Αντώνη Καρπετόπουλε γιατί δεν βλέπουν μπάλα (όλες) οι γυναίκες;
Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γεννήθηκε στον Βόλο. Τα καλοκαίρια πήγαινε στο Πήλιο, κι ακόμα εκεί πηγαίνει. Μένει στη Νέα Σμύρνη. Από παιδί έκανε ρεπορτάζ αγώνων στο πρωτάθλημα του σχολείου του. Και από τότε συνεχίζει. Γιατί αυτό που του αρέσει πιο πολύ, είναι η κουβέντα γύρω από την μπάλα...
«Εμένα πρώτα με αναγνώριζαν από τη φωνή και μετά από την όψη. Οι ταξιτζήδες είναι το κοινό μου. Προσωπικά ποτέ δεν σκέφτηκα τι θα πει επιτυχία. Ολα έχουν τα καλά και τα κακά τους. Τα καλά είναι ότι μπορεί να σε εξυπηρετήσουν ευκολότερα όταν πηγαίνεις κάπου. Αλλά μπορεί να βρεις και τον μπελά σου όταν σε αναγνωρίζουν.
Η μοναδική στιγμή που κατάλαβα ότι έγινα γνωστός ήταν το 2002, όταν κάναμε την εκπομπή με τον Πανούτσο στην ΕΡΤ. Μια μέρα θυμάμαι έφυγα από το Βήμα, στη Χρήστου Λαδά και μέχρι να φτάσω στην Πλατεία Κολωνακίου με είχαν σταματήσει πεντακόσιοι άνθρωποι... Ξαφνικά με ήξεραν όλοι.
Οταν κάτι γίνεται εθνικό θέμα ή δημιουργείς τρομακτική πίεση στην ομάδα και αυτό οδηγεί σε κατάρρευση ή της δίνει φτερά. Οπως στην Ελλάδα του ΄87...
Ομολογώ, ότι τώρα στο Μουντιάλ της Ρωσίας, δεν περίμενα ότι θα ήταν αυτές οι ομάδες που θα περνούσαν στις 8. Δεν περίμενα ούτε τη Σουηδία ούτε να μην είναι η Γερμανία. Στην αρχή όταν βλέπεις το Μουντιάλ μετράς πέντε-έξι ομάδες φαβορί και τρεις-τέσσερις αουτσάιντερ. Μεμονωμένα περιμένεις κάποιες, αλλά όχι την συγκεκριμένη οκτάδα. Περίμενα το Βέλγιο, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, την Αγγλία. Και μετά όταν άρχισε η διοργάνωση κατάλαβα ότι θα είναι και οι Ρώσοι.
«Και να μην κάνεις προγνωστικά, κάποιος θα βρεθεί να σε ρωτήσει. Υπάρχει και ο παράγοντας της τύχης, τα απρόβλεπτα, όπως και ο ρόλος των καιρικών συνθηκών. Στη Ρωσία δεν έχουμε τέτοιο θέμα. Σκεφτόμουν ότι πιθανότατα να δούμε την καλύτερη μπάλα σε Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ το 2022: Σε γήπεδα με κλιματισμό και τη διοργάνωση να πραγματοποιείται Δεκέμβριο-Ιανουάριο, που οι ομάδες είναι στα πάνω τους. Μπορεί να είναι το πιο θεαματικό Μουντιάλ.
Γιατί δεν πάμε καλά; Γιατί όπως τα περισσότερα πράγματα σ΄αυτή τη χώρα, βλέπουμε τον στόχο και όχι πως θα τον πετύχουμε
Πιστεύω ότι μπορεί να το πάρει η Ρωσία. Θυμίζω ότι ο Πούτιν έχει πληρώσει 11,5 δις ευρώ, κι αυτό είναι το κόστος των τριών προηγούμενων Μουντιάλ μαζί. Και τα έδωσε για να ξαναφτιάξει, σχεδόν, τη χώρα. Διάβασα ότι το Παγκόσμιο Κύπελο είχε συνεισφορά στη ρώσικη ανάπτυξη 1% τα τελευταία πέντε χρόνια και 220.000 θέσεις εργασίας. Τον έχεις τον Πούτιν να έδωσε τόσα λεφτά έτσι; Οσο και να ήθελε να δείξει ότι είναι ο μεγαλύτερος ηγέτης, δεν θα το έκανε. Τουλάχιστον θα φτάσει στον ημιτελικό η Ρωσία. Το χρήμα μπορεί να καθορίσει ως έναν βαθμό το αποτέλεσμα. Οταν σε κάθε παίκτη δίνει πριμ 7,5 εκατομμύρια ευρώ και 700.000 για κάθε νίκη, καταλαβαίνεις ότι το κίνητρο είναι ισχυρότατο. Δεν έχουν ξαναδοθεί ποτέ τέτοια λεφτά. Η ομάδα δεν αξίζει, αλλά στο ποδόσφαιρο τα πράγματα είναι σχετικά. Η Ρωσία ξεκίνησε με ένα βολικό πρόγραμμα, ως διοργανώτρια.
