Πως είναι πραγματικά η ζωή για μια Ελληνίδα που εργάζεται και μεγαλώνει ένα παιδί στο Άμπου Ντάμπι;
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνη τη μέρα που μπήκα στο αεροπλάνο για το γοητευτικό -πλην παντελώς άγνωστο ακόμα- Άμπου Ντάμπι, την πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αλλά θυμάμαι τον κόμπο και το σφίξιμο που ένιωθα στο στομάχι, καθώς αποχαιρετούσα την μητέρα μου στο αεροδρόμιο του Ελ. Βενιζέλος. Το να μπαίνεις σε ένα αεροπλάνο χωρίς εισιτήριο επιστροφής είναι -αν μη τι άλλο- συνταρακτικό.
Παρά την εσωτερική αναστάτωση που ένιωθα, βέβαια, η απόφαση να αφήσω την Αθήνα στα 25 μου έγινε πολύ συνειδητά. Αφενός γιατί, ούσα παντρεμένη, ήθελα να στηρίξω το σύντροφό μου στον οποίο είχε γίνει μια πολλά υποσχόμενη επαγγελματική πρόταση. Αφετέρου, γιατί με την κρίση να έχει χτυπήσει σχεδόν ανεπανόρθωτα το επάγγελμα μου (εργάζομαι στον τομέα της επικοινωνίας και της διαφήμισης με ειδικότητα το luxury brand management), το να χτίσω αλλού το επαγγελματικό μου μέλλον έμοιαζε επιβεβλημένο.
Η πρώτη μου επαφή με το Άμπου Ντάμπι, ήταν σαν να με έριξε κάποιος κατευθείαν στα βαθιά, αφού η άφιξη μας συνέπεσε με το Ραμαζάνι. Μέχρι τότε οι γνώσεις μου για αυτή την θρησκευτική εορτή περιορίζονταν σε όσα είχα, κατά τύχη, διαβάσει. Φτάνοντας εκεί, έμαθα από πρώτο χέρι τι σημαίνει «Ραμαζάνι». Τα εστιατόρια λειτουργούν μετά την προσευχή (ή αλλιώς «sorouh», όπως το ονομάζουν εδώ) δηλαδή μετά την Δύση του ηλίου, δηλαδή μετά τις επτάμιση το απόγευμα (!). Μέχρι εκείνη την ώρα, όχι απλώς δεν μπορείς να φας σε δημόσιο χώρο αφού τα πάντα είναι κλειστά, αλλά δεν σου επιτρέπεται ούτε νερό να πιεις εκτός και αν βρίσκεσαι στο σπίτι σου ή κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου.
Το να στήσεις τη ζωή σου την αρχή σε μια ξένη χώρα είναι ούτως ή άλλως δύσκολο, πόσο μάλλον σε μια χώρα που, για ένα μήνα, σταματά να ζει την ημέρα. Αφού ξεπέρασα το σοκ των πρώτων ημερών, άρχισα σιγά σιγά να ανακαλύπτω τις όμορφες πλευρές της πόλης. Τη μυστηριακή χροιά στη φωνή του Ιμάμη που ακούγεται από τα μεγάφωνα, την εξωστρέφεια στα γελαστά πρόσωπα των Ντόπιων πίσω από τους τεράστιους μπουφέδες του Ιφτάρ (οι οποίοι ανοίγουν, στο τέλος της ημέρας, την ώρα που τους επιτρέπεται να φάνε) και, γενικότερα, τη μαγεία σε μια πόλη της Ανατολής που, αν εξαιρέσεις τα αυστηρά της θρησκευτικά έθιμα, μοιάζει τόσο πολύ με την Δύση.
Πριν μεταναστεύσω εδώ με τον σύζυγό μου πίστευα ότι είναι μια πόλη που ζεις περιορισμένα και με φόβο και ότι οι γυναίκες, ακόμα και οι ξένες, πρέπει να φορούν αμπάγιες (τοπικό ένδυμα για γυναίκες). Δεν ισχύει τίποτα απ’ όλα αυτά. Τόσο Αμπού Ντάμπι, όσο και το το Ντουμπάϊ είναι κάτι σαν το Μανχάταν της Ανατολής. Υπάρχει ελευθερία, χαλαρότητα, πολλές ευκαιρίες για διασκέδαση, μερικά από τα πιο φανταστικά εστιατόρια και μπαρ του κόσμου, street κάβες που πουλάνε υπέροχα κρασιά και όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό. Στο Άμπου Ντάμπι υπάρχει μια αυξημένη διάθεση υπερβολής και επίδειξης πλούτου και έτσι όλα, από τα κτίρια και τα εμπορικά,πάρκα μέχρι τα αυτοκίνητα είναι τεράστια.
Βέβαια, όσο ξέφρενη και πολυεπίπεδη είναι η κοινωνική μας ζωή, τόσο δύσκολη και πιεστική είναι η επαγγελματική (τουλάχιστον όμως υπάρχει). Πολλές ώρες δουλειάς, αδυσώπητα γρήγοροι ρυθμοί, απίστευτη δυσκολία στην επικοινωνία με τους συναδέλφους (όχι λόγω γλώσσας-τα αγγλικά θεωρούνται η επίσημη γλώσσα επικοινωνίας- αλλά λόγω νοοτροπίας και κουλτούρας). Οι συνάδελφοι μου δεν είναι απαραίτητα ντόπιοι, αλλά Φιλιππινέζοι, Ινδοί, Πακιστανοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι και κάθε λογής κουλτούρας από την ευρύτερη Αραβική πραγματικότητα.
