Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: «Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου από την Αστυνομία»

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει πολλές ιδιότητες: Ηθοποιός και σκηνοθέτης, ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, δάσκαλος, και τώρα καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, συνεχίζει την πορεία του σε έναν χώρο που αγαπάει πολύ. Πάνω απ΄όλα όμως είναι πατέρας και παππούς.

«Ο πατέρας μου είχε ένα εμποροραφείο στην Ιπποκράτους, ένα κατάστημα που κατασκεύαζε ρούχα και πουλούσε υφάσματα. Ηταν δίπλα στο θέατρο Ακροπόλ. Στα επτά μου, περίπου, άρχισα να έχω φιλικές σχέσεις με τους ανθρώπους που ήταν στην πόρτα του Ακροπόλ. Με άφηναν να μπαίνω μέσα και να βλέπω παραστάσεις. Ετσι, είδα όλα τα «θηρία» της επιθεώρησης. Από τον Φωτόπουλο και τον Αυλωνίτη, ως την Ρένα Ντορ και τον Αλέκο Λειβαδίτη. Μαγικός κόσμος για μένα. Αργότερα, όταν εγώ ήμουν περίπου δεκαπέντε, ο πατέρας μου δούλευε ως αργά το βράδυ στο μαγαζί, μετά το ωράριο των καταστημάτων. Μαζεύονταν πολλές φορές δύο-τρεις φίλοι του, μεταξύ των οποίων και ο Χρήστος Καραθανάσης, αστυνόμος, διοιηκητής του τμήματος της περιοχής. Τότε η μόδα ήταν το ούζο με μεζέ _έχω ακόμα τη μυρωδιά. Αλλωστε, οι μυρωδιές έχουν μνήμη.

Ο κύριος Καραθανάσης μου έδινε προσκλήσεις για όλα τα θέατρα, που τότε απλώνονταν από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα. Κάτι αυτοσχέδιες προσκλήσεις με τη σφραγίδα της αστυνομίας. Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου από την Αστυνομία. Kι έτσι άρχισα να το αγαπάω όλο και πιο πολύ. Εβλεπα επιθεωρήσεις και μπουλβάρ, Θέατρο Τέχνης και παραστάσεις του Αλέξη Σολομού.

Στα δέκα, είχα δει την Μπέτυ Μοσχονά, πριν ανέβει στη σκηνή να κάνει τον σταυρό της. Και σκέφτηκα ότι για να κάνει το σταυρό της θα είναι πολύ σοβαρό πράγμα το θέατρο

Σ΄αυτή τη διαδρομή όχι απλώς αγάπησα το θέατρο αλλά άρχισα και να ξεχωρίζω τι είναι αυτό που μου αρέσει. Ο Σολομός και ο Κουν. Βαθειά στην καρδιά μου μπήκε και η επιθεώρηση. Αργότερα κατάλαβα πόσο σπουδαίο είδος ήταν τότε και πως οι ηθοποιοί ήταν με το ένα μάτι στον κόσμο και με το άλλο στην επικοινωνία τους με το κοινό. Εχω ένα μπλε μαθητικό τετράδιο, από τη β΄Γυμνασίου όπου σημείωνα τα έργα που έβλεπα.

Στα δέκα έξι μου άρχισα να θέλω να γίνω ηθοποιός. Μέναμε στα Ανω Ιλίσια, στον δήμο Ζωγράφου. Υπήρχαν πολλά σινεμά. Ενα από αυτά, η Νιόβη, τις Δευτέρες που οι ηθοποιοί είχαν ρεπό, το μετέτρεπε σε ένα είδος αναψυκτηρίου και έφερνε έναν ηθοποιό, δύο ακροβάτες, ένα ταχυδακτυλουργό, έναν τραγουδιστή _μεγάλα ονόματα της εποχής, Μοσχολιού, Πόλυ Πάνου.

Πήγαινα, λοιπόν, και κοίταζα τους ηθοποιούς πριν βγουν στη σκηνή. Μια φορά, θα ήμουν δέκα ετών, είχα δει την Μπέτυ Μοσχονά, πριν ανέβει στη σκηνή να κάνει τον σταυρό της. Και σκέφτηκα ότι για να κάνει το σταυρό της θα είναι πολύ σοβαρό πράγμα το θέατρο. Και μέσα από τα ελαφρά είδη του θεάτρου πίστεψα στη σοβαρότητά του. Η μητέρα μου δεν δούλευε. Εχω έναν αδελφό, έναν χρόνο μεγαλύτερο, και δύο αδελφές, η μία έξι χρόνια πιο μικρή και η άλλη, είκοσι_γεννήθηκε όταν ήμουν στον στρατό. Οι γονείς μου έβλεπαν τόσο θέατρο όσο οι άνθρωποι που δεν ήταν θεατρόφιλοι. Η καταγωγή μου είναι από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Δεν με ενθάρρυναν για το θέατρο, αλλά ούτε με εμπόδισαν.

