Ο Νονός Μάρλον Μπράντο

20 άγνωστες λεπτομέρειες πίσω από τον θρυλικό «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα

Το τρέιλερ της νέας εκδοχής του τρίτου μέρους του «Νονού» κυκλοφόρησε ήδη και όλοι περιμένουμε με αγωνία να δούμε τελικά πώς «Η σπουδαιότερη ταινία του αμερικανικού σινεμά και σίγουρα το καλύτερο δυνατό καστ», όπως είπε σε μια σπάνια κρίση γενναιοδωρίας ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, τελειώνει σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου του Φράνσις Φορντ Κόπολα, αλλά και του σεναριογράφου Μάριο Πούζο.

Η ταινία που έχει καταγραφεί στην Ιστορία της έβδομης Τέχνης ως η πιο ανατρεπτική ματιά πάνω στον κόσμο της Μαφίας έχει όμως το δικό της παρασκήνιο.

Ο Μάρλον Μπράντο ήταν η τελευταία επιλογή του στούντιο παραγωγής για τον ρόλο του Δον Βίτο Κορλεόνε. Αρχικά οι παραγωγοί προτιμούσαν τον Φρανκ Σινάτρα, που οι φήμες λένε ότι είχε σχέσεις με τη Μαφία, και δεν ήθελαν καν να ακούσουν το όνομα του Μπράντο, λόγω της φήμης που είχε ότι είναι πολύ «δύσκολος» στις συνεργασίες του. Ο Κόπολα όμως επέμενε και τελικά η Paramount υπέκυψε στις πιέσεις του, με την προϋπόθεση ότι ο μεγάλος σταρ θα δεχόταν κάποιους πολύ αυστηρούς όρους. Ο πρώτος ήταν ότι έπρεπε να κάνει οντισιόν, μία πρόταση που θεωρείται προσβλητική για ηθοποιούς του βεληνεκούς του Μπράντο, που όμως του την παρουσίαζαν ως «τεστ για μακιγιάζ» προκειμένου να μην εκνευριστεί. Ο δεύτερος ήταν ότι έπρεπε να δώσει κάποια χρήματα ως ασφάλεια, σε περίπτωση που καθυστερούσε το γύρισμα εξαιτίας του και τέλος, συμφώνησε να μην πάρει κανονική αμοιβή, αλλά να πληρωθεί από τα ποσοστά της ταινίας.

Στο υλικό που τράβηξε για το περιβόητο «δοκιμαστικό», η μεταμόρφωση του Μπράντο ήταν εντυπωσιακή: έλυσε την κοτσίδα στα μαλλιά του και τα χτένισε προς τα πίσω χρησιμοποιώντας μαύρο γυαλιστικό για τα παπούτσια. Πήρε δύο χαρτομάντιλα, τα τύλιξε δίνοντας σχήμα κυλίνδρου και τα έχωσε στο στόμα του, κάτω από τα μάγουλα. Άρχισε να μιλά αργά και βραχνιασμένα, «ίσως επειδή ο Βίτο είχε φάει κάποτε μια σφαίρα στο λαιμό». Ο Μπράντο πίστευε πως ο Κορλεόνε έπρεπε να έχει την όψη ενός μπουλντόγκ «άγριο στην εμφάνιση, αλλά εσωτερικά τρυφερό». Ο Κόπολα ενθουσιάστηκε φυσικά με την πρότασή του και γι’ αυτό στα γυρίσματα, ο Μπράντο φορούσε ειδικό μασελάκι που είχε φτιάξει οδοντίατρος. Το συγκεκριμένο μασελάκι βρίσκεται στο Αμερικανικό Μουσείο Κινηματογράφου στο Κουίνς της Νέας Υόρκης.

Τρεις ώρες διαρκούσε η μεταμόρφωση Μάρλον Μπράντο σε Βίτο Κορλεόνε. Το βαρύ μακιγιάζ του ηθοποιού ήταν η αιτία που οι περισσότερες σκηνές του ήταν τόσο σκοτεινές, καθώς ο Μπράντο ήταν 47 χρονών και έπρεπε να φαίνεται μεγαλύτερος.

