«Baby Reindeer»: Η αληθινή ιστορία στην οποία βασίζεται η σειρά που σαρώνει στο Netflix
Η νέα σειρά του Netflix «Baby Reindeer», που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο, αλλά και την προσωπική εμπειρία του κωμικού Ρίτσαρντ Γκαντ, απασχολεί καθημερινά τα social media- θα το διαπιστώσετε με ένα scroll στο timeline σας- καθώς πραγματεύεται με ασυνήθιστο τρόπο το θέμα της «κακοποίησης».
Ο Γκαντ παρουσίασε το θεατρικό του πρώτα στο Φεστιβάλ Fringe του Εδιμβούργου, όπου προκάλεσε εντύπωση. Τότε, οι κριτικοί είχαν χαρακτηρίσει την παράσταση του Γκαντ, ο οποίος βρισκόταν σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, «διαταραγμένη, μηδενιστική, αυτοκαταστροφική». Στη συνέχεια όμως, η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Bush Theatre του Λονδίνου, σημειώνοντας απανωτά sold out, πριν γίνει μίνι τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Στο «Baby Reindeer», ο Ντόνι είναι ένας νέος stand up κωμικός, που ενώ προσπαθεί να κάνει καριέρα, εργάζεται ως μπάρμαν σε μια παμπ, συγκατοικεί με τη μητέρα της πρώην του και αγωνίζεται να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητά του. Όταν η ιδιόρρυθμη Μάρθα, με το διαπεραστικό γέλιο και τα απροκάλυπτα ψέματα για την προσωπική της ζωή, μπαίνει στη ζωή του, ο Ντόνι δεν μπορεί να φανταστεί πως η σχέση τους θα πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.
Ο Σκωτσέζος κωμικός και σεναριογράφος ίτσαρντ Γκαντ, που πρωταγωνιστεί στη σειρά μαζί με την υπέροχη Τζέσικα Γκάνινγκ, καταγράφει με θάρρος και ειλικρίνεια την προσωπική του ιστορία, σύμφωνα με την οποία μια εμμονική stalker του αναστάτωσε τη ζωή. Παράλληλα όμως, σε μια τολμηρή αυτοανάλυση αποκαλύπτει τον βιασμό του από ένα σκηνοθέτη, την πάλη του με τους δαίμονές του, αλλά και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, αποκαλύπτοντας τελικά ότι η κακοποίηση έχει πολλές πλευρές.
«Το stalking στην τηλεόραση τείνει να είναι πολύ σεξουαλικό», έχει δηλώσει Γκαντ στο «Tudum» του Netflix. «Έχει μία μυσταγωγία. Είναι κάποιος σε ένα σκοτεινό σοκάκι. Είναι κάποιος που είναι πραγματικά σέξι, που είναι πολύ φυσιολογικός, αλλά μετά γίνεται σιγά-σιγά παράξενος. Όμως το stalking είναι μία ψυχική ασθένεια. Ήθελα πραγματικά να δείξω τα επίπεδα του stalking με μία ανθρώπινη ποιότητα, που δεν είχα ξαναδεί στην τηλεόραση».
Και φαίνεται πως τα κατάφερε, μιας και η επιτυχία της σειράς οφείλεται στο ότι ο Γκαντ δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως θύμα, αντίθετα στοχαστικά αναλογίζεται και τις δικές του ευθύνες, ενώ παραδέχεται ότι ουσιαστικά εκείνος άνοιξε την πόρτα στην Μάρθα, την οποία μερικές φορές φαντασιώθηκε έως και σεξουαλικά, ανιχνεύοντας πώς τα τραύματα του παρελθόντος τον οδήγησαν στο να προσελκύσει μια παρανοϊκή συμπεριφορά.
Από την άλλη, ο Γκαντ δεν σκιαγραφεί τη γυναίκα που επί χρόνια τον καταδίωκε ως το «απόλυτο κακό», αντίθετα αποκαλύπτει την ευάλωτη πλευρά της, εστιάζοντας στο γεγονός ότι ένας κατά βάση ψυχικά ασθενής άνθρωπος μένει εντελώς αβοήθητος, χωρίς κοινωνικό πλαίσιο.
