Γιώργος Χρυσοστόμου: «Για μια οκταετία είχα πάρει την κάτω βόλτα»
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου εκ βαθέων: Ερωτες, καταχρήσεις, σχέσεις, ξενύχτια και θέατρο. Από φυσικό ταλέντο στην υποκριτική ως επηρμένος εραστής, ο 37χρονος ηθοποιός έγινε κλόουν, έφαγε τα χαστούκια του αλλά έμαθε να αγαπάει και να φροντίζει τον εαυτό του...
«Θυμάμαι τον παππού μου και τη γιαγιά μου να μαλώνουν στα αφρικανικά. Είχαν ζήσει στην Αφρική, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Μετά από χρόνια πήρα μια μηχανή προβολής και είδα κάτι μπομπίνες, όπου ο πατέρας μου ήταν ανάμεσα σε μαύρες νταντάδες, μαζί με μαϊμούδες. Θυμάμαι λοιπόν αυτόν τον παππού, στη Ρόδο που γεννήθηκα, να μας πηγαίνει με την αδελφή μου για μπάνιο με ένα Πεζώ με δερμάτινα καθίσματα που έκαιγαν από τον ήλιο... Θυμάμαι να γεννιούνται το ένα αδέλφι μου μετά το άλλο και να βάζουμε στοιχήματα με την αδελφή μου για το φύλο του μωρού. Είμαστε συνολικά επτά. Στο τέλος κέρδισα εγώ, γιατί από τρία-τρία φτάσαμε στο τέσσερα (αγόρια) τρία (κορίτσια).
Οι απ΄έξω πάντα λέγανε ότι τα παιδιά είναι ευλογία, αλλά μετά πήγαιναν σπίτια τους και κοιμόντουσαν ήσυχοι. Ηταν δύσκολο. Εγώ που ήμουν ο πρώτος, μαζί με την αδελφή μου, μπήκαμε στην εφηβεία με πολύ κόσμο γύρω μας. Υπήρχαν εντάσεις, ενοχές, δυσκολίες. Δεν ήταν εύκολο να κοιμάσαι με άλλους τρεις δίπλα σου».
«Μεγάλωσα φυσικά, που σημαίνει και δύσκολα. Παλαιότερα τα περιέγραφα πιο σκληρά. Δεν ήταν. Ο πατέρας μου ήταν νοσοκομειακός υπάλληλος και αγρότης και η μάνα μου δούλευε. Κι έτσι η αδελφή μου κι εγώ από νωρίς πήραμε τον ρόλο των γονιών. Φασαρία... Αυτό μου έχει μείνει. Εχω ακόμα δυσκολία να έχω πολύ κόσμο σπίτι μου, να μένει κάποιος στο σπίτι μου, να μένει η κοπέλα μου παραπάνω από εβδομάδα σπίτι μου. Δεν αγαπώ τη συγκατοίκηση. Συγκατοίκησα στη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής, γιατί έπρεπε. Αλλά στη Θεσσαλονίκη είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω τον Θωμά Μοσχόπουλο, τον είχα δάσκαλο στο ΚΘΒΕ.
Στο δημοτικό, στις γιορτές που κάναμε στο σχολείο, ανακάλυψα ότι είχα μια άνεση. Μάθαινα γρήγορα τα λόγια μου, ενώ την ιστορία δεν την μάθαινα ποτέ. Οχι, δεν ήμουν καλός μαθητής. Βαριόμουν. Αυτό που έκανα συγκλονιστικά καλά ήταν να οργανώνω την τσάντα μου. Εβαζα τα τετράδια και τα βιβλία στη σειρά, τα μολύβια ξυσμένα, και τα άφηνα έτσι. Κατά τύχη τελείωσα το λύκειο.
Μπήκα από νωρίς σε θεατρικές ομάδες, και είπα στους γονείς μου μην ξοδευτούν για πανελλήνιες. Δεν είχα σκοπό να δώσω. Θεωρώ ότι ενστικτωδώς από το τέλος του δημοτικού είχα αποφασίσει τι θα κάνω. Μόλις πήρα το απολυτήριό μου, έδωσα στο Εθνικό και στο ΚΘΒΕ. Μπήκα πρώτος με υποτροφία στο ΚΘΒΕ. Πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές... Κι έφυγα».
«Δεν ξέρω αν ήμουν φυσικό ταλέντο. Ξέρω ότι έψαχνα να βρω τη θέση μου μέσα στην οικογένεια και μαζί με μια βιβλιοθήκη που υπήρχε στη Βασιλική Επαυλη στη Ρόδο, ξεκίνησα να διαβάζω νεοελληνικό θέατρο. Πρωταγωνιστής σε κωμωδία του Ψαθά σε μαθητικούς αγώνες, και μόλις είπα την πρώτη ατάκα, έπεσε το θέατρο από τα γέλια. «Το΄χω» είπα. Οι γονείς μου δεν ήθελαν. Φοβόντουσαν που θα φύγω, μην μπλέξω με ναρκωτικά, με αλκοόλ και τέτοια...
Ξεκίνησα με έπαρση και γι΄αυτό πιστεύω ότι η Θεσσαλονίκη μου έκανε καλό. Ηταν δύσκολα, δεν πέρασα ωραια, αλλά έμαθα πολλά στη σχολή. Ευτυχώς δεν μπήκα κατευθείαν στην τηλεόραση, γιατί θα είχα καταστραφεί. Θα έπεφτα με τα μούτρα. Εκείνη την εποχή είχα έναν θυμό μέσα μου. Ελεγα ότι θα γίνω ο καλύτερος απ΄όλους. Τώρα τα διαχειρίζομαι καλύτερα τα πράγματα.
Πιστεύω ότι και τα αρνητικά στοιχεία, σε δόσεις, είναι θετικά. Θεωρώ ωραίο πράγμα τον ανταγωνισμό, τη ζήλεια, αρκεί να το ελέγχεις... Παλιότερα προχωρούσα με επιθετικό τσαμπουκά, πιο ανώριμα. Τώρα βελτιώνομαι. Με τον Μάκη Παπαδημητρίου, που παίζουμε μαζί στη «Πέτρες,,,» άρχισα να βλέπω ότι το θέατρο μπορεί να είναι και πιο απαλή διαδικασία. Παραμένει όμως ζούγκλα. Εχει κούραση, φόβο, αγωνία αν θα ανταπεξέλθεις...»
«Με το Βραβείο Χορν ενθουσιάστηκα. Ευτυχώς με βρήκε σε μια φάση που είχα κοπιάσει πολύ. Θυμάμαι είχε έρθει ο Σταμάτης Φασουλής να δει το «Mystero Buffo» και σε έναν μονόλογο τον είδα με την άκρη του ματιού μου να αντιδρά. Στα καμαρίνια μου είπε «δεν το έχω ξαναδεί αυτό που έκανες». Οταν ήρθε η υποψηφιότητα, πέταξα από τη χαρά μου. Ηξερα ότι θα το πάρω. Xάρηκα γιατί ήταν για τη συγκεκριμένη παράσταση: Την πιο φτωχή παραγωγή και ό,τι πιο πλούσιο έχω παίξει. Tην επόμενη χρονιά έπαιξα τον «Ρινόκετο» του Ιονέσκο, ένα έργο που πραγματικά με επηρεάσε.
Η πρώτη μου δουλειά στην τηλεόραση ήταν το «504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας» στον Alpha. Πήγα στους «Singles» για πέντε επεισόδια, μετά για δέκα κι ύστερα για ολόκληρη χρονιά. Με τον Θωμά Μοσχόπουλο πρωτοδούλεψα αμέσως μετά τον στρατό -στρατό πήγα μετά τη σχολή, στην «Πεντάμορφη και το Τέρας», στο Πόρτα. Μετά εξαφανίστηκα. Ξανάρχισα από το μηδέν. Εμεινα άνεργος για μια επταετία. Δούλεψα κλόουν, μπάρμαν.
Κλόουν είναι για μένα η πιο μίζερη δουλειά του κόσμου. Πολύ δύσκολο. Εκανα τον κλόουν σε σπίτια, στα Goody’s, σε γιορτές σε ξενοδοχεία.
Ημουν τόσο γκρίνιας που δεν με ήθελε κανείς στην παρέα του στο θέατρο. Και πολύ καλά έκαναν. Ούτε εγώ θα με ήθελα. Οταν είσαι μέσα στα προβλήματα, κάπως πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Κουβαλούα πολλά και μαζί την έπαρση, οπότε χρειαζόμουν ένα χαστούκι για να ηρεμήσω».
«Οταν επέστρεψα στην ομάδα του Θωμά, ήμουν πια έτοιμος. Πήγα και του ζήτησα να δουλέψω. Η επιστροφή μου έγινε με τον «Οδυσσεβάχ» που σκηνοθέτησε ο Καραντζάς. Πέρασα τόσο ωραία. Μετά ήρθαν τα επόμενα...
Με τον καιρό κατάλαβα ότι το κάθε εμπόδιο είναι πράγματικά για καλό. Η υπομονή είναι το μεγάλο μυστικό για το ενδιάμεσο. Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα, είχα συνεργαστεί με ΔΗΠΕΘΕ, με μπουλούκια, και άρχισα να ζυμώνομαι. Τώρα απολαμβάνω αυτά που κάνω. Η συμμετοχή μου στους «Αγαμους Θύτες» ήταν τεράστιο σχολείο. Μια ροκ φάση. Βγαίνεις μπροστά στα 1500 άτομα....
Τελικά είμαι ευγνώμων και για όλες τις δυσκολίες που πέρασα.
Δέχομαι το κοπλιμέντο του ωραίου άντρα. Αλλά....
Μετά το LAPD στην τηλεόραση, που με έκανε ευρέως γνωστό και πολύ άντρα, ξύρισα τα πάντα, ντύθηκα γυναίκα και πήγα να παίξω στη «Λυσιστράτη». Θυμάμαι τον Μηνά Χατζησάββα που ήρθε να δει μετά και μου είπε ότι δεν μπορούσε να με αναγνωρίσει κι έβαζε στοίχημα για το ποιος μπορεί να είμαι. Αυτό ήταν για μένα το καλύτερο πράγμα που είχα ακούσει.
Αυτό που εγώ θέλω στη δουλειά, είναι το ένα από το άλλο να μην έχουν άμεση σχέση. Θυμάμα τον Μπέζο να με χαρακτηρίζει jeune comique. Μου άρεσε πολύ.
Δεν εγκλωβίστηκα να παίζω τον γοητευτικό. Δεν ήμουν clean cut. Ευτυχώς χρειάστηκε να υπονομεύω τον εαυτό μου και να μην πουλάω γοητίλα. Από την άλλη η γοητεία με βοήθησε στην τηλεόραση. Με πουλήσαν και με αγόρασαν ωραιότατα, με τα εξώφυλλά μου, με τα κορίτσια, κι εγώ το πούλησα και το αγόρασα, στα μπαρ που δούλευα. Επαιρνα ένα πολύ καλό μεροκάματο γιατί γέμιζα ένα μαγαζί. Ολο αυτό το κομμάτι μου για πολλά χρόνια το κατέστρεψα με πολλή αγάπη. Πήρα κιλά, άφησα τον εαυτό μου παραμελημένο, έκανα καταχρήσεις, αλκοόλ, κακό φαγητό..»
«Για μια οκταετία περίπου, μετά το LAPD που τότε ήμουν σούπερ, άρχισε μια ψιλο-κάτω βόλτα, που έγινε πολύ μεγάλη βόλτα προς τα κάτω. Χάλασα το σώμα μου. Μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να με προσέχω ξανά. Ηρθε από μόνο του. Πήγα βέβαια δύο φορές στο νοσοκομείο και φοβήθηκα. Απέκτησα κακό στομάχι από το στρες, την κακή διατροφή, το αλκοόλ, τον κακό ύπνο. Τώρα αγόρασα το καλύτερο κρεβάτι του κόσμου.
Γυναίκες; Μ΄αρέσουν πάντα. Το μάτι μου κοιτάει. Δεν μπαίνω εύκολα στο τριπ «ερωτεύθηκα», αλλά μπαίνει πολύ το σαρκικό κομμάτι. «Εκμεταλλεύομαι» την αναγνωρισιμότητά μου αλλά όλο αυτό με πάει κατευθείαν στο σαρκικό. Τώρα είμαι σε φάση αποτοξίνωσης. Ηταν ένα πακέτο που πήγαινε μαζί με το «δουλεύω νύχτα». Οποιος δουλεύει νύχτα το ξέρει, κι όταν είσαι επώνυμος και δουλεύεις νύχτα, το ξέρεις ακόμα πιο πολύ: Είναι απολαυστικό και επίπονο. Και αρχίζεις να μπερδεύεσαι. Σε πλησιάζουν και δεν ξέρεις για ποιον λόγο, δεν έχεις εμπιστοσύνη, έχεις κάνει πολλές αμαρτίες, στις πιο πολλές περιπτώσεις είσαι απών, γιατί δεν έχεις την ευθύνη της επόμενης μέρας. Είσαι υπό την επήρρεια του αλκοόλ, είναι νύχτα, είναι όλα πιο μαγεμένα, παρασύρεσαι...
