Είδαμε «Τα θραύσματα μιας γυναίκας» με την βραβευμένη για την ερμηνεία της στο Φεστιβάλ Βενετίας, Βανέσα Κίρμπι
Ο Ούγγρος Κορνέλ Μούντρουτσο, («Λευκός Θεός», «Το Φεγγάρι του Δία») στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του για λογαριασμό του Netflix, βασίζεται σ' ένα προσωπικό του βίωμα και πραγματεύεται την απώλεια, αποσπώντας τρεις οσκαρικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του.
Ο ίδιος μαζί με τη σύντροφό του, Κάτα Βέμπερ, έχουν χάσει το παιδί τους στη γέννα, όπως δηλαδή και το κεντρικό ζευγάρι. Η Βέμπερ μετέγραψε αυτή την οδυνηρή εμπειρία σε θεατρικό έργο, που στη συνέχεια διασκεύασε σε σενάριο για τη μεγάλη οθόνη.
Εδώ λοιπόν βρισκόμαστε στη Βοστώνη όπου ο Σον, ένας εργάτης, και η Μάρθα, γόνος καλής οικογένειας, περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Η Μάρθα έχει αποφασίσει να γεννήσει στο σπίτι με τη βοήθεια μιας μαίας, παρά τις αντιρρήσεις της χειριστικής μητέρας της -πράγμα που θα αποδειχτεί ολέθριο.
Μετά από μια σοκαριστική σχεδόν τριαντάλεπτη σεκάνς κατ΄ οίκον τοκετού που γυρίστηκε με μια λήψη (κρατήθηκε τελικά μία από τις έξι που έγιναν μέσα σε δύο μέρες), το μωρό πεθαίνει αιφνίδια στα χέρια των γονιών του. Η σχέση του ζευγαριού κλονίζεται, ενώ ταυτόχρονα ξεκινάει ένας δικαστικός αγώνας εναντίον της μαίας, αλλά και η προσπάθεια της Μάρθας να βρει τον εαυτό της και να προχωρήσει παρακάτω.
Κι ενώ ο Σον δουλεύει στην κατασκευή μιας γέφυρας που φέρνει δύο άκρες της πόλης κοντά, οι ήρωες της ταινίας του Μούντρουτσο απομακρύνονται ολοένα περισσότερο. Το ταξικό χάος που τους χωρίζει έρχεται στην επιφάνεια και η ερωτική τους ζωή καταστρέφεται κάτω από τη σκιά του θανάτου- οι συμβολισμοί είναι συνεχώς παρόντες στο φιλμ, που κάτω από την επίφαση ενός οικογενειακού δράματος, επιχειρεί με όρους αρχαίας τραγωδίας να οδηγήσει τα πρόσωπα στην κάθαρση.
Η Βανέσα Κίρμπι, συγκλονιστική σε κάθε της στιγμή, παραδίδει ένα ερμηνευτικό masterclass -σίγουρα θα είχε το Όσκαρ το τσεπάκι της, αν ο συμπρωταγωνιστής της, Σάια ΛαΜπέφ δεν κατηγορούταν για σεξουαλική παρενόχληση, πράγμα που μπορεί να της κοστίσει αυτή την εποχή- αποτυπώνοντας τα στάδια του πένθους, για να καταλήξει σε μια αξιοθαύμαστη ομιλία στο δικαστήριο, όπου θα παιχτεί και η τελευταία πράξη του δράματος. Μαζί της, η Έλεν Μπέρνστιν, υποδυόμενη μια αυστηρή μητριαρχική φιγούρα που σταδιακά χάνει τη δύναμή της εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, μπορεί να διεκδικήσει το δεύτερο της Όσκαρ δεκαετίες μετά από το «Η Αλίκη δε Μένει πια Εδώ». Ο μονόλογός της στο οικογενειακό δείπνο που τίποτα δεν πηγαίνει όπως το είχε φανταστεί, είναι από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας, αφού εκεί καταφέρνει να συνδυάσει τα δύο κυρίαρχα στοιχεία κάθε γονεϊκής σχέσης: την βαθιά αγάπη, αλλά και την ανάγκη να ορίσει εκείνη τη ζωή του παιδιού της, αρνούμενη να δεχτεί ότι αποτελεί μια αυτόνομη ύπαρξη.
Ο Μουντρούτσο ακολουθεί με χειρουργική ακρίβεια την εσωτερική διαδρομή των ηρώων, γεγονός που σε κάνει να παραβλέπεις μερικά σεναριακά άλματα -αν και η σχέση του Σον και της Μάρθας διαλύεται λεπτό το λεπτό, τίποτα δεν δικαιολογεί την απότομη απόφασή του πρώτου να κάνει σεξ με την ξαδέρφη της γυναίκας του και δικηγόρου της υπόθεσης με το που τη γνωρίζει. Κι ενώ δεν λείπουν οι δραματικές στιγμές, αλλά και οι ποιητικές λεπτομέρειες -το ξεθωριασμένο μανό στα νύχια της Μάρθας, τα κουκούτσια ενός μήλου, οι σπόροι που ανοίγουν μέσα σε λευκά βαμβάκια- αυτό το τολμηρό κατ’ άλλα εγχείρημα δεν μπορεί να συγκινήσει. Ίσως επειδή ο δημιουργός του διαχειριζόμενος το δικό του πένθος, παρακολουθεί αυτή την πορεία προς το φως από απόσταση, προσπαθώντας να αποφεύγει τους εύκολους μελοδραματισμούς και τα κλισέ. Αυτή η επιλογή όμως δημιουργεί μια ψυχρότητα, που αν και το βαθύ βλέμμα της Κίρμπι θέλει να λιώσει, το αποτέλεσμα μοιάζει τελικά λιγότερο ισχυρό από την ίδια την ιστορία.