Οι 10 καλύτερες ταινίες του 2021

Η κινηματογραφική χρονιά ξεκίνησε αργά, αφού τα σινεμά έμειναν κλειστά μέχρι τον Μάιο στη χώρα μας, οπότε ο φετινός απολογισμός είναι σχετικά μικρός, μιας και θα συμπεριλάβουμε στη δική μας αγαπημένη λίστα μόνο ταινίες που κατάφεραν να βρουν τον  δρόμο τους στις σκοτεινές αίθουσες.

«Ο Πατέρας» του Φλοριάν Ζελέρ

O Φλοριάν Ζέλερ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη στο σκηνοθετικό του κινηματογραφικό ντεμπούτο το ομώνυμο θεατρικό του έργο και ο σερ Άντονι Χόπκινς μάς χαρίζει μια απίστευτη ερμηνεία, που θες να σηκωθείς και να τη χειροκροτήσεις σαν να μην υπάρχει αύριο.

Ο Άντονι είναι ένας ιδιότροπος ηλικιωμένος άνδρας, που αντιμετωπίζει τον εφιάλτη της άνοιας: καθημερινά πληροφορίες και οι μνήμες μπερδεύονται στο κεφάλι του, ο χρόνος και η πραγματικότητα γίνονται ένα βασανιστικό παζλ, το οποίο δεν μπορεί να λύσει και ο τρόμος απέναντι στην απώλεια του εαυτού του τον κάνει ευάλωτο. Η κόρη του η Αν τον φροντίζει, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει μια νοσοκόμα που θα τον αναλάβει, καθώς εκείνη θέλει να φύγει για το Παρίσι. Αυτή είναι η μία εκδοχή της αλήθειας. Όμως μέσα στο μυαλό του Άντονι υπάρχουν και πολλές άλλες.

Ο Γάλλος δημιουργός, αφήνοντας κατά μέρος τη θεατρική καταβολή του έργου, αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες του σινεμά: έτσι το αποτύπωμα ενός κάδρου στον τοίχο, το ρολόι που ο Άντονι συνεχώς ψάχνει, οι μικρές λεπτομέρειες που αποκαλύπτει η κάμερα, όπως το τρέμουλο στο σαγόνι του Χόπκινς σε μια στιγμή διαύγειας του ήρωά του που συνειδητοποιεί τι του συμβαίνει για να το ξεχάσει το επόμενο λεπτό, αποκτούν μια ποιητική διάσταση -συμβάλλει σε αυτό και το εξαιρετικό μοντάζ του Λαμπρινού- και τελικά λειτουργούν ως αλληγορίες για τον χρόνο που φεύγει. Ο δε Χόπκινς δίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής: από την καχυποψία στην οργή, από τον φόβο στην απόγνωση, από την απόγνωση στο βιτριολικό χιούμορ, ο μεγάλος αυτός ηθοποιός σε έναν ρόλο ζωής, μετέρχεται όλα τα στάδια ενός ανθρώπου που βαδίζει προς το τέλος.

«Παράλληλες Μητέρες» του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Μητρότητα και ιστορική μνήμη συναντιούνται στη νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ, που χάρισε στην Πενέλοπε Κρουζ το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Η Τζάνις -που πήρε το όνομά της από την Τζάνις Τζόπλιν- είναι μια επιτυχημένη  φωτογράφος, που όταν μένει έγκυος από τον παντρεμένο Αρτούρο, αισθάνεται έτοιμη να γίνει μητέρα. Η Άνα από την άλλη είναι μικρή, έχει πέσει θύμα βιασμού, και η εγκυμοσύνη την τρομάζει, ενώ η δική της μητέρα ασχολείται περισσότερο με την καριέρα της στο θέατρο, παρά με τα προβλήματα της κόρης της. Οι δυο γυναίκες συναντιούνται στο μαιευτήριο και ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες. Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη και αυτή η τυχαία συγκυρία θα τις ενώσει για πάντα, όταν η Τζάνις συνειδητοποιήσει πως κατά λάθος τα μωρά μπερδεύτηκαν στη θερμοκοιτίδα. Κι ενώ προσπαθεί να διαχειριστεί  αυτή τη σκληρή αλήθεια, ταυτόχρονα αγωνίζεται για ακόμα ένα νευραλγικό ζήτημα: την εκταφή των συγγενών της, που δολοφονήθηκαν από τους φαλαγγίτες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ώστε να τους προσφέρει μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες του χωριού της μια κανονική ταφή.

