Μάρα Βλαχάκη πώς είναι να ζεις στην πόλη όπου όλα επιτρέπονται;
Λένε ότι το Βερολίνο είναι «The city where anything goes». Η πόλη δηλαδή όπου δεν υπάρχουν κανόνες. Η Μάρα αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα μια ζεστή Αυγουστιάτικη ημέρα με μια βαλίτσα γεμάτη ρούχα, αναμνήσεις και όνειρα και πήγε στην πόλη όπου το μποέμ θα είναι πάντα στη μόδα. Πέντε χρόνια μετά, μάς περιγράφει πώς είναι να ζεις εκεί όπου όλα επιτρέπονται.
Έφτασα στο αεροδρόμιο Tegel, Berlin τέλη Αυγούστου του 2013. Ο καυτός ήλιος -φαινόμενο παράξενο για τέτοια εποχή εδώ- δεν με διευκόλυνε στην προσπάθειά μου να σέρνω την παραφουσκωμένη μου βαλίτσα και ταυτόχρονα να ψάχνω για το δρόμο προς το νέο μου κατάλυμα. Ευτυχώς, κατάφερα να φτάσω γρήγορα στο μικρό διαμέρισμα και αφού άφησα την παραφουσκωμένη μου βαλίτσα να ασφυκτιά για λίγη ώρα ακόμα, ενεργοποίησα το Skype… «Έφτασα, όλα μια χαρά!».
Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας μου στο Berlin. Τι με τράβηξε εδώ; Η καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της πόλης. Η αίσθηση ελευθερίας. Η ανάγκη μου για νέες προοπτικές.
Το Βερολίνο είναι πολύχρωμο. Εδώ ζουν άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, κάθε λογής, κάθε καταγωγής. Εδώ σχεδόν κάθε μέρα διεξάγεται κι ένα άλλο φεστιβάλ, από τη μεγαλύτερη συνάντηση σινεφίλ, τη Berlinale, μέχρι το πιο απίθανο, μικρό φεστιβάλ εντομοφαγίας.
Εδώ μπορείς να βρεις από μεγάλες Όπερες με 100 μουσικούς στην ορχήστρα τους μέχρι μικρούς θιάσους με μηδενικό budjet.
Εδώ μπορείς να ασχοληθείς με κάθε είδους χόμπι, από Tango angentino μέχρι χορό πάνω στα κάρβουνα και να δοκιμάσεις κουζίνες από όλον τον κόσμο χωρίς να ξοδέψεις μια περιουσία.
Εδώ μπορείς να ντυθείς, να περπατήσεις, να διασκεδάσεις όπως νιώθεις. Γι’ αυτό και το Βερολίνο είναι τόσο αγαπητό στους νέους, ακριβώς γιατί εδώ υπάρχει χώρος για όλους. Λένε πως το Βερολίνο δεν είναι Γερμανία, γιατί σε άλλες πόλεις της Γερμανίας υπάρχει συντηρητισμός. Εδώ είναι όλα πιθανά.
Τον πρώτο καιρό μου είχε κάνει εντύπωση η ασφάλεια που ένιωθα περπατώντας στην πόλη τη νύχτα. Ίσως, βέβαια, μέσα στον ενθουσιασμό του καινούργιου να ήταν η ιδέα μου πως υπήρχε πιο πολλή ασφάλεια σε σχέση με την Αθήνα, αλλά εδώ το κοινωνικό κράτος είναι πολύ πιο αναπτυγμένο, με αποτέλεσμα και οι πιο φτωχοί να μπορούν να λάβουν κρατική βοήθεια και να μη χρειάζεται να παρανομούν για να ζήσουν.
Ρατσισμό δεν εισέπραξα. Μόνο κάποιους κακόκεφους, απότομους δημοσίους υπαλλήλους συναντώ συχνά-πυκνά, αλλά αυτό συμβαίνει μάλλον παντού.
Θυμάμαι που έφαγα πρόστιμο, γιατί πέρασα κόκκινο φανάρι με το ποδήλατο και δεν μπορούσα να το πιστέψω πως πρέπει να πληρώσω τόσα λεφτά για ένα τόσο αθώο πταίσμα. Αλλά, μετά θυμήθηκα πως ένας λόγος που ήρθα να μείνω εδώ ήταν και η οργάνωση της πόλης. Έπρεπε να το πληρώσω, λοιπόν! ;)
Μια τρανταχτή διαφορά μεταξύ Ελληνικής και Γερμανικής νοοτροπίας είναι η οργάνωση του προγράμματος πολύ νωρίτερα. Στο κομμάτι της δουλειάς είναι, βέβαια, αυτονόητο πως το κάθε τι θα προγραμματιστεί μήνες πριν.
Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο μου χει τύχει να ναι Δεκέμβρης και να συζητάμε με φίλους Γερμανούς γεύμα για τις 22 Φλεβάρη στις 20:30 η ώρα. Στην Ελλάδα θα λέγαμε απλώς ένα «Να κανονίσουμε φαγητό κανένα βράδυ!».
Στο Βερολίνο μου αρέσει πολύ το καλοκαίρι. Τότε η μέρα διαρκεί σχεδόν 18 ώρες. Ξημερώνει στις 5:00 και βραδιάζει στις 22:30.
Ειδικά το φετινό καλοκαίρι ήταν τόσο όμορφο. Κάθε μέρα είχε ήλιο! «Αυτά είναι τα καλά του global warming» μου περνούσε από το μυαλό μια σκέψη με μεγάλη δόση black humor…
Το χειμώνα ο καιρός είναι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μουντός και κρύος. Βέβαια, από το 2013 που χω εγκατασταθεί εδώ δεν έχω ζήσει κρύο και χιόνι για τόσο μεγάλα διαστήματα, όπως κάποιοι φίλοι που πέρασαν κάτι χειμώνες- παγετούς τα προηγούμενα χρόνια. «Τυχερή είμαι» σκέφτομαι, καθότι κρυουλιάρα.
Αυτό που μου τη «δίνει» εδώ είναι η γραφειοκρατία. Σου στέλνουν χαρτιά για το κάθε τι, θέλουν να τα χουν όλα γραμμένα, επισήμως κατοχυρωμένα. Αυτά τα πέντε χρόνια έχω σχεδόν γεμίσει μια βιβλιοθήκη με επιβεβαιώσεις, υπενθυμίσεις, ειδοποιήσεις, χαιρετισμούς, προσκλήσεις και καλωσορίσματα.
Τον πρώτο καιρό στο Βερολίνο διάβαζα Γερμανικά έξι ώρες τη μέρα. Το χα βάλει πείσμα να τη μάθω τη γλώσσα. Μα ακόμα και πάνω από τον στόχο μου να ενσωματωθώ γρήγορα ήταν το γεγονός πως είχα γοητευτεί από την ιδιομορφία της γλώσσας και θεωρούσα πρόκληση την εκμάθηση της που με έκανε να τα καταφέρω γρήγορα. Εν τω μεταξύ τα Γερμανικά μου άνοιξαν την όρεξη και για άλλες ξένες γλώσσες.
Τους δικούς μου στην Ελλάδα βεβαίως τους νοσταλγώ, αλλά φροντίζουμε να βλεπόμαστε αρκετά συχνά, αφού κι εγώ πετάω για Αθήνα 5-6 φορές το χρόνο και εκείνοι με επισκέπτονται. Από την άλλη έχω κάνει κι εδώ πολύ καλούς φίλους.
Επίσης, ακόμα δεν αισθάνομαι πως πρέπει να πάρω μια απόφαση για το πού θα μείνω για πάντα. Όσο δουλεύω πάνω σε projects που με γεμίζουν είμαι ικανοποιημένη εδώ. Αν αυτό πάψει να συμβαίνει, θα μετακινηθώ.
Πάνω στην τέχνη μου αυτά τα πέντε χρόνια έχω κάνει αρκετά καινούργια πράγματα εδώ. Ο αρχικός μου στόχος ήταν εξάλλου να δημιουργήσω νέες ευκαιρίες για εξέλιξη. Τους πρώτους μήνες, που δεν ήξερα ακόμα τη γλώσσα, ξεκίνησα να διδάσκω υποκριτική σε Έλληνες ερασιτέχνες.
Οργάνωσα ένα θεατρικό εργαστήρι/θεατρική πλατφόρμα, το οποίο αργότερα ονομάσαμε Theater Blick (στα γερμανικά θέα, σκοπιά, ματιά). Με την πρώτη ομάδα που δημιουργήθηκε από το εργαστήρι αποφασίσαμε να ανεβάσουμε το «Ποιος ανακάλυψε την Αμερίκή» της Χρ. Σπηλιώτη.