Οταν κάτι γίνεται εθνικό θέμα ή δημιουργείς τρομακτική πίεση στην ομάδα και αυτό οδηγεί σε κατάρρευση ή της δίνει φτερά. Οπως στην Ελλάδα του ΄87... Δεν σημαίνει ότι οι Ρώσοι θα κερδίσουν, αλλά σημαίνει ότι προχωράνε. Δεν είχαν ξαναμπεί ποτέ στους 8. Εγώ τους βλέπω στους 4. Θα παίξουν με την Κροατία, μια ομάδα που δεν έχει κάνει ποτέ τρεις νίκες στη σειρά, και τις έκανε τώρα, κι έκανε και τέταρτη, στα πέναλντι. Οι Κροάτες έφτασαν ταβάνι, οπότε οι γηπεδούχοι έχουν αβαντάζ».
«Και τη Γαλλία βλέπω στους 4, έχει μια πολύ νεανική ομάδα... Θα ήθελα και πρέπει να είναι και η Αγγλία στις 4, γιατί έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη από οποιαδήποτε άλλη ομάδα να διακριθεί. Κι αν δεν το έδειξε ακόμα, πέρασε στα πέναλντι, που για τους Αγγλους είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Δεν μ΄αρέσει οι μεγάλες ομάδες να αθροίζουν αποτυχίες. Δεν μ΄αρέσει να μικραίνουν οι ομάδες, μ΄αρέσει να μεγαλώνουν. Τέταρτη βλέπω ή τη Βραζιλία ή το Βέλγιο, με πιθανότερο το Βέλγιο...
Εμένα στο ποδόσφαιρο μου άρεσε το δράμα. Πιο πολύ με επηρέασαν τα παγκόσμια κύπελα για να γίνω ποδοσφαιρόφιλος παρά το ελληνικό πρωτάθλημα
Η Ελλάδα έχει πιθανότητες στο μέλλον να βρίσκεται στο Μουντιάλ πρώτα-πρώτα γιατί αυξάνονται οι ομάδες. Στο επόμενο θα είναι 48, οπότε μπορεί να τρυπώσουμε. Αλλά αυξάνονται και οι ευκαιρίες πρόκρισης. Το θέμα είναι να βγάλουμε και κανέναν ποδοσφαιριστή της προκοπής.
Γιατί δεν πάμε καλά; Γιατί όπως τα περισσότερα πράγματα σ΄αυτή τη χώρα, βλέπουμε τον στόχο και όχι πως θα τον πετύχουμε. Κατά συνέπεια ό,τι γίνεται, γίνεται κατά τύχη και το κατά τύχη σε πάει ως ένα σημείο. Μετά σου δίνει και λίγο κεκτημένη ταχύτητα αλλά τελικά ξαναγυρνάς εκεί που ήσουν. Δεν ξέρει τη διαδικασία η Ελλάδα. Κερδίσε το Πανευρωπαϊκό και δεν προβληματίστηκε ποτέ κανείς -το άφησε εκεί».
«Γιατί δεν αρέσει στις γυναίκες η μπάλα; Το ποδόσφαιρο αντικειμενικά ως θέαμα δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Το καλύτερο παιχνίδι είναι ένα μέτριο θέαμα. Δεν έχει ρυθμό. Το ποδόσφαιρο γίνεται ενδιαφέρον για δύο λόγους. Πρώτον γιατί όλοι έχουν κλωτσήσει μια μπάλα μικροί και μπορούν να καταλάβουν τη δυσκολία της κίνησης. Και δεύτερον, γιατί μπορεί να επιτρέψει στον χειρότερο να κερδίσει, κι αυτό το κάνει σαν αποτέλεσμα ρευστό. Και ο καλύτερος να είσαι, μπορείς να χάσεις.
