Babylon: Οι πραγματικοί ηθοποιοί από τα '20s που ενέπνευσαν τους χαρακτήρες της ταινίας
Τοποθετημένη στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’20, το «Babylon», η καινούργια ταινία του βραβευμένου με Όσκαρ Ντάμιεν Σαζέλ, ακολουθεί την άνοδο και την πτώση πολλαπλών χαρακτήρων κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αχαλίνωτης παρακμής και ακολασίας, τότε που η πιο ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία του πλανήτη έκανε τα πρώτα της βήματα.
Αν και τα πρόσωπα, αλλά και τα περισσότερα γεγονότα που περιγράφονται στο «Babylon» είναι προϊόντα μυθοπλασίας, στηρίζονται σε πραγματικούς χαρακτήρες, που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.
Ο Μπραντ Πιτ, για παράδειγμα, υποδύεται τον Τζακ Κόνραντ, έναν αστέρα του βωβού κινηματογράφου που ξενυχτάει κάθε μέρα σε πάρτι, παντρεύεται σχεδόν από χόμπι, προσποιείται ενίοτε τον Ιταλό, αλλά η καριέρα συνθλίβεται με την έλευση του ήχου. Ο χαρακτήρας του Κόνραντ στην πραγματικότητα στηρίζεται στον Τζον Γκίλμπερτ, που είχε τον τίτλο του «Μεγάλου Εραστή», φημιζόταν για τις εκφράσεις του προσώπου του και έλαμψε ειδικά σε ρόλους ζεν πρεμιέ.
Η καριέρα όμως του άρχισε να φθίνει, όταν επικράτησε ο ομιλών κινηματογράφος, παρόλο που δεν είχε άσχημη φωνή. Η αλήθεια βέβαια είναι πως η προσωπική ζωή του, ταραχώδης και άστατη, η εξάρτησή του από το αλκοόλ, αλλά και οι συγκρούσεις του με μεγάλα στούντιο, έπαιξαν κι αυτά τον ρόλο τους στην πτώση του. Πέθανε τελικά στα 39 του από ανακοπή.
Βέβαια, ο Κόνραντ του «Babylon» έχει αρκετά στοιχεία και από τον Ντάγκλας Φέρμπακς, αλλά και τον Ροδόλφο Βαλεντίνο, ο οποίος είχε όντως ιταλικές ρίζες.
Η Μάργκο Ρόμπι τώρα υποδύεται την Νέλι Λαρόι, μια φιλόδοξη ανερχόμενη σταρ, που γίνεται γνωστή ως το «Άγριο κορίτσι». Από φτωχική οικογένεια, με έναν πατέρα που αργότερα θα γίνει και μάνατζέρ της και μια μητέρα ψυχικά ασθενή, θυμίζει την περιβόητη Κλάρα Μπόου, που στην εποχή της την αποκαλούσαν «It Girl».
Η Μπόου ήταν σέξι, αλλά είχε την ικανότητα να κλαίει εύκολα και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ταυτόχρονα, αναστάτωνε τα ταμπλόιντ με τους αμέτρητους εραστές της και τον έκλυτο βίο της, αλλά επειδή απολάμβανε την προστασία της Λουέλα Πάρσονς, της μεγάλης «κουτσομπόλας» του Χόλιγουτ, της οποίας η στήλη έκτιζε και κατέστρεφε καριέρες εν μια νυχτί (επίσης θα τη δούμε στην ταινία ως Έλινορ Γλιν), κατάφερνε να βγαίνει αλώβητη. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν είχε την εκτίμηση των παραγωγών της, που την έβλεπαν μόνο σαν έναν τρόπο να βγάζουν λεφτά και τίποτα άλλο. Πολλούς τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η ταπεινή καταγωγή της και γι’ αυτό φρόντιζαν να την υποτιμούν με κάθε τρόπο, ενώ δεν την καλούσαν ποτέ στους κύκλους τους, οπότε εκείνη έκανε συνήθως παρέα με τους τεχνικούς και τις ενδύτριες.
