Γιάννης Οικονομίδης: «Είμαστε επαρχία, μαύρη επαρχία»
Ο κινηματογραφιστής Γιάννης Οικονομίδης με την πρώτη του θεατρική παράσταση «Στέλλα Κοιμήσου» στο Εθνικό Θέατρο, που επαναλαμβάνεται φέτος λόγω επιτυχίας, σόκαρε: Ισως γιατί μας έδειξε τον εαυτό μας στον καθρέφτη.
«Δεν ανήκω στις περιπτώσεις εκείνων που από δέκα χρόνων τράβαγε με μια κάμερα. Τυχαία έγινα. Σπούδαζα στη Νομική, ήμουν 20-21 και ήθελα να παρατήσω τη σχολή. Μια μέρα ήμουν σε ένα τρόλεϊ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και βλέπω απέναντι μια Σχολή Κινηματογράφου. Με εξέπληξε. Είχα έρθει από την Κύπρο, είχα κάνει στρατό.... Είχα βέβαια τη σπίθα από πριν να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών για ζωγραφική. Την άλλη μέρα γράφτηκα στη σχολή κινηματογράφου. Εγινε βέβαια ένας μικρός χαμός με την οικογένεια, από το σπίτι. Αλλά αυτό μου έδωσε και ένα έναυσμα να μην αποτύχω. Επρεπε να γυρίσω πίσω νικητής. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Η οικογένειά μου μένει στην Κύπρο κι εγώ τα τελευταία χρόνια πηγαινοέρχομαι. Ημουν επτά χρόνων στην εισβολή. Εχω εικόνες και αναμνήσεις, κυρίως από το πραξικόπημα, την προσφυγιά. Ημουν στη Λεμεσό, στον νότο. Εχω άμεσες εικόνες. Θυμάμαι τις περιπολίες, τις εχθροπραξίες. Η δουλειά του πατέρα μου ήταν κοντά στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό. Είναι οδοντίατρος και πολύ καλός ζωγράφος. Θυμάμαι πολλά...
Υποθέτω ότι βαθιά μέσα μου, ίσως να είναι αυτό που με έχει επηρεάσει και σε σχέση με τον ζόφο των ταινιών μου. Αυτό το μεγάλο τραύμα. Η απώλεια η μεγάλη -γιατί στην προσωπική μου ζωή δεν έχω βιώσει ούτε αγριάδες ούτε απώλειες. Ισως εκεί να βρίσκεται η ρίζα, σ΄αυτό το άγχος... Το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό. Παρατηρητής είμαι. Ισως η σκοτεινιά να προέρχεται από όλο αυτό που έζησα».
«Στο θέατρο, έγινε η αρχή όταν πέρυσι με κάλεσαν να σκηνοθετήσω στο Εθνικό και μου πρότειναν διάφορα σύγχρονα ελληνικά έργα, ανέκδοτα κυρίως. Κανένα όμως δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον, μέχρι που η κουβέντα έφτασε στη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Τη διάβασα. Με τράβηξε ο πυρήνας της ακραίας και νοσηρής σχέσης του πατέρα με την κόρη και πως εξελίσσεται αυτή η βίαιη σχέση μεταξύ τους και φτάνει στα άκρα.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Από κάπου που μπορεί να μην φαίνεται, ίσως προκύψει κάτι. Δεν θα έκανα Ξενόπουλο από μόνος μου. Είναι ένα έργο ξεπερασμένο, γραφικό. Εκτός από αυτόν τον πυρήνα, όλο το άλλο δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, ούτε οι χαρακτήρες. Μόνο ό,τι αφορά στους δύο.
Στη σκηνή μεταφέρω τη δική μου ουσία, τη δική μου φιλοσοφία και ματιά, με άλλους χαρακτήρες, εξελίσσοντας αυτό που έφτιαξε ο Ξενόπουλος.
