«Ma Rainey's Black Bottom»: Η ταινία που θα έδινε το Όσκαρ στον Τσάντγουικ Μπόουζμαν
Ο Ντένζελ Ουάσιγκτον μετά το «Fences» καταπιάνεται και πάλι με τον Όγκαστ Γουίλσον, τον «ποιητή της Μαύρης Αμερικής», όπως το έχουν αποκαλέσει, κι αυτή τη φορά, αναλαμβάνοντας χρέη παραγωγού, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το «Ma Rainey’s Black Bottom».
Το συγκεκριμένο έργο του Γουίλσον που πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1982, ανήκει μαζί με άλλα εννιά στη σειρά «American Century Cycle» και το καθένα πραγματεύεται μια σελίδα της αφροαμερικανικής Ιστορίας από διαφορετικές δεκαετίες (το «Fences», για παράδειγμα εξελίσσεται το ’50). Ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από τον χορό Black bottom, που έκανε γνωστό η Ρέινι με τα τραγούδια της.
Σε αυτό παρακολουθούμε μια μέρα της θρυλικής τραγουδίστριας στο στούντιο ηχογράφησης. Η Μα Ρέινι, η «μητέρα των μπλουζ», ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση: εκρηκτική περφόρμερ απαιτητική και αμφισεξουαλική, επικράτησε σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο και αντιμετώπισε κατά μέτωπο τον ρατσισμό, μεσουρανώντας τη δεκαετία του ’20. Το 1927 λοιπόν θα βρεθεί στο Σικάγο με τον λευκό ατζέντη της για τον καινούριο της δίσκο. Ο τρομπετίστας της Λέβι, που έχει το όνειρο να φτιάξει τη δική του μπάντα, έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση μαζί της και τους υπόλοιπους μουσικούς, φλερτάρει ανοιχτά την όμορφη νεαρή που τη συνοδεύει και προσπαθεί να πείσει τους υπεύθυνους της δισκογραφικής να αγοράσουν τα τραγούδια του.
Οι ήχοι των μπλουζ και δυναμικοί μονόλογοι που δεν κρύβουν τη θεατρική τους καταγωγή, αναμειγνύονται από τον Τζορτζ Σι Γουλφ, που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία, με βασικό άξονα το θέμα της φυλετικής βίας. Η αφροαμερικανική μπάντα της Μα, όπως και η ίδια, είναι γεμάτη πληγές, από ένα παρελθόν που αν και δεν παρουσιάζεται, συνεχώς υπονοείται μέσα από τα φλεγόμενα βλέμματα των πρωταγωνιστών. Κάτω από τη σκληρότητα της Μα και την τρέλα του Λέβι, κρύβεται η ιστορία της Αμερικής κι αυτό ο Γουλφ φροντίζει να μας το υπενθυμίζει, καταγγελτικά μεν σε σημεία, αλλά με πάθος και συναίσθημα. Μένοντας κυρίως μέσα στο στούντιο, ακολουθεί τη θεατρικότητα του έργου, δημιουργώντας ένα στιβαρό δράμα δωματίου κι όχι μια μαγνητοσκοπημένη θεατρική παράσταση. Έτσι εκμεταλλεύεται σωστά τα μονολογικά μέρη -πράγμα δύσκολο στον κινηματογράφο- και δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς για μεγάλες ερμηνείες. Η Βαιόλα Ντέιβις, που έχει ερμηνεύσει με επιτυχία έργα του Γουίλσον στο θέατρο, ενώ για το κινηματογραφικό «Fences» είχε κερδίσει και το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου, μεταμορφωμένη και με έντονο μακιγιάζ επιβάλλεται σε κάθε πλάνο και κουβαλά υπαινικτικά το παρελθόν της Μα που κρύβεται επιμελώς κάτω από το αγέρωχο προσωπείο της. Αντίστοιχα, ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, στον τελευταίο ρόλο της σύντομης καριέρας του, που προφανώς θα τον στείλει στα Όσκαρ, αδυνατισμένος εξαιτίας της αρρώστιας, αλλά με ψυχική δύναμη και σθένος, υποδύεται τον Λέβι, που έρχεται αντιμέτωπος με το λευκό κατεστημένο για να συντριβεί τελικά.
Ταυτόχρονα ο Γουλφ με ένα τελευταίο πλάνο κάνει ένα σαφές σχόλιο για το whitewashing -μια συνήθης πρακτική των δισκογραφικών εταιρειών που αγόραζαν για ψίχουλα τραγούδια μαύρων καλλιτεχνών και τα έδιναν σε λευκούς, οι οποίοι τα υπέγραφαν ως δικά τους- τιμώντας όλους αυτούς του αφανείς ήρωες που χάθηκαν μέσα στον κυκλώνα της Ιστορίας.