Γιάννης Μακριδάκης: Ο συγγραφέας που τα άφησε όλα κι έφτιαξε τον δικό του λογοτεχνικό παράδεισο στη Χίο
Ο Γιάννης Μακριδάκης έκανε πράξη αυτό που κατά καιρούς λέμε: «Να τα παρατήσω όλα και να φύγω». Κι έφυγε, αλλά δεν τα παράτησε όλα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του τη Χίο, συνεχίζει να γράφει και μαζί ανέπτυξε έναν λογοτεχνικό μικρόκοσμο -δίπλα στη φύση και τις καλλιέργειές του.
«Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι την ατμόσφαιρα της γειτονιάς, τη θάλασσα, τα καλοκαιρινά παιχνίδια, την ξεγνοισιά αλλά και την σκληρή δουλειά στα εφηβικά μου χρόνια, άλλη εποχή. Δούλευα εργάτης στα βυρσοδεψεία τα καλοκαίρια. Από εκεί κρατάω μια σκληρή αλλά και μια γλυκιά ανάμνηση. Δεν ανήκω στις γενιές που υπέφεραν. Οι γονείς μας είχαν τη δουλειά τους, εισοδήματα. Μεγαλώσαμε με κάποιες ανέσεις αλλά χωρίς τίποτα δεδομένο. Επρεπε να ιδρώσουμε για να δούμε πως βγαίνει η ζωή.
Το 2015 ήταν πολύ δύσκολη χρονιά. Ερχονταν οι πρόσφυγες κατά χιλιάδες καθημερινά αλλά ήταν όλη η κοινωνία εκεί αλληλέγγυα. Μετά όταν η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορα ξεκίνησαν όλα τα ανάποδα. Ηρθαν οι ΜΚΟ κι έφυγε η κοινωνία
Δεν με καθορίζει τίποτα άλλο εκτός από τη χαοτική διάσταση του οικοσυστήματος, την οποία και ψάχνω. Οταν ήμουν μικρός ήμουν μέσα στη βάρκα με τον πατέρα μου στα ψαρέματα. Μετά πήγα και σπούδασα μαθηματικός. Μου άρεσε πολύ. Οταν απέκτησα μια κάποια μαθηματική παιδεία και λογική άρχισα να στρέφομαι σε άλλα ενδιαφέροντά μου, όπως το να μάθω τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, να δω τι συμβαίνει και τι συνέβαινε πριν από μένα, να μάθω την ιστορία και τους ανθρώπους. Κι έτσι ξεκίνησα να κάνω μια έρευνα μεγάλης διάρκειας, χωρίς στόχο, ενστικτωδώς, γιατί είχα περιέργεια να μάθω τι έχει συμβεί στο παρελθόν στον τόπο που πατάω και τι συμβαίνει τώρα».
«Εκανα μια διπλή έρευνα: Από τη μια με ένα κασετόφωνο, στα βουνά, στα χωριά, έψαχνα τους ανθρώπους και τους έπαιρνα συνεντεύξεις ενώ παράλληλα τους φωτογράφιζα. Και η δεύτερη φάση ήταν μέσα στη Βιβλιοθήκη του Κοράη, όπου έψαχνα τόμους, από τις αρχές του 1900, διάβαζα και αποδελτίωνα τι συνέβαινε καθημερινά στη Χίο, τα χρόνια μέχρι να γεννηθώ. Αποδελτίωσα γύρω στα 12.000 φύλλα εφημερίδων, από το 1912 ως το 1940 σε πρώτη φάση, παράλληλα με τις αφηγήσεις των ανθρώπων. Εβγαζα και το περιοδικό, το Πελινναίο, εδώ στο νησί. Ηταν τριμηνιαίο, ένα είδος National Geographic, αλλά για την Χίο...