Δεν ξέρω αν η οικογένεια είναι ο πυρήνας των πάντων αλλά ξέρω ότι είναι η κυρίαρχη μυθολογία της Ελλάδας. Αλλωστε και παγκοσμίως είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας, του θεάτρου. Για εμάς όμως έχει μια αξία παραπάνω γιατί από την οικογένεια ξεκινούν τα πάντα. Οπως όλες οι οι μεσογειακές χώρες που έχουν την οικογένεια ως πυρήνα της ύπαρξής τους. Και δεν πιστεύω ότι αυτό μας πάει πίσω σαν χώρα. ΄Αλλα πράγματα μας πάνε πίσω. Κυρίως ότι είμαστε μαύρη επαρχία, χωριό, με όλα τα κακά που έρχονται μαζί: Το πως είναι οργανωμένη η κοινωνία, σε μια περιφερειακή χώρα και μάλιστα σε ένα παραμάγαζο, μια παράγκα. Γιατί έτσι στήθηκε το μαγαζί πριν διακόσια χρόνια -διαφθορά κλπ. Οσο για το ζήτημα της εξουσίας και της βίας με ενδιαφέρει πάρα πολύ».
«Στήνοντας μια δουλειά το πρώτο που έχει σημασία για μένα είναι το όραμα του σκηνοθέτη, αυτό που θέλει να φτιάξει και μετά είναι οι συντελεστές, η παλέτα που βρίσκει για να πραγματοποιήσει το όραμά του. Από την εποχή του «Σπιρτόκουτου», η αναφορά μου είναι η πραγματικότητα. Οταν στήνω μια σκηνή, όταν γράφω μια σκηνή, όταν προσπαθώ να τη ζωντανέψω μέσα από μια συγκεκριμένη δραματουργία, αν δεν με ικανοποιήσει, αν αυτό που βλέπω δυνητικά θα μπορούσε να είναι έτσι και στην πραγματικότητα, αν δεν πειστώ για την αντικειμενικότητα και τη φυσικότητα που εξελίσσεται μπροστά μου, δεν το κάνω. Οι τεχνικές, οι τρόποι για μένα πάνε περίπατο. Αν δεν πειστούν τα μάτια μου ότι αυτό που βλέπω να συμβαίνει μπροστά μου θα συμβεί και στον δρόμο, δεν με ενδιαφέρει. Από εκεί και πέρα πρέπει να βρω τους κατάλληλους ανθρώπους που θα το κουβαλήσουν όλο αυτό...
Είναι μικρό μαγαζί εδώ, δεν παράγουμε πολιτισμό, φοβόμαστε και τη σκιά μας
Ηταν εξαιρετικά δύσκολο να φτιάξω το cast στη «Στέλλα….» και ήμουν πολύ τυχερός που βρήκα αυτά τα παιδιά -έξυπνα, διαθέσιμα. με ψυχολογικά αποθέματα, χαρακτήρα, ήθος. Γιατί αυτό που κάνω εγώ απαιτεί μεγάλη ενέργεια. Κάθε βράδυ πρέπει να το ζουν, όχι να το παίζουν. Πρέπει να το ενσαρκώνουν. Στο θέατρο όλοι παίζουν με πανοπλία, με τεχνικές, με προσοχή...
Η δική μου ζωή δεν έχει καμία σχέση με αυτά που κάνω. Η τέχνη, τα διαβάσματα, οι ταινίες και οι παραστάσεις που βλέπεις σου δίνουν ερεθίσματα. Αυτό συνέβη και σε μένα μαζί με την παρατήρηση που είναι το βασικό στοιχείο της δουλειάς μας, την παρατήρηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Ολα αυτά με έχουν διαμορφώσει.
