Δαλιδά και Φρανσουά Μιτεράν -Το κρυφό πάθος της ντίβας και του Γάλλου προέδρου
«Για τη Δαλιδά, δεν υπήρχαν αποχρώσεις», έλεγε για κείνη η Μπριζίτ Μπαρντό. «Mόνο κόκκινο ή μαύρο». Κι όταν ερωτευόταν, ήταν πάντα «κόκκινη». Καιγόταν ολόκληρη.
To 1979, η Δαλιδά διανύει την περίοδο όπου μεταμορφώνεται από τη «φωνή του Olympia» σε show woman και στρας ιέρεια της ντίσκο -όλη η Ευρώπη τραγουδάει «Salma ya salama», έχει μόλις κατακτήσει την Αμερική, έχει τραγουδήσει στο Carnegie Hall, ο Τύπος σέρνεται πίσω από τα τακούνια της, την αποκαλούν «η Γαλλίδα ντίβα», «η υπέρτατη ντίβα». Η σκηνή την τρέφει, αλλά κάτω απ’αυτή ζει μια ζωή μισερή.
Έχει ήδη στο «ενεργητικό» της ένα γάμο-ναυάγιο, κάμποσα ξεθυμασμένα πάθη, έναν εραστή αυτόχειρα, μια δική της απόπειρα αυτοκτονίας. Eίναι 46 χρονών και μόνη της -η θλίψη την σκεπάζει σαν ψιλή ομίχλη. Κάνει ψυχανάλυση και εξακολουθεί να εκπλήσσεται από την προδοσία. O Φρανσουά Μιτεράν στα 63 του, ηγέτης των Σοσιαλιστών και στο κατώφλι της πρώτης θητείας του στην προεδρία της Δημοκρατίας, είναι το είδος του άντρα που ψάχνει σε όλη της τη ζωή: έξυπνος, σκληρός, δυνατός, παθιασμένος, η τυπική γαλλική «αλεπού». Ένας «πατερούλης», στη θέση του πατέρα που έχει χάσει στα 12 της χρόνια.
Η Ζακλίν Πιτσάλ, φίλη της, εξομολογήτρια, σύζυγος του ψυχαναλυτή της και συγγραφέας του «Δαλιδά, με φώναζες “αδερφούλα”», σημειώνει στο βιβλίο της πως ακόμα και η ίδια η Δαλιδά -που γνωρίζεται φιλικά με τον Μιτεράν από παλιά- αιφνιδιάζεται απ’ αυτόν τον απρόσμενο έρωτα. Ξαφνικά, ζει -ή έτσι πιστεύει- μια μεγάλη ιστορία αγάπης. Δείχνει αλλαγμένη, ανθίζει. Πότε γελάει, πότε είναι απόμακρη, αφηρημένη. Δειλά δειλά εξομολογείται στους φίλους της το ρομάντζο της με έναν άντρα «παθιασμένο, αξιοθαύμαστο». Έχει παντρευτεί νέος, η θέση του τού απαγορεύει το διαζύγιο, ο γάμος του είναι συμβατικός. Τον λένε Φρανσουά.
Για καιρό, η σχέση φυτοζωεί μέσα σε μυστικά και ψέματα. Όποτε μπορεί, ο Μιτεράν, την επισκέπτεται στο διαμέρισμά της και τρώνε θαλασσινά στο φως των κεριών. Πάει πότε με ταξί, πότε με αυτοκίνητο, μόνος του χωρίς οδηγό, χωρίς σωματοφύλακες -είναι ένα «κρυφτούλι» που τον διασκεδάζει, δείχνει χαρούμενος σαν σχολιαρόπαιδο που ‘χει κάνει κοπάνα. Καμιά φορά, «μασκαρεύεται» φορώντας καπέλα και κασκέτα. «Πώς μου πάει;» ρωτάει γελώντας, με την αγκαλιά πάντα γεμάτη τριαντάφυλλα. Η Δαλιδά ξεκαρδίζεται. Πετάει στα σύννεφα.
Αλλά η πραγματική ζωή της είναι κάτω, στη γη. Το 1981 κυκλοφορεί το “Rio de Brasil”, τραγουδάει ξανά στο Olympia, της απονέμεται τιμητικός αδαμάντινος δίσκος (!) για τις πωλήσεις- ρεκόρ που έχει κάνει στη Γαλλία και το εξωτερικό: 85 εκατομμύρια αντίτυπα! Επιτυχία, δόξα, ένας μεγάλος έρωτας -αυτή τη φορά τα έχει όλα. Αλλά όχι ολόκληρα.