Σε έναν διαμέρισμα στη Νεάπολη που έμεινα για ένα χρονικό διάστημα, άκουγα κάθε πρωί τα κοτσύφια και ήταν σαν να μου έλεγαν «φύγε, η ζωή δεν είναι εδώ»
Ολα αυτά τα πράγματα με έσπρωξαν, γύρω στο 2008, σιγά-σιγά στη λογοτεχνία. Τα μαθηματικά δεν τα είδα ως επάγγελμα ποτέ -εκτός από δύο-τρία χρόνια που ως φοιτητής έκανα μαθήματα. Από την διπλή έρευνα που είχα ήδη ξεκινήσει από το 1997 προέκυψαν τα δύο πρώτα μου μυθιστορήματα -«Ανάμισης τενεκές» και «Ηλιος με δόντια».
Κάθε μικροκοινωνία είναι ένας μεγενθυντικός φακός της ανθρωπότητας. Αυτά που βλέπεις σε μια μεγάλη πόλη τα βλέπεις πιο έντονα σε μια μικρή. Υπάρχουν τα πάντα. Δεν νομίζω ότι διαφέρουν οι άνθρωποι. Μέσα μας έχουμε όλοι το μεγαλείο της ψυχής και τα σκοτάδια μας. Ανάλογα με την καλλιέργεια και την παιδεία που μπορούμε να αποκτήσουμε, γινόμαστε στωικοί και καλλιεργημένοι, ή αφήνουμε να εκφράζεται ο κακός εαυτός μας. Ολοι τα έχουμε όλα. Η Χίος είναι αστική κοινωνία, με τα καλά και τα κακά της. Αν μελετάς καλά τον τόπο σου και τους ανθρώπους που είναι γύρω σου, μπορείς να γίνεις και παγκόσμιος, σαν συγγραφέας ή λογοτέχνης. Το τοπικό μπορεί να γίνει παγκόσμιο».
«Ο δρόμος μου είναι να γράφω, το ξέρω εδώ και χρόνια. Ζω από το γράψιμο εδώ και είκοσι χρόνια, από τότε που ξεκίνησα το περιοδικό. Αυτό όμως δεν νομίζω ότι ορίζει ότι είσαι συγγραφέας. Στέκομαι μπροστά στον ορισμό και τον χαρακτηρισμό του συγγραφέα, με δέος. Δεν είσαι συγγραφέας -η ιστορία μπορεί να πει ότι ήσουν. Είναι τίτλος τιμής. Ο χρόνος θα σου απονείμει τον τίτλο. Άλλο αν τα βιβλία σου διαβάζονται και επηρεάζουν ανθρώπους, κι άλλο αν τα διαβάζει η μάνα σου κι ο ψυχολόγος. Εγώ δεν το λέω για τον εαυτό μου… Είμαι ασκούμενος, είμαστε όλοι ασκούμενοι συγγραφείς. Όπως και στη ζωή. Κάθε μέρα ασκούμαστε στη ζωή, για να γίνουμε πιο σοφοί, πιο στωικοί, για να αντιμετωπίσουμε τις πίκρες και τα βάσανα που θα έρθουν, για να τα αντιμετωπίσουμε όλα, ακόμα και τον θάνατο με αξιοπρέπεια.
Στην Αθήνα έμεινα όταν σπούδαζα στην Πάτρα. Την έζησα μετά το Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια κατάλαβα ότι ήθελα να γυρίσω πίσω στο νησί μου. Ηθελα να κάνω μπάνιο στη θάλασσα όλο τον χρόνο, σχεδόν. Στην ουσία δεν μπόρεσα να εναρμονιστώ με τους ρυθμούς της πόλης. Σε έναν διαμέρισμα στη Νεάπολη που έμεινα για ένα χρονικό διάστημα, άκουγα κάθε πρωί τα κοτσύφια και ήταν σαν να μου έλεγαν «φύγε, η ζωή δεν είναι εδώ». Κι έφυγα γρήγορα. Τότε ήταν που πήρα το σπίτι μου στη Βολισσό της Χίου».
«Καλλιεργώ τη γη για τις ανάγκες των δικών μου και των φίλων μου, δεν έχω μεγάλη παραγωγή. Δεν είμαι επαγγελματίας, είμαι ερασιτέχνης. Εχω φτιάξει ένα μικρό δίκτυο στη Βολισσό, με ένα αναπαλαιωμένο σπίτι που το έχω για ξενώνα και βλέπει όλη την ακτογραμμή του νησιού, κι έχω κι ένα μικρό κτήμα με ένα μικρό καλύβι, 15 τμ, που ζω εγώ εκεί. Στο μεγάλο σπίτι, το Σπίτι της Λογοτεχνίας, μπορεί να έρθει κάποιος να δουλέψει. Εκεί γίνονται και τα εργαστήρια.
Ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που λέγεται Δύση ευημερεί εις βάρος του άλλου, παίρνοντας τους φυσικούς πόρους και υποχρεώνοντάς τους, μέσω πολέμου και φτώχιας, να έρχονται ως πρόσφυγες και μετανάστες
Όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο το έστειλα σε τρεις-τέσσερις εκδότες. Η Εστία μου είπε ναι, οπότε δεν είχα να παλέψω για κάτι άλλο. Οταν άρχισα να γίνομαι πιο γνωστός, ήταν ευκολότερο να διαχυθεί στην κοινωνία αυτό που γράφω. Γιατί τώρα πια με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εύκολο να μάθει ο άλλος τι κάνεις. Μέχρι να φτάσεις εκεί, το παλεύεις. Πάλεψα με τα θέλω μου, πάλεψα με τον εαυτό μου. Κάθε μέρα είναι μια άσκηση -και στη ζωή και στο γράψιμο. Στα εργαστήρια είδα ότι υπάρχει πολύς κόσμος που ήθελε να συμμετάσχει κι έτσι παράλληλα με όλο αυτό αναπτύξαμε σχέσεις και φιλίες.
Το 2015 ήταν πολύ δύσκολη χρονιά. Ερχονταν οι πρόσφυγες κατά χιλιάδες καθημερινά αλλά ήταν όλη η κοινωνία εκεί αλληλέγγυα. Μετά όταν η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορα ξεκίνησαν όλα τα ανάποδα. Ηρθαν οι ΜΚΟ κι έφυγε η κοινωνία. Εφυγαν οι ενεργοί αλληλέγγυοι και την ανέλαβαν οι επαγγελματίες. Τώρα η κατάσταση είναι ελεγχόμενη κοινωνικά αλλά με πολύ κακές τις συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες».
«Ξέρω ότι από τη μια αν δεν υπήρχαν οι ΜΚΟ θα είχε γίνει ένα μπάχαλο στο νησί, αλλά από την άλλη αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να υπάρχουν. Οι ΜΚΟ ζουν από τις επιχορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι ένα κομμάτι του συστήματος το οποίο νομίζω ότι τα λέει όλα -για την ταυτότητα και τον τρόπο χρηματοδότησης.
Στις μικρές κοινωνίες δεν είναι πια τα πράγματα όπως παλιά. Κάποτε πέθαινε ο γείτονας και χαμήλωναν τα φώτα στα τριγύρω σπίτια
Είμαι πολύ δύσπιστος και ενάντιος για τον τρόπο που ασκείται η πολιτική στην κοινωνία του καπιταλισμού. Ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που λέγεται Δύση ευημερεί εις βάρος του άλλου, παίρνοντας τους φυσικούς πόρους και υποχρεώνοντάς τους, μέσω πολέμου και φτώχιας, να έρχονται ως πρόσφυγες και μετανάστες. Κι όταν έρχονται η κοινωνία τους απωθεί ή φτιάχνει ΜΚΟ για να τους έχει ελεγχόμενους μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.. Μου φαίνεται απάνθρωπο και αδιέξοδο όλο αυτό…
Εγώ έχω μια άλλη φιλοσοφία και πολιτική αντίληψη, με μια πιο ολιστική ματιά πάνω στο οικοσύστημα και τους φυσικούς πόρους -με ένα επίπεδο μόρφωσης και παιδείας που θα μας επιτρέπει να ζουμε με συνδιαχείριση.
