Το «Blonde» επενδύει στο τραύμα της Μονρόε αλλά δεν καταφέρνει να το αγαπήσει ούτε στιγμή
Το όνομά της είναι θρύλος, η ζωή της μια διαρκής πάλη ανάμεσα στην εικόνα που οι άλλοι ήθελαν να έχει και που η ίδια έχτισε για να τους ικανοποιήσει, σε μια πορεία καταστροφής με ένα μόνο αίτημα: την αγάπη.
Αυτή ήταν η Μέριλιν Μονρόε, η μικρή Νόρμα Τζιν που έψαχνε πάντα τον πατέρα της, που έπαιξε με ένα αδηφάγο σύστημα και το άφησε να την κατασπαράξει: έτσι την περιγράφει και η Τζόις Κάρολ Όουτς στην ογκώδη (περίπου εφτακόσιες σελίδες) μυθιστορηματική βιογραφία της, στην οποία βασίζεται και η ταινία.
Στα χνάρια του Πάμπλο Λορέν, ο Νεοζηλανδός Άντριου Ντομινίκ δεν μπαίνει ούτε για μια στιγμή στη διαδικασία να αφηγηθεί την ιστορία της στερεοτυπικά, αντίθετα χτίζει λεπτό το λεπτό ένα σκοτεινό παραληρηματικό σύμπαν, χρησιμοποιώντας τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής της ως βατήρα για να καταδυθεί στην αλήθεια της. Παίζοντας ανάμεσα στο ασπρόμαυρο και το έγχρωμο, αλλάζει στιλ και ρυθμό σε κάθε σεκάνς, αναπαριστά εμβληματικές σκηνές από τις ταινίες της, και με έναν μαξιμαλισμό που όμως γρήγορα κουράζει, ακόμα και αν συνοδεύεται από την εξαιρετική μουσική των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλλις, οδηγείται σε ένα παράδοξο homage, τολμηρό σε σημεία, ακραίο σε άλλα, άλλα πάντα συνεπές ως προς το τραύμα.
Έτσι, ξεκινάει από τη μικρή Νόρμα Τζιν, που βιώνει μια εξαιρετικά κακοποιητική σχέση από την αλκοολική και ψυχική διαταραγμένη μητέρα της, για να φτάσει στη Μέριλιν που όλοι ξέρουν, η οποία ενηλικιώνεται άγρια στα γραφεία ενός παραγωγού-προαγωγού, βιώνει τον έρωτα σε ένα παράδοξο τρίο με τους γιους του Τσάρλι Τσάπλιν και του Έντουαρντ Ρόμπινσον, δύο αγοριών που ζουν στη σκιά των τυράννων-πατεράδων τους, συνομιλεί με τα αγέννητα παιδιά της, γίνεται θύμα του πρώτο της άνδρα, του Τζο ντι Μάτζιο, αναζητάει τη σωτηρία της στον Άρθουρ Μίλερ και συντρίβεται στο δωμάτιο του Προέδρου Κένεντι, σε μια από τις πιο σκληρές σκηνές της ταινίας, όπου οι άνθρωποί του του την παραδίδουν σαν ένα κομμάτι κρέας για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές ορέξεις του, πριν την πετάξει στα σκουπίδια, αυτή που τον ένιωθε πάντα σαν αδερφή ψυχή της.
Η κακοποίηση που βίωνε η Μονρόε σε όλη τη ζωή της είναι κυρίαρχη σε κάθε πλάνο του Ντόμινικ, ο οποίος δεν θέλει να αγιοποιήσει την ηρωίδα του, διστάζει όμως να την αγαπήσει μέσα σε αυτό τον εφιαλτικό κόσμο. Κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα του «Blonde»: ότι η Μέριλιν για ακόμα μια φορά προδίδεται, όχι γιατί ο σκηνοθέτης δεν βλέπει την αλήθειά της, αλλά γιατί δεν κάνει τον κόπο να της επιτρέψει να γίνει αληθινή. Ακόμα και στις στιγμές της απόλυτης κατάρρευσής της, της απαγορεύει να απεκδυθεί το φορτίο της σεξουαλικότητας. Γυμνή, όμορφή και πάντα υπέροχη, η δική του Μέριλιν δεν αντέχει ούτε για μια στιγμή να βρει τον εαυτό της, παραμένει μια κούκλα, που πρέπει να υπακούει σε μια μόνο εικόνα: αυτή του απόλυτου θηλυκού. Ούτε από την άλλη όμως είναι τόσο ρηξικέλευθος για να εντοπίσει μέσα σε αυτό τον ωκεανό του πόνου τη δική της ματαιοδοξία για τα φώτα της δημοσιότητας, χωρίς να της χαρίζει καν το δικαίωμα να ευθύνεται για τη διαδρομή της.
Ενώ λοιπόν πετυχαίνει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια ενός κλασικού χολιγουντιανού biopic, ενώ καταγράφει ένα ολόκληρο σύστημα που έφτιαξε και σκότωσε τη Μέριλιν Μονρόε, της αρνείται έστω και για στιγμή να γίνει άνθρωπος, ακόμα και ο άνθρωπος που επιλέγει όσα του συμβαίνουν. Αντίθετα, για πάνω από δυόμισι ώρες σχεδόν ηδονοβλεπτικά τη διαλύει χωρίς να την τσαλακώνει, εκμεταλλευόμενος διαρκώς τον ερωτισμό, που ήξερε να σκορπάει παντού γύρω της, ακόμα και στον θρήνο της.
Μέσα σε αυτό το πορνογραφικό σχεδόν πλαίσιο, η λεπτεπίλεπτη Άνα Ντε Αρμάς αποδεικνύεται πιο γενναία από τον σκηνοθέτη της. Γιατί χωρίς να εγκαταλείπει την ιδέα του sex symbol που όλοι περιμένουν, με μια γενναία ερμηνεία, διατηρεί το περίβλημα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του μιμητισμού, χωρίς να γίνεται καρικατούρα, και την εξανθρωπίζει, χωρίς να παραβιάζει τη συνθήκη που απαιτεί ο σκηνοθέτης της. Έξυπνα όμως και με μια σπάνια ευαισθησία, καταφέρνει να δείξει αυτό το άλλο πρόσωπο της Μέριλιν, υπερνικώντας σε στιγμές ακόμα και τον Ντόμινικ, που δεν καταφέρνει να απαγκιστρωθεί επί της ουσίας από τον μύθο -έναν μύθο απόλυτα ιδανικό για το ανδρικό βλέμμα-, έστω και αν θεωρητικά μοιάζει να καταλαβαίνει την αιτία που τον δημιούργησε. Η Ντε Αρμάς όμως δείχνει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση για την ηρωίδα της και σε αυτή κυρίως ανήκει η «Blonde»...