Τέλος, ο δημιουργός, ως θύμα πολλαπλών κακοποιήσεων, εντοπίζει τα τρωτά σημεία του νομικού συστήματος, που τελικά δεν καταφέρνει να προστατεύσει κανέναν, παρά μένει να παρατηρεί μια νοσηρή κατάσταση, παρεμβαίνοντας μόνο, όταν όλα πια έχουν καταρρεύσει. «Οι νόμοι που αφορούν την παρενόχληση και την κακοποίηση είναι τόσο ηλίθιοι», έχει δηλώσει ο δημιουργός σε εφημερίδα, «επειδή αναζητούν το μαύρο και το άσπρο, το καλό και το κακό, αλλά αυτό δεν λειτουργεί έτσι»
Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους, το «Βaby Reindeer» είναι πολλά περισσότερα από την ιστορία ενός παρανοϊκού stalker και του θύματός του, αλλά μια κωμικοτραγική ανάλυση των συνθηκών, που μας οδηγούν στα άκρα, καθιστώντας σαφές ότι οι ρόλοι του θύτη και του θύματος πολύ εύκολα μπορούν να ανατραπούν.
Μεγάλο πλεονέκτημα του «Baby Reindeer» είναι ότι δεν ακολουθεί τον δρόμο ενός τυπικού ψυχολογικού θρίλερ, αντίθετα θυμίζει περισσότερο μια μαύρη κωμωδία, με τον Γκαντ να βιώνει μέσα από αυτή τη δοκιμασία τη δική του περιπέτεια ενηλικίωσης, και τη «Μάρθα», όπως επέλεξε να ονομάσει τη stalker του, αποκρύπτοντας την πραγματική της ταυτότητα, να γίνεται άλλοτε η ηρωίδα ενός σκοτεινού ρομάντζου, που ζει έναν ανεκπλήρωτο κατατσροφικό έρωτα, κι άλλοτε η τραγική φιγούρα μιας ψυχικά άρρωστης γυναίκας, που έχει εγκαταλειφθεί από όλους.
Η αληθινή ιστορία στην οποία βασίζεται η σειρά «Baby Reindeer» του Netflix
Για τον Ρίτσαρντ Γκαν όλα ξεκίνησαν από ένα απλό κέρασμα, όταν πρόσφερε ένα φλιτζάνι τσάι και λίγο ενδιαφέρον σε μία μελαγχολική γυναίκα, που εμφανίστηκε ένα βράδυ στην παμπ, όπου εργαζόταν.
Έκτοτε, η παράξενη αυτή θαμώνας, που επέλεξε ο ίδιος για να την προστατεύσει να την αποκαλεί «Μάρθα», απέκτησε μαζί του μία εμμονή. Η Μάρθα λοιπόν άρχισε να τον ακολουθεί παντού, έγινε η πιο φανατική του θαυμάστρια, καθώς δεν έχανε κανένα από τα stand –up shows του, του έκανε διάφορα περίεργα δώρα, όπως έναν τάρανδο, υπνωτικά χάπια, ένα μάλλινο καπέλο και ένα μποξεράκι, μέχρι που άρχισε να ελέγχει την ιδιωτική του ζωή. Η αφοσίωση που του έδειχνε στην αρχή τον κολάκευε, τον έκανε να αισθάνεται σημαντικός, όμως σταδιακά το όλο πράγμα πήρε μια εφιαλτική τροπή.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Μάρθα του έστειλε πάνω από 40.000 emails, 740 tweets, 350 ώρες ηχητικών μηνυμάτων, 100 σελίδες επιστολών και 45 μηνύματα στο Facebook μέσα σε πέντε χρόνια, όταν άρχισε να παρενοχλεί την οικογένειά του και την τρανς γυναίκας με την οποία έβγαινε, αλλά και να προβαίνει σε πράξεις βίας.
