεθεί στη ναυαρχίδα του Netflix. Από τη μία γιατί στοχεύει σε ένα πιο σινεφίλ κοινό, και από την άλλη ανταποκρίνεται εντελώς στο πνεύμα του #BlackLiveMatters.
Ο Steve Harmon είναι ένας αριστούχος δεκαεφτάχρονος μαθητής, που θέλει να γίνει σκηνοθέτης του σινεμά-παρακολουθεί μάλιστα μαθήματα σε μια λέσχη κινηματογράφου- μεγαλώνει σε μια απολύτως αγαπημένη οικογένεια και γενικώς είναι υπόδειγμα λαμπερού μυαλού και καλού παιδιού. Τον ελεύθερο χρόνο του πειραματίζεται, γυρίζοντας βιντεάκια, άλλοτε με τους φίλους του, άλλοτε με την κοπέλα που έχει ερωτευτεί κι άλλοτε με τα βαποράκια της γειτονιάς του. Το μόνο του πρόβλημα είναι πως δεν έχει βρει ακόμα την ιστορία που θέλει να πει με την κάμερά του.
Μια μέρα, γυρνώντας από το σχολείο, άθελά του θα αναμειχθεί σε μια ένοπλη ληστεία και θα βρεθεί κατηγορούμενος για δολοφονία. Οι μόνοι που πιστεύουν στην αθωότητά του είναι οι γονείς του και η λευκή δικηγόρος που του έχει ορίσει το κράτος.
O Steve, όμως, είναι μαύρος, οπότε εύκολα θα βρεθεί στο στόχαστρο του συνηγόρου, που τον αποκαλεί «τέρας» (monster) και θέλει να τον δει να σαπίζει στη φυλακή. Έτσι, θα βρεθεί στην ψυχρή αίθουσα ενός δικαστηρίου να παλεύει για την αλήθεια. Με αυτό τον σκληρό τρόπο λοιπόν, η ζωή δίνει στον νεαρό Steve ένα καλό σενάριο για την ταινία που ονειρεύεται να κάνει.
Ο Anthony Mandler, που εδώ και δεκαετίες σκηνοθετεί μουσικά βίντεο για δημοφιλείς καλλιτέχνες (Rihanna, Jay-Z, Taylor Swift και Drake), στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο εύστοχα βάζει τον κεντρικό του ήρωα να αφηγείται την ιστορία του, πλάνο πλάνο, ως φέρελπις σκηνοθέτης, κάνοντας ένα έμμεσο σχόλιο για τη βαθύτερη ουσία του σινεμά, που δεν μπορεί παρά να εφορμάται από κάτι βαθύτατα προσωπικό.
Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Walter Dean Myers, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να μιλήσει για ένα νευραλγικό ζήτημα της τέχνης που μέσα στην πανδημία τείνει να ξεχαστεί: οι άνθρωποι δεν κάνουν ταινίες για τα χρήματα, ούτε για τη δόξα, αλλά γιατί πολύ απλά έχουν μια ιστορία που τους καίει και θέλουν να την πουν.
Αυτή βέβαια η παράμετρος δεν επισκιάζει, αλλά αντίθετα ενισχύει τον κεντρικό άξονά του, που δεν είναι άλλος από το θέμα του ρατσισμού και της δικαιοσύνης, σε μια κοινωνία, που αρνείται πεισματικά να δεχτεί το διαφορετικό, αλλά έχει την τάση να θεωρεί αυτό το «αλλιώτικο» υπεύθυνο για όλα τα δεινά της.
Ο Steve είναι μια τραγική περίπτωση: αν και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μιας «καλά ευνομούμενης κοινωνίας», αν και έχει αποδεχτεί τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του όλα τα στερεότυπα, είναι άτυχος. Γιατί βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, κυρίως όμως γιατί γεννήθηκε στη λάθος πλευρά.
Ο Mandler, ακολουθώντας τη λογική του βιντεοκλίπ, μέσα σε μιάμιση ώρα, συνδέει τα κομμάτια της ζωής αυτού του έφηβου παιδιού, φέρνοντάς τον τελικά ενώπιον ενός δικαστηρίου, που θυμίζει τηλεοπτικό σόου. Χωρίς μεγάλες πρωτοτυπίες, περά από την κινηματογραφική αφήγηση του Steve, αλλά με σωστό ρυθμό, και κυρίως σωστή καρδιά, αποφεύγοντας τις μελοδραματικές εξάρσεις και την καταγγελία, o Mandler φτιάχνει μια αξιοπρόσεκτη ταινία,που εύκολα μπορεί να ενταχθεί στο λεγόμενο «μαύρο σινεμά», αλλά ταυτόχρονα έχεi μερικές ακόμα ενδιαφέρουσες πλευρές.
Ο νεαρός Kelvin Harrison Jr. δίνει μια ερμηνεία, που ισορροπεί ανάμεσα στην παιδικότητα και στην εφηβική ορμή και στο πλευρό του έχει μια σειρά από πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, όπως η Jennifer Hudson και o Jeffrey Wright, που ερμηνεύουν τους τρυφερούς γονείς του, αλλά και ο John David Washington, οι οποίοι συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της μαύρης κοινότητας, που βρίσκεται στο στόχαστρο, ανεξαρτήτως του τι έχει κάνει.
Το μήνυμα είναι απλό και κατανοητό, ο Μandler δεν μπερδεύεται με ψυχολογισμούς, αλλά εστιάζει κυρίως στο κοινωνικό πρόσωπο των ηρώων του και μέσα από αυτή την προοπτική τους αντιμετωπίζει, υπογράφοντας μια ταινία που αν και τελικά δεν κάνει τη διαφορά, καταφέρνει να πει μια ιστορία που έχει την δική της αξία, όπως αυτή που ψάχνει και ο νεαρός Steve.