Μάλιστα επειδή υπερέχουν αριθμητικά από τους Δυτικούς, έχουν ήδη σχηματίσει την δίκη τους μικροκοινωνία, στην οποία εσύ, ως ξένος, δεν είσαι αυτό ακριβώς που θα λέγαμε αποδεκτός. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω γίνει «θύμα» περιθωριοποίησης και ρατσισμού από την πλευρά τους. Και αυτό το βιώνεις όχι μόνο στην εργασιακή πραγματικότητα, αλλά και στην κοινωνική, αφού όπως προανέφερα οι ντόπιοι αποτελούν μικρό κομμάτι της κοινωνίας και βρίσκονται σε υψηλόβαθμες θέσεις, είτε σε κρατικές υπηρεσίες, είτε σε πολυεθνικές εταιρείες.
Οι οικονομικές μου απολαβές μπορεί να φαίνονται μεγάλες για κάποιον που αυτή τη στιγμή μένει στην Ελλάδα, αλλά το κόστος ζωής είναι τόσο μεγάλο που, στην πραγματικότητα, ζούμε όπως θα ζούσαμε σε μια Ελλάδα προ κρίσης. Και εδώ, όπως σε κάθε οικονομία παγκοσμίως, πλέον, υπάρχει κρίση (μη πιστεύετε αυτά που ακούτε αφορούν παλιές εποχές προ της κρίσης του Ντουμπάϊ το 2008. Οι καλές δουλειές έχουν λιγοστέψει δραματικά, οι επενδύσεις έχουν μειωθεί και από το 2018 θα υπάρχει κανονικά ΦΠΑ. Με την οικονομική πραγματικότητα να αλλάζει ακόμα κι εδώ, πλέον, υπάρχει πολύς κόσμος που εγκαταλείπει τα ΗΑΕ ακριβώς επειδή το οικονομικό όφελος είναι ελάχιστο προκειμένου να ζουν μακριά από την χώρα τους.
Όταν, πριν 3 χρόνια, έγινα μαμά τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη πιο πολύ. Το να αφήσω το γιο μου σε μια ξένη γυναίκα να τον προσέχει δεν αποτελεί επιλογή για εμένα και το σύζυγό μου, οπότε τον έχουμε γράψει σε παιδικό σταθμό από πολύ μικρό και πολλές φορές καταλήγω να είμαι μαζί του στο γραφείο μέχρι τις 23:00 το βράδυ.
Το πιο καταλυτικό ρόλο στην προσαρμογή μου σε αυτή τη νέα, εξαιρετικά δύσκολη και ιδιαίτερη πραγματικότητα, έχει παίξει ο άντρας μου, ο Γιάννης. Δε θα τολμούσα τίποτα απ’ όλα αυτά, αν δεν είχα εκείνον στο πλευρό μου.
Όλα αυτά τα χρονιά που είμαστε εδώ, έχουμε γνωρίσει καινούριους ανθρώπους και έχουμε κάνει καλούς φίλους, αλλά η οικογένεια και οι φίλοι μου δεν έχουν πάψει να μου λείπουν στιγμή. Αν και μάς επισκέπτονται τακτικά, μάς «πονάει» που δεν τους έχουμε εδώ. Μάλιστα, έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να δακρύζει κοιτώντας μια φωτογραφία από την Ελλάδα, ακούγοντας ένα ελληνικό κομμάτι ή μιλώντας με τους δικούς μου στο τηλέφωνο.
Εννοείται ότι μιλάμε άπειρες ώρες, είτε στο Skype, είτε με μηνύματα, είτε με οποιοδήποτε άλλο μέσο που υπάρχει στην διάθεση σου. Επίσης, έχουμε εκτιμήσει ακόμα περισσότερο τους παλιούς μας φίλους οι οποίοι, παρά την απόσταση, κάθε φορά που βρισκόμαστε στην Ελλάδα με κάνουν να νιώθω σαν να μην έφυγα ποτέ.
Ήδη, από τον πρώτο μας χρόνο προσαρμογής και εγκατάστασης εδώ και αφού γευτήκαμε όλες τις καινούργιες εμπειρίες και ζήσαμε το δικό μας «live big» συνειδητοποίησα πόσο σου λείπει η Ελλάδα! Πόσο μου λείπει το να βρίσκομαι με τους δικούς μου ανθρώπους σε ένα παγκάκι και να τρώω παγωτό, να παίρνω το αυτοκίνητο μου για μια βόλτα στην παραλία και να χαζεύω αυτό το απέραντο μπλε ή, ακόμα και να ακούω, το θόρυβο της Αθήνας. Πόσο έχω νοσταλγήσει να είμαι στο μπαλκόνι της μαμάς μου και να τρώω μαμαδίστικο φαγητό.
Πλέον, όμως, έτσι είναι η ζωή μας και ομολογώ ότι, παρά τις δυσκολίες, η ζωή στην Ανατολή έχει μια κρυφή γοητεία. Μάλιστα μου έχει συμβεί και αυτό που κάποτε μου έλεγαν και δεν το πίστευα. Όταν είμαι εδώ μου λείπει η Ελλάδα και όταν περνάω μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα μου λείπει η ζωή εδώ και ανυπομονώ να ξαναχαθώ στα μικρά μαγαζάκια που σερβίρουν κεμπάπ και ντονέρ, να πάω για τσάι μέντα και να επιστρέψω σε αυτό που για εμάς εδώ και 5 χρόνια είναι το σπίτι μας.