Ο Αλμοδοβάρ φτιάχνει ουσιαστικά δύο ταινίες σε μία, με έναν κοινό παρονομαστή, που δεν είναι άλλος από τη γυναίκα-σύμβολο: τη μάνα, την ερωμένη, την κόρη, που δημιουργεί, δίνει τη ζωή και διαφυλάττει τη μνήμη όσο σκληρή κι αν είναι, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Και δηλώνει περίτρανα «We should all be feminists», όπως λέει και το μπλουζάκι της Τζάνις.

«Quo vadis, Aida» της Τζαμίλα Ζμπάνιτς

Η Τζασμίλα Ζμπάνιτς («Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ») επιστρέφει σε ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός συγκλονιστικού πολιτικού θρίλερ, που ήταν και υποψήφιο για το Όσκαρ ξένης ταινίας.

Μια δασκάλα αγγλικών, η Άιντα, εργάζεται ως διερμηνέας του ΟΗΕ στο ολλανδικό στρατόπεδο, το καλοκαίρι του 1995, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία από τον σερβικό στρατό. Με τον άνδρα της και τους δυο γιους της διαμένει στη βάση και αναγκάζεται να μεταφράζει στους συμπατριώτες της εντολές που ξέρει πως θα τους κοστίσουν τη ζωή. Την ώρα που οι δυνάμεις του Μιλόσεβιτς εφορμούν στην πόλη, δίνεται διαταγή εκκένωσης της βάσης, όμως εκείνη γνωρίζοντας πως έξω από αυτή καραδοκεί ο θάνατος, κάνει τα πάντα για να πείσει τους ανώτερούς της να κρατήσουν την οικογένειά της μαζί της.

Η προσωπική ιστορία της Άιντα και το δράμα του λαού της Βοσνίας συναντιούνται σε αυτό το χρονικό και η Ζμπάνιτς αποκαλύπτει θαρραλέα, όχι μόνο όλες τις παραμέτρους ενός προμελετημένου εγκλήματος, αλλά και το πολιτικό παρασκήνιο πίσω από κάθε πόλεμο.

 «Η Χώρα των Νομάδων» της Κλόι Ζάο

Με δεκάδες βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) η Κλόι Ζάο, μια από τις πιο σημαντικές δημιουργούς του σύγχρονου σινεμά, υπογράφει ένα ποιητικό αριστούργημα, που θα σας κάνει να δείτε τη ζωή αλλιώς.

Βασισμένη στο βιβλίο της δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζέσικα Μπρούντερ με τίτλο «Nomadland: Surviving America in the 21st Century» («Η Χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου Αιώνα»), καταγράφει το οδοιπορικό μιας γυναίκας, της Φερν, που έχει επιλέξει να ζει στο περιθώριο του αμερικανικού ονείρου. Αν και η ίδια είναι πρώην δασκάλα, μετά από τον θάνατο του άντρα της και το κλείσιμο του εργοστασίου όπου δούλευε, επιλέγει να αφήσει το σπίτι και τις ανέσεις της μικροαστικής ζωής και να ζήσει ως πλάνητας.

Η γεννημένη στην Κίνα αλλά εγκατεστημένη στην Αμερική Ζάο, που πλέον έχει γίνει η απόλυτη εκπρόσωπος του «Girl Power», παρακολουθεί αυτό το road trip στην αμερικανική πραγματικότητα μέσα από τη ματιά μιας διαφορετικής ηρωίδας, που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται από την εσωτερική της ανάγκη. Η Φερν δεν είναι μια επαναστάτρια, είναι επαναστατική. Δεν είναι ακραία, δεν είναι έντονη, δεν κραυγάζει για την ελευθερία της, απλώς την προασπίζεται ήρεμα και η ταλαντούχα σκηνοθέτις κινείται στο «αποκαλούμενο» περιθώριο,  χωρίς ούτε για μια στιγμή να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, αποκαλύπτοντας το μεγαλείο μιας τέτοιας επιλογής.

«Μικρή Μαμά» της Σελίν Σιαμά

Η Σελίν Σιαμά μετά από το αριστουργηματικό «Πορτρέτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται»  επανέρχεται στο θέμα της ενηλικίωσης, μέσα από ένα γλυκόπικρο οικογενειακό δράμα.