Στην πραγματικότητα η βία δεν είναι κρυμμένη. Αρκεί να βρεθεί κανείς σε κόσμο, σε παρέες, στα καφενεία, όλοι έχουν να σου που μια τέτοια ιστορία σαν της δικής μου Στέλλας, είτε γιατί την έχουν ζήσει είτε γιατί την έχουν ακούσει... Αλλά την κρύβουμε γιατί είμαστε χωριό. Και γι΄ αυτό ταράζεται ο κόσμος. Εγώ δεν κάνω παρά το αυτονόητο. Αν ήμασταν μια μητροπολιτική κοινωνία αλλιώς θα είχαν δεχτεί τη δουλειά μου, άλλες θα ήταν οι αντιδράσεις. Εδώ στην Ελλάδα, εννοείται, ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται να αποδεχτούν ότι όλοι οι έλληνες δεν μιλούν τη γλώσσα των ποιητών κι ότι υπάρχει μια γλώσσα και είναι αυτή που μιλάμε, η γλώσσα της καθημερινότητας. Οι ελληνικές σειρές, τα σήριαλ, είναι διακόσια χρόνια πίσω. Παρά το γεγονός ότι όλοι συζητάνε τις αμερικανικές ταινίες, όταν έρθει η ώρα να κάνουν εδώ μια ταινία, φοβούνται, συντηρητικοποιούνται και βγάζουν όλα τα ταμπού».
«Είναι μικρό μαγαζί εδώ, δεν παράγουμε πολιτισμό, φοβόμαστε και τη σκιά μας. Δεν είναι επιλογή, είναι αποτέλεσμα μιας διαπλοκής. Ολοι φοβούνται όλους: Μην θίξεις τα θεία, μη θίξεις την κυβέρνηση, μη θίξεις το ένα μη θίξεις το άλλο, είναι όλο ένα πράγμα comme il faut... Οπως όταν πας σε ένα χωριό, που όλοι είναι κάπως...
Δεν κάνω τίποτα παραπάνω από ό,τι όφειλα να κάνω: Το αυτονόητο. Και να πω τα πράγματα με το όνομά τους, αυτά που ακούμε κάθε μέρα στον δρόμο.
Από το 2005 με την «Ψυχή στο στόμα», κι από πιο πριν με το «Σπιρτόκουτο», αυτό λέω: Η Ελλάδα πάει κατά διαόλου
Υπάρχει φυσικά ένα κομμάτι της κοινωνίας που ταράζεται με τη δουλειά μου, που αρνείται να αποδεχτεί ότι όλο αυτό που εγώ φωτίζω, υπάρχει. Και φυσικά θα κριθώ μέσα στον χρόνο. Από την άλλη υπάρχει μεγάλη αγάπη από μια άλλη άλλη μερίδα, που καταλαβαίνει τι κάνω, που τους εκφράζει η δουλειά μου και συνομιλούν μαζί μου.
Οχι δεν περίμενα την επιτυχία στο Εθνικό Θέατρο με το «Στέλλα Κοιμήσου». Οπως δεν περίμενα ότι ο κόσμος θα ήταν πιο δεκτικός και θα εισέπραττε καλύτερα το θεατρικό από τις ταινίες μου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Δεν είμαι ηθογράφος, προσπαθώ να πάω στο βάθος, να δω τους χαρακτήρες. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε έργα που να εκφράζουν τον κόσμο, να του δίνουν φωνή. Αισθάνομαι ένα «πες τα Χαράλαμπε»... Ο κόσμος θέλει να βγει κάποιος και να τα πει, ότι έτσι μιλάει ο έλληνας, αυτή είναι η συμπεριφορά του, αυτή είναι η σκατίλα του, χωρίς φόβο ή ηθογραφική διάσταση, αλλά με ρώμη, με θάρρος...
Υπάρχει ένας κόσμος που δεν τον υπερασπίζεται κανένας, που δεν μιλάει κανένας γι΄ αυτόν, για το τι έχει τραβήξει, τις αγωνίες και τα πάθη του. Υπάρχει κόσμος που έχει ταλαιπωρηθεί. Η κρίση μεγέθυνε τα πράγματα, γιατί έβγαλε όλα τα σκατά στην επιφάνεια».