Με τις επόμενες ομάδες σκηνοθέτησα τη «Λυσιστράτη» σε μια δική μου pocket διασκευή και το «Μπαμπάδες με ρούμι» των Ρέππα και Παπαθανασίου πάλι διασκευασμένο και με live μουσική. Και οι τρεις παραστάσεις παίχτηκαν στα Ελληνικά με γερμανικούς υπέρτιτλους.
Είχα ενθουσιαστεί ανακαλύπτοντας πόσο μου αρέσει να «ενορχηστρώνω» διαφορετικές τέχνες μέσω της σκηνοθεσίας. Αυτό το διάστημα δουλεύουμε με μία ομάδα Ελλήνων και Γερμανών πάνω σε ένα δίγλωσσο αυτή τη φορά θεατρικό project, που προβλέπεται να ανέβει σε δική μου σκηνοθεσία το φθινόπωρο του 2019 στο Βερολίνο και στην Αθήνα.
Ως ηθοποιός έχω δουλέψει με τη Fiona Shaw, που σκηνοθετούσε στη Deutsche Oper, Berlin και με τον Paul-Georg Dittrich -έναν καταπληκτικό νέο σκηνοθέτη- στη Neuköllner Oper, Berlin.
Επίσης, ξεκινώντας να δουλεύω σιγά-σιγά και στα Γερμανικά ασχολήθηκα με τη μουσικοπαιδαγωγική με βρέφη και νήπια. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση, να φέρνω αυτά τα μικρά πλασματάκια -κάποια για πρώτη τους φορά- σε επαφή με τη μουσική. Κι είναι εντυπωσιακό πως ανταποκρίνονται. Πέρυσι, δημιουργήσαμε με τα μεγαλύτερα παιδιά μέχρι και δικά μας τραγούδια.
Όσον αφορά στο τραγούδι, αρχικά ξεκίνησα να τραγουδάω ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά με διάφορες μπάντες. Γρήγορα, όμως, η ανάγκη μου να εξελιχθώ με οδήγησε σε διαφορετικά είδη τραγουδιού. Παρόλο που δε σταμάτησα να τραγουδώ ρεμπέτικα, άρχισα να μελετάω τραγουδίστριες τζαζ και RnB. Ήταν λίγο μπλέξιμο όλο αυτό.
Όταν γνώρισα τον κιθαρίστα Κωνσταντίνο Μαργαρίτη μοιράστηκα μαζί του την ιδέα μου να φτιάξουμε εδώ στο Βερολίνο ένα σχήμα που θα παίζει ελληνικά τραγούδια με καινούγιο ήχο.
Ξεκινήσαμε να δοκιμάζουμε κάποια κομμάτια αυτοσχεδιαστικά, είδαμε πως υπάρχει μουσική χημεία κι έτσι φτιάξαμε το μουσικό project “melous”. To moto μας είναι «greek melodies reimagined». Όμως, το ρεπερτόριό μας έχει και πολλά κομμάτια στα Αγγλικά, στα Γερμανικά και στα Ισπανικά.
Πλαισιώνουμε το project κάνοντας τις ηχογραφήσεις μας σε home studio και φτιάχνοντας «χειροποίητα» clips.
Στο Βερολίνο υπάρχει αρκετός «χώρος» για σχήματα που παίζουν μουσικές από διαφορετικές γωνιές του κόσμου. Και βρίσκω πως υπάρχουν υπέροχες παλιές και νεότερες ελληνικές μελωδίες, που αξίζουν να ακούγονται και εκτός Ελλάδας. Απλώς το διεθνές κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με την Ελληνική γλώσσα στα τραγούδια.
Στα live έχει την ανάγκη να του πούμε δυο λόγια για την ιστορία του τραγουδιού. Και αυτή ακριβώς η συνάντηση ανθρώπων από διαφορετικές κουλτούρες είναι που κάνει την δουλεία μου εδώ ακόμα πιο ενδιαφέρουσα έως και συγκινητική.
Για το επόμενο διάστημα με το melous έχουμε προγραμματίσει μια σειρά live εμφανίσεων στο Βερολίνο και σύντομα θα κάνουμε ένα μικρό τουρ στην Αθήνα και σε κάποιες ακόμα πόλεις.