Η οκτάχρονη Νέλι, η οποία μόλις έχασε την αγαπημένη γιαγιά της και βοηθά τους γονείς της να τακτοποιήσουν τα πράγματά της. Εξερευνά το σπίτι όπου μεγάλωσε η μαμά της, Μαριόν, και το δάσος όπου έπαιζε και είχε χτίσει ένα δεντρόσπιτο, για το οποίο έχει ακούσει πάρα πολλά. Ξαφνικά η μητέρα της φεύγει και η Νέλι αναζητά παρηγοριά στο δάσος. Εκεί, θα συναντήσει ένα κορίτσι της ηλικίας της που χτίζει ένα δεντρόσπιτο. Το όνομά της είναι Μαριόν, όπως και της μαμάς της.

Μια από τις πιο σημαντικές φωνές του ευρωπαϊκού σινεμά, μέσα στην πανδημία αποφασίζει να κάνει μια arthouse ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, επιστρέφει σε ένα από τα αγαπημένα της θέματα -την παιδική ηλικία και την πορεία προς την ενηλικίωση- και συνθέτει ένα οπτικό ποίημα, που γεφυρώνει το χάσμα των γενεών, θυμίζοντας μας πως κάποτε οι μαμάδες μας ήταν κι αυτές παιδιά.

«Μάρτιν Ίντεν» του Πιέτρο Μαρτσέλο

Ο Πιέτρο Μαρσέλο διασκευάζει υποδειγματικά, μέσα από μια σύγχρονη οπτική, το ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο του Τζακ Λόντον.

Ο Μάρτιν είναι ένας ανήσυχος προλετάριος, που φιλοδοξεί να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων, ώστε να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή. Η γνωριμία του με μια πλούσια κοπέλα και ο κεραυνοβόλος έρωτας, που γεννιέται ανάμεσά τους, θα τον φέρει σε σύγκρουση με την οικογένειά της, αλλά και με το κατεστημένο της εποχής του.

Στη δεύτερή του ταινία, ο Ιταλός σκηνοθέτης βασίζεται στο υλικό του Λόντον, μόνο που τοποθετεί τη δράση στη Νάπολη, κάπου ανάμεσα στο ‘50 και το ’60, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς τον χρόνο, κι εμπνέεται σκηνοθετικά από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τη γαλλική nouvelle vague.  Χρησιμοποιεί δε ως αφορμή την ιστορία του Μάρτιν και εστιάζει περισσότερο στην αποτύπωση μιας ευρύτερης κοινωνικής κατάστασης, σχολιάζοντας κρίσιμα ζητήματα του 20ου αιώνα: τη σχέση του ατόμου και με την κοινωνία, τον ταξικό αγώνα, τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά και τον αντίλογό τους, χωρίς καταγγελτική διάθεση, αλλά με κριτική ματιά και καθαρό βλέμμα.

Σύμμαχός του, ο Λούκα Μαρίνελι προσεγγίζει τις διαφορετικές πλευρές αυτού του νέου άνδρα, που ξεκινάει με όνειρα, για να καταρρακωθεί από αυτή την πραγματοποίησή τους, δίνοντας μια ερμηνεία που δικαίως του χάρισε το βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας.

«West side story» του Στίβεν Σπιλμπεργκ

Οι Jets και οι Sharks επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη, μετά από την τεράστια επιτυχία της ταινίας των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς το 1961, αυτή τη φορά δια χειρός του «μάγου» Στίβεν Σπίλμπεργκ.

Εμπνευσμένο από το πρωτότυπο μιούζικαλ του 1957, το «West Side Story»  μεταφέρει το κλασικό έργο του Σάιξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στους κακόφημους δρόμους του Upper West Side, στη Νέα Υόρκη. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης με εξαιρετικό ρυθμό και απίστευτες κινήσεις κινηματογραφεί χορευτικά και τραγούδια, προσφέρει αφειδώς υπερθέαμα, μιλάει για όλα όσα καίνε τη χώρα του αυτή τη στιγμή, κινείται επιδέξια ανάμεσα στο love story και στο κοινωνικό δράμα που εκτυλίσσεται κάτω από τα φώτα του Μεγάλου Μήλου και αποδεικνύει πως η ανανέωση ενός είδους -ή ενός έργου- δεν επιτυγχάνεται μέσα από την πλήρη του αποδόμηση, αλλά από μια ανατρεπτική ματιά πάνω στις παραδομένες συνταγές, που εδώ δεν τις αποποιείται, αλλά τις χρησιμοποιεί με τον δικό του τρόπο, κάνοντας τελικά αυτή την παλιά ιστορία απολύτως σύγχρονη.