Μ΄έφερε πίσω στην Ελλάδα ένα βράδυ ο Πέτρος Κωστόπουλος -είχε τότε βγάλει μια αθλητική εφημερίδα
Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις γυναίκες. Οι γυναίκες είναι πιο πρακτικές και θέλουν το καλό να δικαιώνεται. Και το ποδόσφαιρο έχει τη ρευστότητα της δικαιοσύνης. Ως θέαμα, στην καλύτερη περίπτωση, να έχει είκοσι ευκαιρίες, άρα μία ευκαιρία κάθε τέσσερα-πέντε λεπτά. Δεν είναι πολύ. Το ποδόσφαιρο για να σου αρέσει, πρέπει να έχεις παίξει. Ασε που έχει και μια πολυπλοκότητα στους κανονισμούς, κι ούτε αυτό πολυαρέσει στις γυναίκες.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Βόλο. Επαιζα μπάλα στο σχολείο, τίποτα το ιδιαίτερο. Εμένα στο ποδόσφαιρο μου άρεσε το δράμα. Πιο πολύ με επηρέασαν τα παγκόσμια κύπελα για να γίνω ποδοσφαιρόφιλος παρά το ελληνικό πρωτάθλημα. Οι τριγύρω συζητήσεις, τα κλάματα στον τελικό ή τα κλάματα στον αποκλεισμό, η αναμονή του να δεις έναν ποδοσφαιριστή, με συγκινούσαν πολύ. Παλιά άλλωστε δεν βλέπαμε και τόσο ξένο ποδόσφαιρο. Ηταν μια εποχή που η φήμη του ποδοσφαιριστή προηγούνταν του ίδιου του ποδοσφαιριστή. Πρώτα τον μάθαινες και μετά τον έβλεπες, όχι όπως τώρα. Δεν είχε διαφορά με τον κινηματογράφο και το θέατρο».
«Οταν ήμουν μικρός, στο γυμνάσιο, έγραφα τα παιχνίδια των ομάδων του σχολείου, με σχόλια, παρατηρήσεις. Εγραφα ποιοι ήταν οι διακριθέντες, τι πρέπει να αλλάξει, σαν να έκανα ρεπορτάζ αγώνα. Και τα έδινα στους γνωστούς μου. Ολα αυτά τα ανακάλυψε ο αδελφός μου πέρυσι όταν κάναμε μια μετακόμιση. Ημουν μανιακός, ψώνιο μ΄αυτά, φαντασιονόμουν. Είχα κάτι δημοσιογραφικό από τότε.
Θεωρώ τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο ένα τέρας της δουλειάς μας. Οχι λόγω μνήμης αλλά κυρίως γιατί συγκρατείται και γιατί έχει και μια από τις καλύτερες φωνές
Δεν ήμουν καθόλου της περιγραφής. Ολοι ήθελαν να γίνουν Διακογιάννης. Εμένα μου άρεσε να το συζητάω. Με επηρέασε και το γεγονός ότι ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο κι εγώ έβλεπα εκεί τους αγώνες, μαζί με τον κόσμο, κυρίως μεγαλύτερους. Απέναντι στους μεγάλους λοιπόν, έπρεπε να έχω κάτι να πω, να πάρω θέση. Αγάπησα την παραφιλολογία του ποδοσφαίρου, πιο πολύ και από το ίδιο το ποδόσφαιρο. Πήγαινα και γήπεδο συχνά και αυτό με γέμιζε πολύ. Με τον καιρό σταμάτησα γιατί άλλαξε το ποδόσφαιρο. Οταν ήμουν στην Ιταλία πήγαινα ακόμα πιο πολύ γήπεδο και ένοιωθα σαν να ανήκω εκεί. Ημουν τυχερός γιατί είδα τα καλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, γύρω στα μέσα του ΄90.
Επαγγελματικά ξεκίνησα το ΄92, όταν ήμουν στη Ρώμη. Δούλευα στην Ενωση Ξένων Ανταποκριτών και φλέρταρα πολύ με την ιδέα να μείνω εκεί για πάντα. Μ΄έφερε πίσω στην Ελλάδα ένα βράδυ ο Πέτρος Κωστόπουλος -είχε τότε βγάλει μια αθλητική εφημερίδα: Ημουν στη Γαλλία στο Μουντιάλ του ΄98. Μου είπε «ή έρχεσαι αύριο ή τους απολύω όλους και τους παίρνεις στο λαιμό σου». Και ήρθα. Δεν το μετάνοιωσα. Αλλωστε είμαι της λογικής της ενότητας. Τα πράγματα για μένα έχουν αρχή, μέση και τέλος. Αμα τελειώσουν, τελείωσανε. Και ξεκίνησα μια νέα περιπέτεια».