Ξαφνικά, στις 10 Μαϊου 1981, στις οκτώ παρά τέταρτο το βράδυ η Δαλιδά τηλεφωνεί ενθουσιασμένη στους φίλους της «O Μιτεράν είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας!». Το ξέρει, φυσικά, ένα τέταρτο πριν την επίσημη ανακοίνωση. Και όταν, έντεκα μέρες αργότερα, ο Μιτεράν θα πάρει το δρόμο για το Πάνθεον, για να ορκιστεί και να αναλάβει τα καθήκοντά του, η Δαλιδά θα είναι εκεί, πίσω του, στην πρώτη σειρά των «επισήμων», κρατώντας ένα κόκκινο λουλούδι.
Μετά από κείνη τη μέρα, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Ο Μιτεράν δεν είναι ο ίδιος. Εξωτερικά, βέβαια, είναι πάντα ο Φρανσουά, χαμογελαστός, αστείος καλοδιάθετος. Μόνο που την κοιτάζει αλλιώτικα, αινιγματικά, σαν να βλέπει κάτι άλλο, πίσω από κείνη. Η Δαλιδά δεν το ξέρει -oύτε η Πιτσάλ το αναφέρει εξάλλου- αλλά είναι η εποχή που ο Μιτεραν «συνομιλεί» για πρώτη φορά με το τέλος. Έχει καρκίνο του προστάτη, κι έχει ξορκίσει το γιατρό του να το κρατήσει μυστικό. Κι έπειτα, υπάρχει και κάτι άλλο, ή μάλλον μια άλλη: η Αν Πενζό, η επίσημη «μετρέσα» του. Και η Μαζαρίν η νόθα κόρη του. Ευτυχώς, ο γαλλικός Τύπος, προς το παρόν, κλείνει πολύ βολικά τα μάτια και παραλείπει τις αναφορές στην ιδιωτική ζωή του προέδρου -άλλωστε από την εποχή της madame Pompadour κι ύστερα, οι μετρέσες υπήρξαν το πιο σύνηθες αξεσουάρ της γαλλικής «βασιλείας».
Η Ντανιέλ Μιτεράν, πάλι, είναι μια άλλη ιστορία. «Γνώριζε άραγε τη σχέση ανάμεσα στη Dali και τον Φρανσουά;» αναρωτιέται η Πιτσάλ, που συναντιέται με τη Δαλιδά και τη Ντανιέλ, σε κάποια από τα ανεπίσημα δείπνα στην προεδρική κατοικία. Και πώς όχι; Ακόμα και ένας τυφλός, θα «’βλεπε» τα κύματα της γιγαντιαίας έλξης που τραβάει τον ένα προς τον άλλο, θα’κουγε τα ερωτικά κουδουνάκια, πίσω από λόγια και μισόλογα. Ο Φρανσουά δε σταματάει να ξαφνιάζει την ερωμένη του. Ένα πρωί, η Dali ξυπνάει έντρομη από ένα θόρυβο στο δρόμο, έξω από το παράθυρό της. Οι εργάτες στήνουν μπλόκα -εντολή των Μυστικών Υπηρεσιών που φοβούνται μήπως ο πρόεδρος απαχθεί ή πέσει σε ενέδρα.
Είναι αστείο, τραγικό, γοητευτικό. Ακόμα και αν δεν το ομολογεί η Δαλιδά γοητεύεται απ’ αυτό που βλέπει στον καθρέφτη της: όχι πια μια τραγουδίστρια, αλλά την ηγερία ενός σημαντικού άντρα. Ανοίγει το σπίτι της, καλεί ανθρώπους της εξουσίας, στήνει μεγαλειώδη τραπέζια, δεξιώνεται κόσμο σαν άλλη «Πρώτη Κυρία». Γι’ αυτά της τα γλέντια, ξοδεύει τεράστια ποσά. Οι φίλοι της την προειδοποιούν: «Πρόσεχε, άντρες σαν τον Φρανσουά είναι αμφίθυμοι». Οργίζεται: «Μα όχι, όχι, κάνετε λάθος. Αυτό που μου συμβαίνει είναι θαυμάσιο».
Θα ‘πρεπε να τους έχει ακούσει. Πίσω στα Ηλύσια Πεδία, ο πρόεδρος, βαριέται και ενοχλείται. Ή ανησυχεί. Αρκετές σκοτούρες έχει με τις εθνικοποιήσεις, τις κοινωνικές αλλαγές, την υποτίμηση του φράγκου, την Άν και τη Μαζαρίν -το τελευταίο που του λείπει είναι να πέσει στα «νύχια» των κωμωδιογράφων που ήδη τον αποκαλούν σαρκαστικά «Μimi l’amoroso» (σ.σ. κάνοντας μια πρόχειρη «διασκευή» του γνωστού σουξέ της Δαλιδά, «Gigi l’amoroso»). Στη Μονμάρτη, κάποιοι περνούν και ρίχνουν βρώμικα φυλλάδια κάτω από την πόρτα της Δαλιδά: οχετοί από βρισιές, απειλές, «θα πεθάνεις». Οι γυναίκες την περιφρονούν, της ρίχνουν ειρωνικές ματιές, χαχανίζουν πνιχτά πίσω από την πλάτη της. Οι άντρες θέλουν να δοκιμάσουν την «τύχη» τους μαζί της, είναι επιθετικοί, είναι πρόστυχοι -μα στο κάτω κάτω δεν είναι ήδη μια «μετρέσα»;
Η χαριστική βολή, έρχεται λίγο πριν από μια εμφάνισή της στην τηλεόραση, στην εκπομπή «Η ώρα της αλήθειας». «Ζακότ» -τηλεφωνεί στη φίλη της- «δεν θα πιστέψεις τι συνέβη. Ο Φρανσουά μου ‘στειλε με κάποιον έμπιστό του ένα γράμμα. Φοβάται, καταλαβαίνεις; Φοβάται τόσο πολύ που μου έγραψε για να μου ζητήσει να μη μιλήσω για τις σχέσεις μας!». Γελάει, ξεκαρδίζεται, την πιάνει βήχας, πονάει, διπλώνεται. Ο άνθρωπος που λατρεύει δεν της έχει εμπιστοσύνη, ο άντρας με το αστείο κασκέτο έχει δώσει τη θέση του σε έναν σοβαρό, σκοτεινό ξένο που δεν αναγνωρίζει πια. Φεύγει για περιοδεία στην επαρχία. Θέλει να ξεχάσει.
Αυτή τη φορά, της είναι πιο δύσκολο από ποτέ. Bυθίζεται στην κατάθλιψη, έχει εμμονές. Φέρνει συνεχώς στο μυαλό της το πρόσωπο του Λουίτζι Τένκο του νεαρού εραστή της που είχε φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του, μετά την αποτυχία του στο φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Ο πρώην άντρας της, Λυσιέν Μορισσέ, έχει κάνει το ίδιο. Εκείνη την εποχή μαθαίνει και για την αυτοκτονία του Ρισάρ Σανφρέ, που ΄χε διώξει λίγα χρόνια πριν. Νιώθει άρρωστη, «χαλασμένη», της κολλάει η ιδέα πως σέρνει στο κατόπι της μια κατάρα που φέρνει δυστυχία σε όποιον την αγαπάει. Κλείνεται στο σπίτι, βασανίζεται από αϋπνίες. Τον Απρίλιο του 1987, σε μια συνάντηση με το fan club της είναι πολύ συγκινημένη και ζητάει από τους θαυμαστές της να την αγαπούν περισσότερο στο μέλλον. Έχει ήδη πάρει την απόφασή της.
«Et le soir ou je m’ en irai, finalement, je le ferai a ma manière», τραγουδούσε κάποτε στο Olympia. «Και το βράδυ που θα φύγω, επιτέλους, θα το κάνω με τον δικό μου τρόπο». Το Σαββατοκύριακο της Πρωτομαγιάς η Δαλιδά κλείνεται στο σπίτι της, ξαπλώνει ήσυχα στο κρεβάτι της και καταπίνει 120 χάπια βαρβιτουρικά. Θα τη βρουν την επομένη. Μόνο ένα σημείωμα δίπλα της, στο κομοδίνο «Η ζωή μου ήταν αβάσταχτη, συγχωρέστε με». Ήταν μόλις 54 χρονών.