Η αξεπέραστη μουσική και τα τραγούδια του Λέναρντ Μπέρνσταϊν με τους διαχρονικούς στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ, η έξοχη διεύθυνση φωτογραφίας του Γιάνους Καμίνσκι και οι χορογραφίες του Τζάστιν Πεκ που σφύζουν από ενέργεια, μαζί με το πολυπολιτισμικό καστ, συνθέτουν ένα σύνολο υψηλής αισθητικής, άρτιο τεχνικά από κάθε άποψη, που συνδυάζει τη διασκέδαση με την ψυχαγωγία, το συναίσθημα με τον στοχασμό, χωρίς να χάνει την feelgood διάθεση που απαιτεί ένα μιούζικαλ.

«Η Εξουσία του Σκύλου» της Τζέιν Κάμπιον

Η βραβευμένη με Όσκαρ Τζέιν Κάμπιον επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια στη μεγάλη οθόνη με το εκρηκτικό δίδυμο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και Κίρστεν Ντανστ σε ένα ατμοσφαιρικό αντι-γουέστερν, που απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Βασισμένη σε ένα παραγνωρισμένο λογοτεχνικό έργο του 1967, που έγραψε ο Τόμας Σάβατζ, η Αυστραλιανή δημιουργός αυτή τη φορά δεν έχει ως κεντρική ηρωίδα μια καταπιεσμένη γυναίκα, αλλά έναν άνδρα. Αγενής και απότομος από τη μία, μορφωμένος και πανέξυπνος από την άλλη, ο Φιλ Μπέρμπανκ είναι ιδιοκτήτης ενός ράντσου. Αν και χαίρει σεβασμού και εκτίμησης από τους κατοίκους, αλλά και τους τοπικούς άρχοντες της περιοχής, εκείνος προτιμάει την παρέα των εργατών, πλένεται σπανίως, εκτοξεύει βιτριολικά σχόλια και αρνείται να υπακούσει σε κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς. Ο αδερφός του από την άλλη, πάντα καλοβαλμένος και ευγενής, αποτελεί το πρότυπο του σύγχρονου επιχειρηματία. Όταν παντρεύεται τη Ρόουζ, μια χήρα που παλιότερα εργαζόταν ως πιανίστα σε κινηματογράφους, την παίρνει μαζί του στο ράντσο, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Φιλ. Ο γιος της, όμως, ένας ψηλόλιγνος νεαρός που ονειρεύεται να γίνει γιατρός και σφάζει κουνέλια με χαρακτηριστική ψυχρότητα για να εξασκηθεί στη χειρουργική, θα αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Μέσα από τις συναντήσεις τους, θα ανακαλύψει το τραύμα αυτού του φαινομενικά ομοφοβικού άνδρα, που κρύβει μια καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.

Από τα αχανή τοπία της Άγριας Δύσης στα γοτθικής αισθητικής εσωτερικά της πλάνα, η Κάμπιον κινεί τους ήρωές της από το σκοτάδι στο φως, καταγράφοντας τις πληγές και τη συντριβή τους, και αποδομεί την εικόνα του macho αρσενικού και της τοξικής αρρενωπότητας, αποκαλύπτοντας πως πίσω από τον κυνισμό υπάρχει μια βασανισμένη ψυχή, που ζητάει τη λύτρωση.

«Η Νύμφη του νερού» του Κριστιάν Πετσόλντ

Ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Το Τραγούδι του Φοίνικα», «Barbara», «Yella») διασκευάζει τον αρχαίο μύθο της Ουντίνε -της νύμφης του νερού που μπορεί να παντρευτεί έναν θνητό, τον οποίο θα πρέπει να σκοτώσει, αν ποτέ την προδώσει- με φόντο το σύγχρονο Βερολίνο.