Ούτε κι εγώ το κουβέντιασα. Το είχα αποφασίσει. Πήγα στη Σχολή του Ωδείου, τότε ήταν στην οδό Πειραιώς. Οταν έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία στο Εθνικό, στο έργο του Μοντερλάν «H πόλη που πρίγκηπάς της ήταν ένα παιδί», θυμάμαι ότι είχα κάνει οντισιόν. Και αυθόρμητα σκέφτηκα τη δική μου αγωνία στις ονιτισόν, σαν ηθοποιός. Και γι΄αυτό είμαι πάντα προσεκτικός.

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Πρώτη φορά έπαιξα στο θέατρο Πορεία, που τότε το είχε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, στον “Συνεργό” του Ντύρενματ. Στον θίασο ήταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Μίμης Χρυσομάλλης, η Ντίνα Κώνστα και άλλοι.

Στις πρόβες και μετά στις παραστάσεις καθόμουν και τους χάζευα. Ηταν το πρώτο μεγάλο σχολείο για μένα. Οταν επέστρεψα από τον στρατό έπαιξα με κάποια από τα είδωλά μου, όπως ήταν Τζένη Καρέζη, στο “Επιχείρηση γοητεία” με τον Βόγλη και τον Καζάκο. Ηταν μια γοητευτική εμπειρία για μένα να παίζω με την Καρέζη και τότε ανέπτυξα μια ωραία φιλία με τον Βόγλη.΄Εμενα τότε μόνος μου στον Υμηττό, και ο Βόγλης _μεγάλος πρωταγωνιστής τότε, που έμενε κάπου στην Ηλιούπολη, κάθε βράδυ με πήγαινε στο σπίτι μου.

Μετά βρέθηκα στο Ακροπόλ των παιδικών μου χρόνων στο “Μερικοί το προτιμούν καυτό” με τη Νόνικα Γαληνέα, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο.

Γίναμε φίλοι με τον Φωτόπουλο, που μου έλεγε πολλές ιστορίες και για τις περιοδείες του. Οπως μια περιοδεία, στη δεκαετία του ΄60, όταν, μπαίνοντας στη Λάρισα με τον θίασο, τους σήκωσαν ψηλά με το αυτοκίνητο στα χέρια για να τους υποδεχτούν και να τους τιμήσουν. Αυτό δεν θα το ζήσουν άλλες γενιές... Γιατί άφησα τον ηθοποιό για να γίνω σκηνοθέτης; Μου άρεσε να είμαι πάντα σε κλίμα παρέας στο θέατρο.

Την ασφάλεια τη νοιώθω στην αποτυχία, όχι στην επιτυχία. Δεν τελειώνει ο κόσμος με μια αποτυχία

Στράφηκα σε ομάδες _αργότερα μπήκα στο Θέατρο της Ανοιξης. Περνούσα δυσάρεστα όταν κάποιος λειτουργούσε ανταγωνιστικά. Με αποσυντόνιζε. Κι αυτό το έχω ακόμα, είναι του χαρακτήρα μου. Επιπλέον, δεν μάθαινα εύκολα λόγια. Μια φορά, όταν έπαιζα το “Λίλιομ” είχα γράψει σκονάκι στο χέρι μου τον ρόλο. Σ΄αυτή την παράσταση είχα πει και την ωραιότερη ατάκα που έχω πει ποτέ.

Ελέγα «Περιμένω παιδί», κι ήταν εποχή που η γυναίκα μου, η Κοραλία ήταν έγκυος στον γιο μας, τον Μίλτο. Φεύγοντας από το πατρικό μου σπίτι άρχισα να διαμορφώνω τον δικό μου κόσμο. Και οι φίλοι μου είναι από τότε. Παράλληλα είμαι και πολύ κοινωνικός, με ενδιαφέρει η συμμετοχή μου στα κοινά, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι...