Με την έλευση του ομιλούντα κινηματογράφου, δούλευε σκληρά για να ξεπεράσει τη φοβία του λόγου, πράγμα που ποτέ δεν κατάφερε απόλυτα. Κάπως έτσι η καριέρα της τελείωσε στα 26 της χρόνια. Παντρεύτηκε, αλλά γρήγορα εκδήλωσε κι αυτή, όπως η μητέρα της, σημάδια ψυχασθένειας κι έτσι ο σύζυγός της την έκλεισε σε κλινική. Ταλαιπωρημένη από τα ηλεκτροσόκ και την κατάθλιψη, πέθανε τελικά στα εξήντα της από ανακοπή. Πέρα όμως από την Μπόου, η Άλαμ Ρούμπεν και η Τζέιν Ίγκλις, έτερες στάρλετ της εποχής που επίσης αντιμετώπιζαν θέματα με τα ναρκωτικά, επηρέασαν τη Ρόμπι στη σύνθεση του χαρακτήρα της Λαρόι.
Η επιβλητική Ασιάτισσα Λάιδη Φέι Σου -την ερμηνεύει η Λι Τζουν Λι- παραπέμπει ασφαλώς στην Άννα Μέι Γουόνγκ, την πρώτη Κινέζα ηθοποιό που εισχώρησε στην αμερικανική βιομηχανία και κατάφερε να κάνει μια μεγάλη καριέρα, παρόλο που συχνά η καταγωγή της τής στερούσε δουλειές, γεγονός που δείχνει και η ταινία ως ένα σχόλιο για τις φυλετικές διακρίσεις. Η Γουόνγκ ήταν ομοφυλόφιλη και τελικά έφυγε για την Ευρώπη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, όπως δηλαδή και η Φέι Σου.
Ο χαρακτήρας του Μάνι Τόρες, που υποδύεται ο Ντιέγκο Κλαβα, είναι ένας Μεξικανός που ξεκινάει ως το «παιδί για όλες τις δουλειές» και σταδιακά χάρη στις ικανότητές του εξελίσσεται σε σημαντικό παραγωγό, όπως δηλαδή και ο Ρενέ Καρντονά, ένας Κουβανός σκηνοθέτης που κατάφερε να επιβληθεί στο Χόλιγουντ. Βέβαια, μέσα από αυτόν τον ρόλο ο Σαζέλ αναφέρεται σε όλους μετανάστες που με το μυαλό τους και τις ικανότητές τους κατάφεραν να ζήσουν το «αμερικανικό όνειρο» τότε, και που σήμερα τελικά στελεχώνουν τον κινηματογράφο.
Στην ταινία υπάρχουν και ιστορικοί χαρακτήρες, όπως ο Ίρβινγκ Θάλεμπεργκ, που υποδύεται ο Μαξ Μινγκέλα. Ο Θάλεμπεργκ υπήρξε διευθυντής παραγωγής της MGM και μια από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του σινεμά. Πρωτοπόρος για την εποχή του, συνδύαζε την εμπορικότητα με το καλλιτεχνικό όραμα, πράγμα που κανείς δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε και δημιούργησε την εικόνα πολλών μεγάλων σταρ.
Ο χαρισματικός τρομπετίστας Σίντνεϊ Πάλμερ τώρα θυμίζει μεγάλους τζαζίστες της εποχής όπως τον Ντιουκ Έλινγκτον ή τον Λούις Άρμστρονγκ, οι οποίοι κατάφερναν, αν και μαύροι, σε δύσκολες εποχές να περάσουν την πόρτα των μεγάλων στούντιο και να συμμετέχουν σε αρκετές ταινίες.
Όσον αφορά στην ατμόσφαιρα της εποχής, ο Σαζέλ μάλλον δεν υπερβάλλει που την προσομοιάζει με μια σύγχρονη Βαβυλώνα, όπου το χρήμα έρρεε άφθονο και τα πάντα επιτρέπονταν στο κυνήγι της δόξας. Επίσης, περιστατικά που δείχνουν ακραία ατυχήματα, ακόμα και θανάτους στο σετ λόγω των συνθηκών παραγωγής, είχαν σημειωθεί πολλάκις εκείνα τα χρόνια. Λέγεται, ας πούμε, πως κατά γυρίσματα του «Μπεν Χουρ» πέθαναν αρκετοί κομπάρσοι στις επικές σκηνές, λόγω ελλιπών μέτρων ασφαλείας.