Όχι, δεν είναι ουτοπικό αυτό που λέω, είναι πραγματικό. Γιατί αν το θεωρήσουμε ουτοπικό, χάσαμε το παιχνίδι. Πρέπει πάντα να ελπίζουμε και να προσπαθούμε για την καλλιέργεια της ανθρωπότητας, έτσι ώστε ο καθένας να είναι ευσυνείδητος, να ξέρει ως άνθρωπος και ως πολίτης τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Για να δούμε ποιο είναι το κοινό μας σπίτι, όχι μόνο το δικό μας, αλλά και όλων. Η γη είναι το κοινό μας σπίτι. Πώς μπορούμε να το συνδιαχειριστούμε για να μην πεθάνουμε όλοι… Μόνο με συν, μπορούμε να πάμε μπροστά, ψηλά. Ο ιδιωτισμός είναι πρωτογονισμός, και ο νεοφιλελευθερισμός, οπισθοδρόμηση».
«Στα βιβλία μου καταπιάνομαι με άντρες κυρίως, αλλά έχω γράψει και για γυναίκες και μου άρεσε. Νομίζω ότι κάτι με τραβάει στον γυναικείο ψυχισμό, αλλά κυρίως σε ηρωίδες πάνω από εξήντα. Εχω μια μάνα που είναι πολύ καλή αφηγήτρια κι από εκείνη έχω πάρει την όποια τέχνη αφήγησης διαθέτω. Οι γυναίκες της γειτονιάς, του νησιού, οι καπετάνισσες, μου έχουν δημιουργήσει μια ωραία αίσθηση μέσα μου.
Μακάρι να μπορώ να παραμείνω όπως είμαι και να εξελίσσομαι μέσα απ΄ αυτόν τον δρόμο, να μην αλλάξω και να μην αθετήσω όλα αυτά που έλεγα
Στις μικρές κοινωνίες δεν είναι πια τα πράγματα όπως παλιά. Κάποτε πέθαινε ο γείτονας και χαμήλωναν τα φώτα στα τριγύρω σπίτια. Ισως στα χωριά να είναι ακόμα διαφορετικά, να υπάρχει έγνοια για τον άλλον…
Ο έρωτας, το πάθος, μόνον αυτά με καθορίζουν, αυτά με κινητοποιούν. Εδώ και χρόνια ακολουθώ τα συναισθήματά μου, και ό,τι κάνω το κάνω μέσα απ΄ αυτά -για τον τόπο, τη ζωή, μια γυναίκα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμη για μένα. Ανάλογα με τις εποχές η καθημερινότητά μου διαφέρει -κι αυτό ο έρωτας το καθορίζει.. Εχω τα εργαστήριά μου, τους μαθητές μου, τα ζώα και τα φυτά μου, έχω τις εκδηλώσεις, τους φιλοξενούμενους. Από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο περνούν από το χωριό εκατοντάδες άνθρωποι -εκδρομείς, αναγνώστες…»
«Νομίζω ότι όταν έχεις πάθος και όραμα και το παλέψεις, θα το καταφέρεις, Δεν είναι θέμα τύχης. Ενστικτωδώς ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον άνθρωπο και τον τόπο και βρήκα τον δρόμο μου. Όχι, δεν με έχουν προδώσει οι άνθρωποι, δεν έχω πέσει έξω. Αν έχω πέσει έξω είναι με ανθρώπους που ασχολούνται με την πολιτική -κυρίως της λεγόμενης αριστεράς.
Εχω απογοητευτεί σαν άνθρωπος, κυρίως γιατί είμαι κινηματικός. Με ενδιαφέρουν τα κινήματα που υπερασπίζονται τους φυσικούς τόπους και τους πόρους. Είναι ενάντια στον γιγαντισμό αλλά όχι στην πρόοδο και την τεχνολογία. Είμαι υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υπέρ της ανάπτυξης, αλλά όχι της καταστροφής.
Μακάρι να μπορώ να παραμείνω όπως είμαι και να εξελίσσομαι μέσα απ΄ αυτόν τον δρόμο, να μην αλλάξω και να μην αθετήσω όλα αυτά που έλεγα. Να μην φανώ ανακόλουθος και αναξιοπρεπής. Η ζωή είναι απρόβλεπτη και δύσκολη, σε ταπεινώνει, σε δοκιμάζει, και πρέπει να είμαστε συνεπείς με τις αξίες μας. Θέλω να είμαι γενναιόδωρος, να δίνω τόπο στους νέους, στην τέχνη, στη ζωή, να είμαι συμπαραστάτης τους και να εξελίσσω και τη δική μου γραφή…»