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος με τη σύζυγό του, Κοραλία Σωτηριάδου, την Κόρα Καρβούνη και την Ιωάννα Κολλιοπούλου/ NDP Photo Agency

Η Κοραλία ήταν δικηγόρος αλλά εγκατέλειψε τη δικηγορία και στράφηκε στην επιμέλεια εκδόσεων και στις μεταφράσεις. Γνωριστήκαμε πολύ νέοι, όταν ήμουν τριτοετής φοιτητής και δούλευα στις εκδόσεις Κέδρος, απ΄όπου και περνούσαν λογοτέχνες και ποιητές κι εγώ του παράγγελνα ούζο και μεζέ: Τσίρκας, Βάρναλης, Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης.

Αν δεν έχεις ανοιχτές τις κεραίες και το μυαλό σου, η επιτυχία κρατάει για μια περίοδο

Παντρευτήκαμε με την Κοραλία με πολιτικό γάμο, ανήμερα της γιορτής μου, 25 Μαρτίου. Μας πάντρεψε ο τότε δήμαρχος, που ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης. Οταν μας ρώτησε ποιο θα είναι το επώνυμο του παιδιού μας, εγώ αυθόρμητα, είπα το επώνυμο της Κοραλίας. Νομίζω ότι υποσυνείδητα σκέφτηκα ότι έτσι θα συνεχιστεί το όνομά της, μια που η αδελφή της δεν είχε γιους.

Στον Μίλτο άρεσε πολύ που είχε το επώνυμο της μαμάς του, ήταν περήφανος στο σχολείο.

Ημουν και μαμά και μπαμπάς με τον Μίλτο. Εκανα πολλά πράγματα μόνος μου μαζί του γιατί η Κοραλία δούλευε πιο σταθερά. Επαιρνα πολύ συχνά μαζί μου τον γιο μου, όταν ήταν μικρός. Μετά όταν πήγε εκείνος σχολείο κι έγω άρχισα να δουλεύω συστηματικά ως σκηνοθέτης, τρόμαξα μήπως και χαλάσει η σχέση μας. Ευτυχώς δεν συνέβη. Ο Μίλτος έχει πάντα ένα άγχος και μια αγωνία να με στηρίζει και φυσικά είναι πολύ συνδεδεμένος με τη μαμά του.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος με τον γιο του, Μίλτο/ NDP Photo Agency

Εκείνη την εποχή έκανα μαθήματα θεάτρου στη Φοιτητική Εστία του Πανεπιστημίου, χωρίς να έχω την πρόθεση να κάνω στον σκηνοθέτη. Ηθελα να μάθω στα παιδιά μια στοιχειώδη αλφαβήτα. Μια χρονιά, τα παιδιά μου ζήτησαν να συμμετάσχουν στο ερασιτεχνικό Φεστιβάλ θέατρου της Ιθάκης. Πήγα, αγκαλιά με τον Μίλτο, που ήταν ενός έτους τότε.

Εκεί γνώρισα την Ντόρα Τσάτσου και τον Κώστα Ρηγόπουλο, τιμώμενα πρόσωπα της εκδήλωσης. “Οταν θα κάνεις την πρώτη σου σκηνοθεσία, θέλω να με καλέσεις”, μου είπε η Τσάτσου. Και λίγο καιρό μετά, την κάλεσα στην Καλαμάτα, διευθυντής ήταν ο Γιάννης Κακλέας, όπου ανέβασα τον “Ηχο του όπλου”. Και ήρθε. Μέλος στο Δ.Σ. του Κρατικού, η Ντόρα με σύστησε μετά στον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ και δούλεψα στη Θεσσαλονίκη.

Έτσι, σιγά-σιγά άφησα την υποκριτική (έπαιζα στην τηλεόραση) γιατί κατάλαβα ότι ισορροπώ καλύτερα στη σκηνοθεσία. Εχω πάντα την ίδια περιέργεια να παρατηρώ τον κόσμο. Πήγαινα στο γήπεδο γιατί μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο, όχι τους αγώνες. Το ποδόσφαιρο δεν με ενδιέφερε ποτέ. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάνω κάτι σπουδαίο. Αν δεν έχεις ανοιχτές τις κεραίες και το μυαλό σου, η επιτυχία κρατάει για μια περίοδο.

Εχθρούς μπορείς να αποκτήσεις για πολλούς λόγους, αλλά και από τον χαρακτήρα σου, από τον εαυτό σου. Εχω κι εγώ ευθύνη για τους εχθρούς μου

Μου αρέσει να δίνω χώρο σε νέους και νεώτερους ανθρώπους. