«Φόνισσα» -Το εμβληματικό μυθιστόρημα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και η ιστορία του
Η «Φόνισσα» θεωρείται το κορυφαίο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της όχι μόνο νεοελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η «Φόνισσα» έχει εμπνεύσει κατά καιρούς πολλούς δημιουργούς και έχει ανεβεί στη σκηνή ως θεατρική παράσταση από πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1974 γυρίστηκε ως κινηματογραφική ταινία, σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Αλκαίου, ενώ το 2014 ανέβηκε ως όπερα από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Τώρα, η ενδυματολόγος και σκηνογράφος Εύα Νάθενα θα αναμετρηθεί με αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, ετοιμάζοντας μια ακόμα κινηματογραφική μεταφορά σε σεναριακή διασκευή της Κατερίνας Μπέη, με πρωταγωνίστριες την Μαρία Πρωτόπαπα και την Καριοφυλλιά Καραμπέτη.
Η δράση της «Φόνισσας» εξελίσσεται στη Σκιάθο, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι η Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη χήρα, που ζωή της έμαθε πως η μοίρα μιας γυναίκας είναι γεμάτη στενοχώριες και πόνο.
Γι’ αυτό πιστεύει ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία. Και στο ίδιο το κορίτσι, αλλά και στους γονείς του, ιδίως αν είναι φτωχοί. Μην ξεχνάμε πως εκείνα τα χρόνια τα κορίτσια παντρεύονταν μόνο και αν η οικογένειά τους μπορούσε να δώσει προίκα στον γαμπρό. Οπότε στην ουσία μιλάμε για μία αγοραπωλησία, που φυσικά γινόταν ερήμην των επιθυμιών της γυναίκας.
Στην αρχή του μυθιστορήματος, η Φραγκογιαννού ξενυχτάει για μέρες, δίπλα στην κούνια της άρρωστης, νεογέννητης εγγονής της. Τότε, περνούν από το μυαλό της όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωή της. Η κούραση και η αϋπνία την κάνουν να παραλογίζεται και σκοτώνει το μωρό.
Αν και αρχικά νιώθει τύψεις, κατά βάθος δεν μετανιώνει για την πράξη της. Αντίθετα, αρχίζει να πιστεύει ότι ίσως είναι θέλημα Θεού να βοηθήσει τον κόσμο, σκοτώνοντας μικρά κορίτσια. Τα εγκλήματα συνεχίζονται και παρόλο που η ίδια δεν συνειδητοποιεί ακριβώς το κακό που κάνει, αρχίζει να νιώθει φοβερές τύψεις. Η αστυνομία, κάποια στιγμή, την υποψιάζεται και τότε η Φραγκογιαννού θα προσπαθήσει να ξεφύγει στα βουνά.
Με αυτή τη αστυνομική υπόθεση, που καταδεικνύει τη θέση της γυναίκας, αλλά και τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο τι είναι καλό και κακό ηθικό και ανήθικο, καταπιάστηκε ο μεγάλος μας συγγραφέας από το 1902, οπότε και επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε συνέλαβε την ιδέα, ούτε πού και ποτέ την ολοκλήρωσε, καθώς το αυθεντικό χειρόγραφο έχει χαθεί. Το σίγουρο πάντως είναι πως εκείνη την περίοδο Παπαδιαμάντης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με την υγεία του και οικονομικές δυσχέρειες, που τον είχαν καταβάλει ψυχολογικά.
Πώς υποδέχτηκε το κοινό και η κριτική τη «Φόνισσα»
Γραμμένη στην καθαρεύουσα η «Φόνισσα» αποτελείται από 17 κεφάλαια και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας ως υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται πως αμειβόταν με 20- 30 δραχμές στη σελίδα. Ως βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1912 από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται ακόμα πέντε διηγήματα του συγγραφέα.
Η μορφή της δολοφόνου-τιμωρού Φραγκογιαννούς, που εν πλήρει συνειδήσει σκοτώνει ως ελευθερώτρια μικρά κορίτσια για να τα λυτρώσει από τα βάσανα, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Εύστοχα, ο Παπαδιαμάντης δεν επιλέγει στρατόπεδο, δεν δικαιολογεί ούτε κατακεραυνώνει την ηρωίδα του, απλώς εκθέτει τα γεγονότα και τις αιτίες, που τα προκάλεσαν, αφήνοντας το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Αυτό για την εποχή ήταν εξαιρετικά ανατρεπτικό, επειδή ακριβώς ο μεγάλος λογοτέχνης γράφει για μία γυναίκα, που διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα και μάλιστα κατά συρροή.
Παράλληλα, στη « Φόνισσα» ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη μεταβατική περίοδο του ελληνικού κράτους, που απελευθερωμένο από την τουρκική κυριαρχία, αναζητάει τη δική του ταυτότητα και καταγράφει κοινωνικές ανισότητες, αλλά και την άνοδο της αστικής τάξης, που εκείνη την περίοδο αρχίζει να ανασυγκροτείται.
Το πλέον σημαντικό είναι πως πέρα από τα στεγανά, ο Παπαδιαμάντης τολμάει να διεισδύσει βαθύτερα σε αυτή την ιστορία ανατρέποντας προκαταλήψεις και στερεότυπα μιας καθαρά πατριαρχικής κοινωνίας. Η γυναικοκτονία στην επαρχία τότε ήταν μία αρκετά συνηθισμένη πρακτική, προκειμένου οι οικογένειες να εξασφαλίζουν την ακίνητη περιουσία τους. Αυτό το κοινό μυστικό ο Παπαδιαμάντης το ήξερε καλά, όχι όμως και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων στους οποίους απευθυνόταν, οι οποίοι υποδέχθηκαν το μυθιστόρημα με ανάμεικτα συναισθήματα.
Το ίδιο συνέβη και με τους κριτικούς, που αντιμετώπισαν αμήχανα αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του κείμενο, το οποίο έπρεπε να περιμένει περίπου μία δεκαετία για να βρει τη θέση που δικαιωματικά του αξίζει. Μόνο ο Παύλος Νιρβάνας τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για την αξία του βιβλίου, αλλά και για τη θέση της γυναίκας, όπως την αποτύπωσε ο Παπαδιαμάντης.
Με τη δημοσίευση όμως της ιστορίας της «Φόνισσας» άρχισαν να δημοσιεύονται αρκετές μελέτες σε έγκριτα περιοδικά, όπως τη «Νέα Εστία», φέρνοντας στο φως μία φρικτή πραγματικότητα για έναν άγραφο νόμο που επέτρεπε αυτές τις δολοφονίες, γεγονός που ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη.
Άρα, το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη πέρα της αναμφίβολης λογοτεχνικής του σημασίας, άσκησε και σημαντική κοινωνική επιρροή.