Η Μάρθα, που έχει πτυχίο νομικής και είχε εργαστεί ως δικηγόρος πριν χάσει τη δουλειά της, όταν καταδικάστηκε για stalking στον πρώην εργοδότη της, συνήθιζε να υπογράφει κάθε e-mail με τη φράση «Sent from my iPhone» (ή μερικές φορές απλώς «iphon»), παρόλο που δεν είχε καν i-Phone. Ο λόγος είναι, σύμφωνα με την ψυχολόγο Dannielle Haig, ότι αυτή ηυπογραφή της έδινε μια αίσθηση επιτυχίας και κοινωνικής αποδοχής, που είχε χάσει.
Στο τέλος του «Baby Reindeer», η Μάρθα καταδικάζεται τελικά σε εννέα μήνες φυλάκιση και πέντε χρόνια σε περιοριστικά μέτρα απέναντι στον Ντόνι. Στην πραγματική ζωή όμως, ο Γκαντ δεν έχει αποκαλύψει ποτέ τις λεπτομέρειες για το πώς επιλύθηκε η κατάσταση, δηλώνόντας λακωνικά στους «Times» σχετικά με την υπόθεση:
«Έχει επιλυθεί. Είχα ανάμεικτα συναισθήματα γι’ αυτό. Δεν ήθελα να ρίξω στη φυλακή κάποια που ήταν τόσο ψυχικά άρρωστη... Τώρα είμαι πολύ πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους. Μου παίρνει πολύ καιρό να τους εμπιστευτώ... Πριν έμπαινα σε καταστάσεις εντελώς ανοχύρωτα και κάηκα».
Αν και ο Γκαντ δεν ήθελε ποτέ να αποκαλύψει ποια είναι η πραγματική Μάρθα, οι φανατικοί ντετέκτιβ του ιντερνέτ φρόντισαν να την ανακαλύψουν. Ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται, εντοπίζοντας τα tweets μιας γυναίκας ονόματι Fiona Harvey, τα οποία είναι ακόμα online. Σε αυτά, η Harvey άλλοτε προτρέπει τους χρήστες να παρακολουθήσουν μια παράσταση του Γκαντ, κι άλλοτε απευθύνεται στον ίδιο, γράφοντας του: «My curtains need hung badly» (οι κουρτίνες θελούν κρέμασμα κατεπειγόντως), μια φράση που ακούγεται και στη σειρά και αναφέρεται στον τρόπο που η Μάρθα προκαλούσε τον Ντόνι να συνευρεθούν σεξουαλικά.
Παράλληλα με την ιστορία του stalking, αποκαλύπτεται επίσης ότι ο Γκαντ είχε πέσει θύμα βιασμού ενός χειριστικού σκηνοθέτη, ο οποίος του είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθήσει στην καριέρα του και τον προμήθευε με ναρκωτικά για να «φτιαχτεί». Οι χρήστες των social έχουν ταυτίσει τον εν λόγω σκηνοθέτη με τον συγγραφέα και φίλο του Γκαντ, Σον Φόλεϊ.
Ο Σκωτζέζος κωμικός, μετά τον πανικό που πορκλήθηκε, με ανάρτησή του έσπευσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας πως ο Σον Φόλεϊ είναι ένας άνθρωπος που εκτιμά.
«Οι άνθρωποι με τους οποίους αγαπώ, έχω συνεργαστεί και θαυμάζω, συμπεριλαμβανομένου του Σον Φόλεϊ, εμπλέκονται άδικα σε εικασίες. Μην κάνετε εικασίες για το ποιοι από τους ανθρώπους της πραγματικής μου ζωής είναι όλοι αυτοί. Μπορεί να μην είναι αυτό το νόημα της σειράς μας», γράφει ο ίδιος σε μήνυμά του, με τον Σον Φόλεϊ να κάνει αναδημοσίευση της ανάρτησής του.
Με τη σειρά του, ο Φόλεϊ ξεκαθαρίζει πως οι Αρχές έχουν ενημερωθεί για όσους τον απειλούν και τον βρίζουν δημόσια.