Είδαμε «Το τραγούδι του Χιλμπίλη», την ταινία που προσπάθησε αλλά απέτυχε να δείξει το αληθινό πρόσωπο της Αμερικής
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2016 το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τζ. Ντ. Βανς, στο οποίο βασίζεται και η ταινία του Ρον Χάουαρντ -ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει καλά τη χολιγουντιανή συνταγή- θεωρήθηκε ακόμα και από σημαντικούς αναλυτές και οικονομολόγους, ότι εξηγούσε ενδελεχώς τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, αυτής δηλαδή που δεν έχει πρόσβαση στο αμερικάνικο όνειρο, και που τελικά αποτέλεσε το βασικό εκλογικό σώμα του απερχόμενου Ντόναλντ Τραμπ, οδηγώντας τον στη νίκη.
Ο Βανς, ένα παιδί από τα Απαλάχια Όρη, που είναι γνωστά και ως η «κόκκινη» πολιτεία μεγαλώνει σε ένα ταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, με μια μητέρα εθισμένη στα ναρκωτικά, συχνά κακοποιητική, πλην όμως με αγάπη για τα παιδιά της, που δίνει τη δική της μάχη. Πλάι του στέκεται η δυναμική γιαγιά Μομό, που αν και αναγκάζεται να ζήσει με το φαγητό της Πρόνοιας, υποστηρίζει με τον δικό της τρόπο τον μικρό της εγγονό. Έτσι ο Βανς, παρόλο που τα προγνωστικά να επιτύχει δεν είναι με το μέρος του, έγινε δεκτός στο Γέιλ, σπούδασε Νομική και χωρίς μένος ή θυμό για την οικογένειά του -αντίθετα με κατανόηση και αγάπη- κατάφερε να γίνει κι αυτός αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας, αλλά και να βρει την προσωπική γαλήνη στο πλευρό της πανέμορφης Ινδής Ούσα.
Κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά τα απομνημονεύματα του νεαρού δικηγόρου αποτελούν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, κυρίως επειδή ο κεντρικός ήρωας, αν και σύμφωνα με την σύγχρονη ψυχολογία είχε όλες τις δικαιολογίες να συντριβεί, όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά κυρίως να μην στραφεί ποτέ κατά του παρελθόντος του.
Αυτή όμως η συγκινητική ιστορία ενηλικίωσης, στα χέρια του Χάουαρντ καταλήγει σε ένα μελοδραματικό οικογενειακό δράμα, απρόσωπο και περιγραφικό, που εντυπωσιάζεται μεν από τη ζωή του λούμπεν προλεταριάτου και τσιτάτα τύπου «αν δεν αποδεχτούμε την καταγωγή μας δεν έχουμε μέλλον», δεν μπαίνει όμως καθόλου στον κόπο να εμβαθύνει στην πραγματικότητα του Βανς και της εργατικής τάξης, τους οποίους αντιμετωπίζει εν πολλοίς ως κάτι το «εξωτικό», ενώ περνάει εξ απαλών ονύχων το θέμα του συστημικού ταξικού ρατσισμού, τον οποίο σχεδόν ωραιοποιεί, κάνοντας το success story που αγαπάει το Χόλιγουντ να μοιάζει εφικτό, αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος.
Φυσικά αυτή δεν ήταν η πρόθεση του Βανς, που απλώς ήθελε να μιλήσει για τη δική του οικογένεια και το πώς τον διαμόρφωσε, όμως ο Χάουαρντ δεν μπορεί να ξεφύγει από τη συμβατική και καθόλα χειριστική άποψη των παραμυθιών, που θέλουν τα μεγάλα στούντιο, προτάσσοντας την «εύκολη» άποψη ότι όλα είναι δυνατά, όπου υπάρχει καλοσύνη.
Με αυτό τον γνώμονα, ο Χάουαρντ μπαίνει στα σπίτια ανθρώπων που δυσκολεύονται να αγοράσουν ακόμα κι ένα πιάτο φαγητό, σαν να κινείται σε ένα τυπικό αμερικάνικο σαλόνι που τα έχει σχεδόν όλα, φοβούμενος να προβάλλει την σκοτεινή πλευρά αυτής της ζωής, αλλά και την αδικία, που υφίστανται όσοι δεν μπορούν να πάρουν μέρος στο κυνήγι του χρήματος και της υλικής ευτυχίας.
Μέσα σε αυτό το γλυκανάλατο πλαίσιο, δύο μεγάλες ηθοποιοί, η Έιμι Άνταμς που με πάθος υποδύεται τη γεμάτη αντιφάσεις μητέρα του Βανς, και η μοναδική Γκλεν Κλόουζ που απολύτως μεταμορφωμένη κάνει τα αδύνατα δυνατά για να καταφέρει να πάρει στα χέρια της ένα Όσκαρ (να θυμίσουμε ότι έχει επτά υποψηφιότητες που δεν της έφεραν το πολυπόθητο αγαλματίδιο), δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για να δώσουν ζωή σε ένα άνευρο σενάριο, που άτολμα στέκεται μπροστά σε ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα.