Η Αντιγόνη έφυγε από την Αθήνα και βρήκε τη δουλειά των ονείρων της
Αθήνα. Μια πόλη, χιλιάδες αναμνήσεις και άπειρες εικόνες χαραγμένες στο μυαλό μου. Δεν θα πω ότι δε μου φέρθηκε γενναιόδωρα- δεν θέλω να είμαι άδικη μαζί της- αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να με κρατήσει.
Μεγάλωσα στην Καστοριά και η ζωή μου σήμερα, μάλλον, θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν είχα τη νονά μου (ή αλλιώς το είδωλό μου) η οποία, βλέποντας το ζήλο μου να συνεχίσω τις σπουδές μου και ειδικά όταν έμαθε ότι με δέχτηκαν στο Χαροκόπειο για μεταπτυχιακό στα οικονομικά, έκανε τα πάντα για να με πείσει να «κατέβω» στην Αθήνα. Τελικά, τα κατάφερε. Θα την ευγνωμονώ για πάντα γιατί χωρίς αυτή (και την «πίεση» της) δεν θα είχα να διηγηθώ τίποτα από τα παρακάτω.
Πηγαίνοντας στο μεταπτυχιακό, εκτός από ένα σωρό χρήσιμα πράγματα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους που καθόρισαν τη ζωή μου. Ένας από αυτούς είναι σήμερα ο σύζυγός μου! Αγαπήσαμε και οι δύο την Αθήνα- ίσως επειδή μας ένωσε- κι έτσι, αφού ολοκληρώσαμε τις σπουδές μας, επιλέξαμε να εγκατασταθούμε σε αυτή και να αναζητήσουμε εκεί δουλειά. Ξεκινήσαμε γεμάτοι ενθουσιασμό και αισιοδοξία για να καταλήξουμε απογοητευμένοι και χωρίς ελπίδες. Οι θέσεις που βρίσκαμε, εκτός του ότι δεν ανταποκρινόντουσαν ακριβώς στις σπουδές μας, ήταν εξαιρετικά χαμηλόμισθες.
Αυτό που λέγαμε συνεχώς στους εαυτούς μας και ο ένας στον άλλον ήταν«λίγο ακόμα, να προσπαθήσουμε λίγο ακόμα». Έτσι για ενάμιση χρόνο συμβιβαστήκαμε σε μια κατάσταση που δεν μας ικανοποιούσε (προσωπικά, εργαζόμουν στο τμήμα Μάρκετινγκ ενός εκδοτικού οίκου), αλλά μας παρείχε κάποια βασικά πράγματα.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη είναι η δύναμη που κρύβει μέσα του μέχρι να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσει. Μπορεί να είναι μια διαδικασία που γίνεται υποσυνείδητα, αλλά, αργότερα, όταν την αντιλαμβάνεσαι, εκπλήσσεσαι με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Κάποια στιγμή, τόσο εξαιτίας της απώλειας ενός πολύ αγαπημένου μου προσώπου, όσο και λόγω προσωπικής αφύπνισης, συνειδητοποιήσαμε ότι οι κόποι μας ήταν δυσανάλογοι όσων κερδίζαμε. Κάπως έτσι, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στην όμορφη Καρδίτσα. Δεδομένου ότι από εκεί κατάγεται ο άντρας μου, θεωρήσαμε ήταν ίσως να ήταν πιο «ασφαλής» επιλογή, τόσο από θέμα προσαρμογής, όσο και από θέμα εύρεσης δουλειάς. Επιπλέον, αναζητούσαμε έναν πιο ποιοτικό τρόπο ζωής και κάτι μας έλεγε ότι εκεί θα το πετυχαίναμε.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στην Καρδίτσα δεν είχα ξαναπάει και, προσωπικά, δεν θα ήξερα κανέναν, οπότε είχα κάποιους δισταγμούς. Ευτυχώς, όμως, ξεπεράστηκαν πολύ γρήγορα. Έκανα πολύ καλούς φίλους οι οποίοι με βοήθησαν να να φτιάξω το δικό μου κοινωνικό κύκλο. Επιπλέον, θυμάστε που σας έλεγα για ποιοτική ζωή; Ε λοιπόν στην Καρδίτσα, αυτό γίνεται πραγματικότητα. Μετά από πολλά χρόνια, ξαναγόρασα ποδήλατο και πλέον κυκλοφορώ μόνο με αυτό. Παράλληλα, ο Θωμάς, ο άντρας μου, βρήκε μια πολύ καλή δουλειά πάνω στο αντικείμενο του.
Όλα αυτά με έκαναν να αγαπήσω την Καρδίτσα, ακόμα κι αν στην αρχή δεν είχα ιδιαίτερη τύχη στα επαγγελματικά. Μέχρι που μια μέρα, καθώς κοιτούσα ένα σάιτ με αγγελίες εργασίας, έπεσα πάνω σε μια που περιέγραφε ακριβώς τη δουλειά που πάντα ήθελα να κάνω.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, συνέταξα το μέιλ, επισύναψα το βιογραφικό μου και πάτησα «αποστολή». Το μείλ είχε σταλεί επιτυχώς.
Για άλλη μια φορά, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η ζωή μου άλλαξε ολοκληρωτικά, αλλά αυτή η φορά ήταν ακόμα καλύτερη από την προηγούμενη. Δέκα μέρες μετά την αποστολή εκείνου του μέιλ βρισκόμουν στην Χαλκιδική, στο καινούριο μου πόστο: να διοργανώνω εκδηλώσεις για ένα πεντάστερο ξενοδοχείο.
Η δουλειά μου είναι έτσι όπως την ονειρευόμουν: δημιουργική και επικοινωνιακή. Ταυτόχρονα, χρειάζεται απίθανη υπομονή και επιμονή. Το να διοργανώσεις ένα γάμο, για παράδειγμα, εγκυμονεί πολλά απρόβλεπτα, τα οποία εσύ καλείσαι να προβλέψεις (και ας μην τα είχες σκεφτεί ποτέ ξανά πιο πριν), πράγμα που, για μένα, είναι μια συνεχης πρόκληση.
Φυσικά, όταν δουλεύεις έχοντας μόνιμα για θέα την θάλασσα και τα απογευτινό ηλιοβασίλεμα, οποιαδήποτε κούραση, άγχος και ένταση έχεις νιώσει μέσα στην ημέρα εξαφανίζονται.
Η απόλυτη ικανοποίηση είναι όταν ακούς, τόσο τον πελάτη, όσο και τους καλεσμένους του να σε επιβραβεύουν για τον κόπο σου, λέγοντας σου ότι όλα όσα οργάνωσες όντως τους έκαναν να περάσουν ένα αξέχαστο βράδυ. Είναι το σημείο που καταλαβαίνεις πως αυτό για το οποίο τόσο καιρό παλεύεις, επιτέλους αποδίδει. Στιγμές σαν κι αυτές, νιώθω ευτυχισμένη και γεμάτη, μια πληρότητα που στην Αθήνα ίσως και να μην ένιωθα ποτέ.
Φυσικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν το ίδιο αν δεν είχα το Θωμά, ο οποίος όχι απλώς στηρίζει κάθε μου βήμα, αλλά με σπρώχνει στο επόμενο και σε ό,τι θεωρεί πως θα με κάνει καλύτερη και πιο ευτυχισμένη. Είμαστε ανήσυχα πλάσματα τελικά!