Ο Τζακ Νίκολσον ήταν η αρχική επιλογή για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, αντί για τον Αλ Πατσίνο. Ο Νίκολσον σε συνέντευξή του παραδέχτηκε ότι κατά λάθος απέρριψε το ρόλο, καθώς τότε πίστευε πως οι Ινδοί πρέπει να παίζουν Ινδούς και οι Ιταλοί… Ιταλούς! Όμως υποστήριξε όμως ότι καλύτερος από τον Αλ Πατσίνο δεν υπήρχε για τον ρόλο.

Ο Μάικλ Κορλεόνε ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος του κάστινγκ. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα είδε τον Αλ Πατσίνο σε ένα θεατρικό στο Μπρόντγουεϊ και αμέσως κατάλαβε ότι είχε βρει τον ιδανικό για να τον ενσαρκώσει. Εκείνη την εποχή ωστόσο ο Πατσίνο ήταν άγνωστος, ενώ δεν τα πήγε και τόσο καλά στο δοκιμαστικό για το ρόλο. Επιπλέον η παραγωγή θεωρούσε ότι το πρόσωπό του ήταν πολύ χλωμό για τον ρόλο ενός μαφιόζου.

Ο Πατσίνο κατά σύμπτωση είχε και ένα κοινό με τον χαρακτήρα του Μάικλ καθώς ο ίδιος κατάγεται από την πόλη Κορλεόνε της Ιταλίας.

Ο Κόπολα, αν και νεαρός τότε σκηνοθέτης, στην έναρξη των γυρισμάτων διαφωνούσε συνεχώς με το στούντιο για την επιλογή των ηθοποιών και διάφορες άλλες λεπτομέρειες της παραγωγής. Άλλωστε δεν ήταν ούτε αυτός η πρώτη επιλογή των παραγωγών, οι οποίοι ήθελαν να δώσουν τον «Νονό» στον σκηνοθέτη της ταινίας «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», Σέρτζιο Λεόνε. Ο Λεόνε όμως αρνήθηκε την ταινία, λέγοντας ότι είχε στα σκαριά ένα δικό του πρόζεκτ με γκάγκστερς. Άλλα ονόματα που έπαιζαν ως υποψήφιοι ήταν αυτά του Αρθουρ Πεν και του Κώστα Γαβρά. Τελικά όμως ο Κόπολα κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της εταιρείας. Πάντως στην αρχή δίπλα του υπήρχε κι ένας αντικαταστάτης σκηνοθέτης, που συνεχώς επέβλεπε τη δουλειά του, περιμένοντας φυσικά τη στιγμή που θα τον απέλυαν!

Οι ηθοποιοί για να καταλάβουν τους ρόλους τους καλύτερα, έκαναν παρέα με πραγματικούς μαφιόζους. Ο Μάρλον Μπράντο προετοιμάστηκε για τον ρόλο του συναντώντας προσωπικά έναν γκάνγκστερ της οικογένειας Bufalino. Ο Πατσίνο, ο Κάαν και ο Ντιβάλ ακολούθησαν το παράδειγμά του και βρίσκονταν συχνά πυκνά με παιδιά του υποκόσμου.

Τα χάδια στη γάτα του Δον Βίτο Κορλεόνε στην εναρκτήρια σκηνή, ήταν αυτοσχεδιασμός, καθώς δεν είχε προβλεφθεί η παρουσία του συμπαθητικού τετράποδου. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια αδέσποτη γάτα η οποία έκανε βόλτες στον χώρο και ο Μπράντο αποφάσισε να την ενσωματώσει στη σκηνή.

Ο ηθοποιός Τζον Μάρλεϊ, ο άνδρας που είδε το κεφάλι ενός νεκρού αλόγου στο κρεβάτι του κατά την διάρκεια της ταινίας, σοκαρίστηκε όταν ήρθε η ώρα του γυρίσματος. Ενώ στις πρόβες το εν λόγω κεφάλι ήταν ρέπλικα, εκείνη την ημέρα είχαν προμηθευτεί ένα πραγματικό, που είχαν αγοράσει από ένα σφαγείο. Οπότε ο ηθοποιός άρχισε να ουρλιάζει πραγματικά, αντίδραση που ήθελε ο Κόπολα. Πολλές φιλοζωικές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν για το περιστατικό, αλλά χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα.