«Γνώρισα τον Αντώνη Πανούτσο στον «Φίλαθλο», το ΄92. Ημασταν και οι δύο λίγο UFO. Και γίναμε φίλοι -δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Οπως λέω, εμείς οι δύο κάναμε καριέρα σαν συγκρότημα, ενώ οι άλλοι έκαναν σόλο καριέρα. Οι έλληνες αθλητικογράφοι είναι λίγο πριμαντόνες, θέλουν να είναι μόνοι τους. Είμαστε η μόνη χώρα που έχει μόνον έναν σχολιαστή σε κάθε ματς. Με αποτέλεσμα να γίνεται βαρετός -μιλάει επί τόση ώρα και ούτε φυσικά μπορεί να παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν στο γήπεδο και τον αγώνα. Στη δουλειά μας υπάρχει ένας μυστήριος ανταγωνισμός.
Εχω επιλέξει να είμαι μόνος. Δεν αντέχω την πίεση, δεν μπορώ τα κουτάκια. Μπορεί να μην το δείχνω εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είμαι χύμα
Θεωρώ τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο ένα τέρας της δουλειάς μας. Οχι λόγω μνήμης αλλά κυρίως γιατί συγκρατείται και γιατί έχει και μια από τις καλύτερες φωνές, συμπεριλαμβανομένων και των τραγουδιστών. Παραμένει μια εξαίρεση.
Οι γονείς μου ούτε χάρηκαν ούτε δυσαρεστήθκαν από την επαγγελματική επιλογή μου. Τους φάνηκε περίεργη. Ο πατέρας μου ποτέ δεν κατάλαβε τι διάολο μ΄άρεσε σ΄αυτή τη δουλειά -δεν ζει πια. Αλλά το σεβάστηκαν. Ετσι ήταν οι γονείς μου, παρόντες και ανεκτικοί, αλλά όχι υποστηρικτικοί. Ωστόσο δεν με εμπόδισαν ποτέ. Τους ένοιαζε να γίνουμε καλά παιδιά ο αδελφός μου κι εγώ, να μην γίνουμε τομάρια.
Η τηλεόραση άλλες φορές μου άρεσε κι άλλες όχι. Αρπαχτές δεν έκανα. Ο,τι έκανα το υποστήριξα. Αλλά δεν με τρέλανε ποτέ. Γιατί στην τηλεόραση είσαι εξαρτημένος από έναν ολόκληρο κόσμο που βρίσκεται από πίσω. Κι εγώ ό,τι δεν ελέγχω πλήρως, το φοβάμαι. Στο ραδιόφωνο είσαι εσύ, ο ευατός σου. Οπως και όταν γράφεις».
«Μίλησα προσωπικά για τα θέματα υγείας μου, όχι από εσωτερική ανάγκη αλλά γιατί έτσι πίστευα ότι έπρεπε να κάνω. Είχα λείψει τότε από το ραδιόφωνο επί μια εβδομάδα, και είχαν ειπωθεί διάφορα για μένα. Ηξερα ότι δεν θα έμενε κρυφό και προτίμησα να βγω να γράψω εγώ τι πραγματικά συνέβη. Ηθελα να πω «έχω ένα πρόβλημα και θα το ξεπεράσω». Δεν μίλησα με λετπομέρειες και ούτε θα το κάνω.
Οχι, ο Βόλος δεν μου λείπει. Το Πήλιο μου λείπει.
Μένω στη Νέα Σμύρνη από το 2004. Είχα φίλους που έμεναν εδώ κι έτσι ήρθα κι εγώ. Είμαι και φιλοπανιώνιος. Γενικά τον προσέχουμε τον Πανιώνιο...
Εχω επιλέξει να είμαι μόνος. Δεν αντέχω την πίεση, δεν μπορώ τα κουτάκια. Μπορεί να μην το δείχνω εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είμαι χύμα. Δεν είμαι καλός σύντροφος, δεν είμαι πολύ καλός σ΄αυτά. Εχω τους φίλους μου, κι είναι λίγο σαν τον ζωολογικό μου κήπο: Ο καθένας μας έχει έναν ρόλο, άλλος λιοντάρι, άλλος ελέφαντας, άλλος καμηλοπάρδαλη, εγώ είμαι μαϊμού. Αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Από την άλλη όλες αυτές είναι ανάγκες και μεταβάλλονται. Μπορεί σε έναν χρόνο να πω παντρεύομαι και έχω δίδυμα -δύσκολο, βέβαια. Αλλωστε δεν κάνω τίποτα βάσει σχεδίου εγώ. Ο,τι έχω κάνει στη ζωή μου, προέκυψει. Δεν υπήρχε σχεδιασμός -και όποτε σχεδίασα κάτι, έφαγα τα μούτρα μου».