Μόνα Λίζα

Πώς ένας φτωχός Ιταλός έκλεψε τη Μόνα Λίζα μέσα από το Λούβρο

Ήταν 22 Αυγούστου του 1911, Τρίτη πρωί, όταν το μουσείο του Λούβρου μετά από την καθιερωμένη αργία της Δευτέρας άνοιξε και πάλι τις πόρτες του για να υποδεχτεί το κοινό.

Εκείνη όμως τη μέρα, συγκεκριμένα στις 11 το πρωί, μια είδηση έκανε τη Γαλλία να παγώσει: η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ίσως ο πιο διάσημος πίνακας όλων των εποχών, είχε κλαπεί. Την ανακάλυψη έκανε ο Λουί Μπερού, ένας ζωγράφος που συνήθιζε να σχεδιάζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου. Εκείνος ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ότι η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση.

Όταν διαπιστώθηκε όμως ότι ο πίνακας δεν βρισκόταν στο εργαστήριο σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν. Ο διευθυντής του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και οι έρευνες ξεκίνησαν.

Φωτογραφία: Wikipedia

Πολύ γρήγορα ο επιθεωρητής Λεπέν βρήκε την κορνίζα του πίνακα κάτω από μια σκάλα. Άρχισε λοιπόν αμέσως τις ανακρίσεις ξεκινώντας από τους κατώτερους υπαλλήλους, που έπαιρναν πολύ χαμηλούς μισθούς. Στο στόχαστρό του αμέσως μετά μπήκαν οι έμποροι τέχνης του Παρισιού, αλλά και οι νεαροί καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που δεν έχαναν ευκαιρία να επιτίθενται στην κλασική τέχνη. Οι φήμες βέβαια στο Παρίσι οργίαζαν: άλλοι έλεγαν πως πίσω από την κλοπή βρισκόταν η ανταγωνίστρια Γερμανία, άλλοι ένας ζάμπλουτος Αμερικανός μεγιστάνας. Το θέμα πάντως ήταν πως η άδεια θέση της Μόνα Λίζα, όταν το Μουσείο μετά από λίγες μέρες άνοιξε και πάλι τις πόρτες του προκαλούσε συγκίνηση και θυμό σε όλους. Το περίεργο βέβαια ήταν πως οι επισκέπτες εκείνη την περίοδο συνέρρεαν για να δουν τον κενό τοίχο, πράγμα, που αναλύει ως φαινόμενο ο ψυχαναλυτής και συγγραφέας Darian Leader στο βιβλίο του «Η κλοπή της Μόνα Λίζα», εστιάζοντας στο γεγονός ότι τα περισσότερα πράγματα αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία αν τα χάσουμε.

Φωτογραφία: AP Images

Φυσικά η Μόνα Λίζα ήταν ένας δημοφιλής πίνακας, που δεν μπορούσε εύκολα να κρυφτεί ούτε και να πουληθεί. Η κλοπή της όμως την έκανε πραγματικά «το θέμα της ημέρας» ή για να είμαστε ακριβείς πολλών μηνών. Χιλιάδες φωτογραφίες τυπώθηκαν σε όλες τις εφημερίδες και πλέον ήταν μάλλον αδύνατον κάποιος άνθρωπος, όπου κι αν ζούσε, να μην είχε δει το αινιγματικό της χαμόγελο. Μάλιστα πολλοί ειδικοί και κριτικοί της τέχνης ισχυρίζονται ότι αν τότε είχε κλαπεί ένα άλλο έργο του Ντα Βίντσι, μάλλον εκείνο θα ήταν σήμερα το απόλυτο must see του Λούβρου.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911, η αστυνομία συνέλαβε τον ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και τον ανερχόμενο τότε Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτους. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολινέρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος όμως της εποχής είχε κάνει ζημιά στο πρόσωπό τους. «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας», έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Ο ποιητής έπεσε σε μελαγχολία καθώς η φήμη του αμαυρώθηκε και το μόνο που του έμεινε ήταν να γράφει στίχους στο κελί του μέχρι να αποφυλακιστεί.

 Φωτογραφία: AP Images

Τόσο η κυβέρνηση όσο και ιδιώτες επικήρυξαν με μεγάλο ποσό τους ληστές, παρόλα αυτά όλες οι έρευνες για τα επόμενα δυο χρόνια απέβησαν άκαρπες. Οι ελπίδες πια του γαλλικού λαού είχαν χαθεί και πολλοί έλεγαν ότι η Μόνα Λίζα πλέον είχε καταστραφεί. Στις 29 Νοεμβρίου 1913, όμως ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, έναντι αμοιβής.

Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης «Ουφίτσι», που δεν πίστεψε αυτή την ιστορία. Την επομένη, ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και φανέρωσε τον πίνακα, που έκρυβε κάτω από έναν διπλό πάτο. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστά αντίγραφα. Για καλό και για κακό όμως είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο.

 Φωτογραφία: Getty Images-Ideal Image

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του ληστή ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, σε αντίθεση με αυτό που περίμενε κανείς, η κοινή γνώμη έδειξε συμπάθεια για τον φτωχό Περούτζια. Η πράξη του θεωρήθηκε πατριωτική, αφού το μόνο που τελικά ήθελε ήταν να επιστρέψει την Τζοκόντα στην πατρίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Μάλιστα είχε κρυφτεί μέσα σε μια ντουλάπα, φυλάσσοντας το «λάφυρο» κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.).

Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για έναν μήνα στην Ιταλία κι εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της χώρας. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την αποχαιρέτησαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται μέχρι σήμερα, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.