«Η φτώχεια είναι ένας παράγοντας, η οικονομική ανέχεια, να χρωστάς από εδώ κι από εκεί, εξωθεί τον άνθρωπο σε μια άλλη διάσταση.
Εχω πολλούς φόβους -από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Από το οικολογικό ως αυτή τη μεταμοντέρνα εποχή, ως τα δικά μας, της παράγκας. Ξυπνάς από το πρωί και βρίζεις. Η μισή σου ενέργεια, αν όχι και παραπάνω, καταναλώνεται σε πράγματα που δεν θα έπρεπε καν να ασχολούμαστε σαν ανθρώπινα όντα.
Από το 2005 με την «Ψυχή στο στόμα», κι από πιο πριν με το «Σπιρτόκουτο», αυτό λέω: Η Ελλάδα πάει κατά διαόλου. Αυτό λέω και με τις ταινίες μου. Ζούμε με μια αγωνία, με μια στεναχώρια, πού θα πάει το πράγμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω κανένα φως και νιώθω ότι συντελούνται φοβερά πράγματα, ίσως ο Ελληνισμός να βιώνει χειρότερη κατραπακιά κι από την Μικρασία. Θα έλεγα ότι ζούμε σε έναν διαρκή εμφύλιο. Είναι δύσκολο να ξεπεράσει η χώρα τον επαρχιωτισμό της και λόγω της δυναμικής της, του παρελθόντος της και των γενεσιουργικών αιτιών με τις οποίες στήθηκε το μαγαζί. Χρειάζεται βούληση και από τον λαό. Αλλά ο λαός είναι ο τελευταίος που φταίει. Οταν εδώ και διακόσια χρόνια υπάρχει μια κεντρική εξουσία που τον εκμαυλίζει και τον εκφαυλίζει, τι να πεις μετά. Φταις;
Διάβαζα πρόσφατα ένα βιβλίο για serial killers, για καννίβαλους. Ολες οι προσωπικές ιστορίες αυτών των ανθρώπων ήταν το λιγότερο τραγικές, αποτρόπαιες. Το πώς μεγάλωσε, το πώς τον βασάνισαν κι αυτόν. Οπότε θα γίνει κι αυτός καννίβαλος.»
«Είναι όλο και πιο δύσκολο να είσαι κινηματογραφιστής σήμερα. Χρειάζεται πολύ χρήμα.
Η καινούργια μου ταινία, «Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» βρίσκεται στο στάδιο της προπαραγωγής και της ανεύρεσης χρηματοδοτικών πόρων. Θέμα της είναι η ελληνική επαρχία σήμερα, έρωτας, καψούρα, μίσος, ζήλια, απιστία, προδοσία, αίμα, ιδρώτας, δάκρυα. Αλλά με πιο πολύ χιούμορ, μαύρο χιούμορ σαν θέλω να πάω προς τον χώρο της μαύρης κωμωδίας. Αλλιώς δεν παλεύεται. Αλλά θέλω να επανέλθω στο θέατρο -μου άνοιξε μια όμορφη πόρτα έκφρασης.
Προσωπικά αντιμετωπίζω όλο αυτό που ζούμε με την οικογένεια, το παιδί μου, τους φίλους και τις παρέες».
Η παράσταση του Γιάννη οικονομίδη «Στέλλα κοιμήσου» συνεχίιζει για 2η χρονιά στο Εθνικό Θέατρο - Σκηνή Νίκος Κούρκουλος, Αγ. Κωνσταντίνου 22, Αθήνα.
Από 14-10 έως 21-01
Παίζουν: Ιωάννα Κολλιοπούλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Έλλη Τρίγγου, Γιάννης Νιάρρος, Μάγια Κώνστα, Αντώνης Ιορδάνου, Γιάννης Μυλωνάς