Μανκ: Η ωδή του Ντέιβιντ Φίντσερ στο παλιό Χόλιγουντ
Ο απαιτητικός και τελειομανής Ντέιβιντ Φίντσερ αποφασίζει να ρίξει φως στο παρασκήνιο μιας ταινίας που έχει μείνει στην Ιστορία της Έβδομης τέχνης, δηλαδή του «Πολίτη Κέιν», αποκαλύπτοντας τελικά το αληθινό πρόσωπο μιας βιομηχανίας που κάνει πολλά περισσότερα από το να παράγει ταινίες.
Έτσι, χρησιμοποιώντας το σενάριο του δημοσιογράφου πατέρα του Τζακ Φίντσερ, που πέθανε το 2003 -και σημειωτέον δεν έχει γράψει κανένα άλλο σενάριο- καταπιάνεται με την ξεχωριστή περίπτωση του Χέρμαν Μάνκιεβιτς, γνωστού και ως «Μανκ», που έγραψε μεταξύ άλλων τον «Πολίτη Κέιν» και ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Όρσον Γουέλς. Ακολούθησε μια διαμάχη μεταξύ τους σχετικά με την πατρότητα του σεναρίου, ο Μανκ αρνήθηκε να μην μπει το όνομά του στους τίτλους, όπως επίμονα ζητούσε ο Γουέλς και τελικά οι δυο τους μοιράστηκαν το Όσκαρ -το ένα και μοναδικό που πήρε η ταινία.
Ο Μανκ ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση: πνευματώδης, βιτριολικός, αμετανόητα καυστικός, αλκοολικός και στοιχηματζής, έφτασε στο Χόλιγουντ σε μια περίοδο που τα μεγάλα στούντιο αναζητούσαν καλούς συγγραφείς. Ταυτόχρονα ανήκε στην «αυλή» του εκδότη Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, στον οποίο στήριξε και τον χαρακτήρα του «Πολίτη Κειν», ενώ γνώριζε προσωπικά την ερωμένη του, την Μάριον Ντέιβις. Γρήγορα όμως έπεσε στα αζήτητα, αν και είχε σημειώσει αξιομνημόνευτη επιτυχία, μέχρι που το παιδί-θαύμα της Αμερικής, ο Γουέλς, τον εμπιστεύτηκε.
Όμως επειδή ο Μανκ είχε ένα ατύχημα στο οποίο είχε σπάσει το πόδι του, συν το γεγονός ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το πρόβλημα που είχε με το ποτό, ο Γουέλς αποφάσισε να τον υποβάλλει σε μια πολυτελή καραντίνα, προκειμένου να τελειώσει τη «δουλειά». Έτσι τον έστειλε να αναρρώσει σε ένα ράντσο, έξω από το Λος Άντζελες, με μια γραμματέα, μια νοσοκόμα και τον στενό του συνεργάτη, τον Τζον Χάουζμαν, που θα έλεγχε την πρόοδό του.
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η αφήγηση του Φίντσερ που μέσα από φλας μπακ θα μας μεταφέρει στην εποχή του θρυλικού «Παλιού Χόλιγουντ». Η αλήθεια είναι πως στις δύο ώρες και τα δέκα λεπτά που διαρκεί η ταινία, το κομμάτι που αφορά τον "Πολίτη Κέιν" καταλαμβάνει ένα μικρό μέρος, και ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς, παρουσιάζεται ως μια σκιά, που όταν τελικά εμφανίζεται δεν έχει καμία σχέση με τον μεγαλοφυή δημιουργό που άλλαξε τον κινηματογράφο. Το σενάριο άλλωστε του πατέρα Φίντσερ βασίζεται στο άρθρο της έγκριτης κριτικού Πολίν Κέιελ, που το 1971 τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ του Μάνκιεβιτς, αποκαθηλώνοντας εντελώς τη συμβολή του Ουέλς στη συγγραφή του σεναρίου.
Κι αυτή τη θέση ξεκάθαρα φαίνεται πως υπερασπίζεται ο Φίνστερ, που σε συνεντεύξεις του ήδη έχει δηλώσει εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν έχει και καμία μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπο του Γουέλς. Το οξύμωρο βέβαια είναι ότι και ο Γουέλς είχε την ίδια μοίρα με τον Μανκ, υπό την έννοια ότι τελικά το Χόλιγουντ τον «εξόρισε», οπότε, έστω και άθελά του, ο Φίντσερ μοιάζει να υπερασπίζεται με την ταινία του, δύο μεγαλοφυείς δημιουργούς που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αδηφάγο κόσμο του θεάματος, μέχρι να συντριβούν.
Ταυτόχρονα, η σκηνοθεσία του και οι κώδικες που χρησιμοποιεί αποτελούν έναν φόρο τιμής στα όσα προσέφερε στον κινηματογράφο ο σπουδαίος Γουέλς -πολλές σκηνές παραπέμπουν άλλωστε ανάμεσα στις ταινίες του και δη στον «Πολίτη Κέιν»- αλλά και γενικότερα στην εποχή που, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες της ψηφιακής κάμερας, αναπαριστά με τρομακτική λεπτομέρεια.
Ο βασικός κορμός όμως του «Mank» είναι το ίδιο το Χόλιγουντ, ούτε καν δηλαδή η βιογραφία του Μάνκιεβιτς, και ο Φίντσερ συντάσσει όλες του τις δυνάμεις -μια από αυτές και η εξαιρετική φωτογραφία του Έρικ Μέσερσμιντ- στο να αποκαλύψει ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος αυτής της βιομηχανίας, που έχει τη δύναμη να ανατρέπει κυβερνήσεις και να γράφει με τον δικό της τρόπο την Iστορία.
Μέσα από πυκνούς, έξυπνους διαλόγους, στο πνεύμα του Άαρον Σόρκιν, και παραθέτοντας μια σωρεία πληροφοριών και γεγονότων που ο μέσος θεατής δεν μπορεί να γνωρίζει, συχνά όμως ούτε και να παρακολουθήσει, ο Φίντσερ ξεδιπλώνει σε σπιντάτο ρυθμό -απόλυτα ταιριαστό στον παροξυσμό που είχε προκαλέσει το American Dream ή έστω η ελπίδα του -την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η χειμαρρώδης παράθεση πληροφοριών λειτουργεί εις βάρος της δράσης, αλλά και των χαρακτήρων, που εν πολλοίς απλώς σκιαγραφούνται με μοναδική εξαίρεση τον Μάνκιεβιτς, πράγμα όμως που οφείλεται στον εκπληκτικό Γκάρι Όλντμαν, ο οποίος έχοντας προετοιμαστεί επίμονα για τον ρόλο παραδίδει ένα μάθημα υποκριτικής πυκνότητας και λιτότητας.
Τελικά, ο Φίντσερ μπορεί να λέει αυτό που θέλει, μπορεί να πετυχαίνει ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, μπορεί να βρίσκει τον τρόπο να κάνει τη σύνδεση με το παρόν, πράγμα που σήμερα μπορεί και να του κοστίσει το Όσκαρ που θα είχε στο τσεπάκι αν ο Τραμπ ήταν ακόμα Πρόεδρος- όμως δεν καταφέρνει να δημιουργήσει μια βαθύτερη σύνδεση με το υλικό του, άρα και με το κοινό. Κι έτσι αν και μιλάμε για μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη παραγωγή, το «Mank» καταλήγει τελικά να είναι μια «ειδική ταινία»…