Θεωρώ ότι πρέπει να γνωριστείς μέρα και νηφάλιος για να δεις αν όντως αντιδράς θετικά στη χημεία με τον άλλον. Η νύχτα είναι σαν τους έρωτες τους καλοκαιρινούς που τον Σεπτέμβρη λίγο χαλάνε. Μπαίνεις σε μια δίνη, στη δίνη μιας δωδέκατης νύχτας. Μ΄αρέσει πολύ, το απολαμβάνω, αλλά δεν το διαχειρίζομαι πάντα σωστά... Εχω υπάρξει και αγενής.
«Από την άλλη, μου έχει συμβεί παραβίαση οικειότητας, επιμονή που με έχει τρομάξει. Είχα stalkers, είχα μηνύματα κάτω από το σπίτι και στο κινητό μου, απειλές. Φταίω βέβαια εγώ και κανείς άλλος. Τηλεόραση, Αγαμοι, θέατρο, μπαρ, υπερέκθεση. Οverdose...
Μπορεί να είναι λίγο νωρίς για να πάρω μεγάλες αποφάσεις, αλλά επειδή είναι νωρίς της πήρα. Είμαι 37 χρόνων. Αρχισα να προσέχω τον εαυτό μου, έκανα ιδιωτική ασφάλεια. Επέλεξα τον πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Μπούχτησα με όλο αυτό το προηγούμενο, αν και το είχα όνειρο. Τελείωσα με όλα αυτά. Δεν αντέχω να πηγαίνω σερί από το ξενύχτι στη δουλειά. Κάποτε έβγαινα κάθε μέρα και πήγαινα σε οκτώ μπαρ στη σειρά. Μετά από τετρακόσια αλκοτέστ και άλλα τόσα πρόστιμα, είπα «δεν μπορώ άλλο». Γιατί έτσι χάνεις το παρόν.
Εχω φίλους και από τη δουλειά και εκτός. Οι φίλοι της δουλειάς θέλουν χρόνο, μπορεί να είναι ψευδαίσθηση. Οι άλλοι είναι μια επιστροφή στην πραγματικότητα, αναγκαία και φυσιολογική. Νομίζω ότι έχω ανάγκη και η επόμενη κοπέλα μου να είναι εκτός δουλειάς. Ποτέ δεν λέω ποτέ, αλλά δεν γίνεται όλη σου η ζωή να είναι μέσα στο θέατρο.
Τώρα απολαμβάνω. Δεν θέλω το πακέτο να ενημερώνω τον άλλον που είμαι και τι κάνω. Θέλω να κάνω κάποια πράγματα στη δουλειά μου, οπότε πρέπει να είμαι συγκεντρωμένος εκεί.
Τα πολιτικά ή με θυμώνουν ή με στρεσάρουν. Εχω απομυθοποιήσει τη φάση. Παρακολουθώ τις εκφράσεις των πολιτικών, χωρίς να τους ακούω. Κλείνω τη φωνή. Προσπαθώ να καταλάβω αν ο Τσίπρας φοβάται. Λυπάμαι τον Τσακαλώτο κάθε φορά που τον βλέπω με τους υπόλοιπους της Ευρώπης. Μπαίνει μέσα έντρομος. Ανθρωπολογικά με ενδιαφέρει όλο αυτό. Πολιτική στάση είναι να προσπεράσω την προσμονή ότι κάποιος άλλος θα μου λύσει το πρόβλημα. Μόνος μου θα το λύσω. Κι εγώ με σκληρή δουλειά τα καταφέρνω. Και μεγαλώνοντας, αρχίζω να μαλακώνω, όπως ο πατέρας μου».
O Γιώργος Χρυσοστόμου και o Μάκης Παπαδημητρίου περιοδεύουν το καλοκαίρι με την παράσταση «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς, σε δική τους συν-σκηνοθεσία και μετάφραση της Αγγελικής Κοκκώνη.