Ο Λένι Μοντάνα, ο άνδρας που έπαιξε τον δολοφόνο Λούκα Μπράσι, ήταν επαγγελματίες παλαιστής πριν γίνει ηθοποιός. Μάλιστα, ήταν τόσο αγχωμένος την ημέρα που θα γύριζε την σκηνή που συγχαίρει τον Μάρλον Μπράντο με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να πει ούτε μια φορά σωστά τα λόγια του. Ο Κόπολα, επειδή δεν είχε χρόνο να ξαναγυρίσει την σκηνή, έβαλε μια νέα σκηνή στην ταινία, όπου δείχνει τον Λούκα Μπράσι να προβάρει τα λόγια του προτού δει τον Νονό, έτσι ώστε να φαίνεται απλά αγχωμένος που μιλά στο αφεντικό.

Και στις τρεις ταινίες δεν ακούγεται ούτε μια φορά η λέξη «Μαφία» ή «Κόζα Νόστρα», γιατί η ταινία είχε προκαλέσει την οργή της ιταλο-αμερικανικής ένωσης, καθώς και πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων. Η ομάδα παραγωγής δέχτηκε πιέσεις, ακόμα κι απειλές για τρομοκρατικό χτύπημα. Λένε, μάλιστα, πως χρειάστηκε να διαπραγματευτεί με τους γκάγκστερ ώστε να βρεθεί μια λύση.

Ο Ρόμπερτ Ντυβάλ, φορούσε κάρτες που θύμιζαν στον Μπράντο τα λόγια του ρόλου του.

Ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέημς Κάαν και ο Ρόμπερτ Ντυβάλ απολάμβαναν να κάνουν mooning (να κατεβάζουν δηλαδή τα παντελόνια και να δείχνουν τα οπίσθιά τους). Και οι τρεις έκαναν διαγωνισμό, στον οποίο νικητής στέφθηκε ο Μπράντο, όταν κατέβασε το παντελόνι του στη μέση μιας σκηνής που γύριζαν μια δεξίωση γάμου. Οι άλλοι δύο τού έδωσαν ως βραβείο μια καρφίτσα στην οποία αναγραφόταν η φράση «Mighty Moon King».

Το 1973 ο Μάρλον Μπράντο κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ερμηνείας για τον ρόλο του ως Βίτο Κορλεόνε. Ο ηθοποιός αρνήθηκε να παραστεί στην απονομή και έστειλε στη θέση του μια Ινδιάνα, τη Shacheen Littlefeather, η οποία επίσης αρνήθηκε να παραλάβει το αγαλματίδιο, διαμαρτυρόμενη για τα προβλήματα των ινδιάνικων πληθυσμών στις ΗΠΑ.

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο που επιλέχτηκε να παίξει τον Βίτο Κορλεόνε σε νεαρή ηλικία, αν και ιταλικής καταγωγής, δεν μιλούσε καλά ιταλικά όταν υπέγραψε το συμβόλαιό του. Αναγκάστηκε να ζήσει τρεις μήνες στη Σικελία για να μάθει μια τοπική διάλεκτο, συγκεκριμένα αυτή που μιλούν οι κάτοικοι στο χωριό Κορλεόνε.

Ο Κόπολα κατά τη διάρκεια των προβών έβαζε τους ηθοποιούς να τρώνε όλοι μαζί, αυτοσχεδιάζοντας τους ρόλους τους, προκειμένου να πετύχει την αίσθηση μιας φατρίας.

Μια από τις πιο διάσημες ατάκες που ακούγονται στην ταινία, το θρυλικό «Leave the gun. Take the cannoli» που είπε ο Ρίτσαρντ Καστελάνο, προέκυψε από αυτοσχεδιασμό της στιγμής.

Η Σοφία Κόπολα εμφανίζεται και στις τρεις ταινίες: στην πρώτη ως μωρό στη δεύτερη ως κοριτσάκι που συνταξιδεύει με τον Κορλεόνε στο πλοίο που τον πηγαίνει στο Ellis Island και στην τρίτη παίζοντας την κόρη του Μάικλ Κορλεόνε.

Η λέξη «Νονός» δεν συναντάται στην Μαφία, ήταν μια έμπνευση του Μάριο Πούζο. Επίσης, ο τίτλος Don Corleone δεν είναι σωστός, γιατί οι Ιταλοί αυτή την προσφώνηση την χρησιμοποιούν για τον «θείο». Για να δηλώσει εξουσία, θα έπρεπε να χρησιμοποιείται με το μικρό όνομα του ήρωα, όμως ο Πούζο δεν ήξερε ιταλικά, οπότε έφτιαξε τη δική του εκδοχή.