Η δική του Ουντίνε, είναι ιστορικός πόλεων κι εργάζεται ως ξεναγός στη Διεύθυνση Αστικής Ανάπτυξης. Ο άνδρας που αγαπά την εγκαταλείπει για μία άλλη γυναίκα. Εκείνη του ανακοινώνει πως αν την αφήσει θα πρέπει να πεθάνει, όμως την ίδια ακριβώς μέρα συναντάει και ερωτεύεται έναν άλλον άνδρα, τον Κριστόφ, που εργάζεται ως δύτης. Οι δυο τους ζουν τον απόλυτο έρωτα, μέχρι που εκείνος συνειδητοποιεί πως ίσως τελικά δεν είναι η πρώτη επιλογή στη ζωή της.

Στη δεύτερη συνεργασία του με τους εξαίρετους πρωταγωνιστές του «Transit» Πάουλα Μπιρ, η οποία τιμήθηκε και με την Αργύρη Άρκτο για την ερμηνεία της στο Φεστιβάλ Βερολίνου, και τον Φραντς Ρογκόφσκι, ο Πέτσολντ δημιουργεί μια μυστηριώδης ιστορία αγάπης, που ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στη φαντασία, στο υπερφυσικό και το πραγματικό, που λειτουργεί περισσότερο ως μια αλληγορία του ιδανικού έρωτα. Ταυτόχρονα, επιστρέφει και στο θέμα που τον στοιχειώνει, το οποίο δεν είναι παρά το ίδιο το Βερολίνο, μια πόλη που δεν μοιάζει, όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος με το μέρος στο οποίο γεννήθηκε, άρα μάλλον γι’ αυτόν υπάρχει μόνο στη φαντασία του. Πραγματικά εδώ το κινηματογραφεί, αλλά και μιλάει γι’ αυτό μέσα από τις ξεναγήσεις της Ουντίνε με έναν τρόπο, που ουσιαστικά ενώνει δύο περιόδους- το Βερολίνο πριν και μετά από την πτώση του Τείχου-, φτιάχνοντας έτσι το δικό του ιδανικό place to be.


«Άσπρο πάτο» του Τόμας Βίντερμπεργκ

Αν και κέρδισε πέρσι το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, έφτασε στα θερινά τον Ιούλιο, όποτε δικαιωματικά προστίθεται  στη λίστα. Ο Τόμας Βίντερμπεργκ ξορκίζει την απώλεια και φτιάχνει έναν ύμνο στη ζωή μέσα από την ιστορία τεσσάρων καθηγητών -ένας από αυτούς, ο καταπληκτικός Μαντς Μίκελσεν- που βιώνουν κρίση ηλικίας, εγκλωβισμένοι σε μια μέτρια και βαρετή καθημερινότητα, όταν αποφασίζουν να κάνουν ένα περίεργο πείραμα. Βασισμένοι στη θεωρία του Νορβηγού ψυχολόγου Φιν Σκαρντερούντ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος γεννιέται με ένα έλλειμμα αλκοόλ της τάξης του 0.5% στον οργανισμό του, οπότε η καθημερινή του κατανάλωση μπορεί να συμβάλει στην ευτυχία, αποφασίζουν να το ρίξουν έξω. Σταδιακά όμως, η κατάσταση της ελαφριάς μέθης που τους προκαλεί ευφορία και αυξάνει τη δημιουργικότητά τους, αρχίζει να γίνεται μια καταστροφική εξάρτηση, που διαλύει τις οικογένειές τους και τις ζωές τους.

Η τακτοποιημένη ζωή των ευρωπαϊκών πόλεων, η ανάγκη της μέθης, κυριολεκτικής ή και μεταφορικής, ως μια απόδραση από τη ρουτίνα, το άγχος του θανάτου, και τελικά η συνειδητοποίηση ότι η βαθιά αλλαγή βρίσκεται ακριβώς μέσα στην επανάληψη, αν αποφασίσεις να κοιτάξεις διαφορετικά την κάθε μέρα, αποτελούν και τον βασικό άξονα του Βίντερμπεργκ. Κινηματογραφώντας τους ήρωές του σε καταστάσεις εκτός ορίων, άλλοτε γελοίες κι άλλοτε τραγικές, εστιάζοντας σε βλέμματα απόγνωσης και μοναξιάς, καταγράφει την πτώση τους και τους οδηγεί σταδιακά σε έναν καθαρτικό χορό δίπλα στη θάλασσα.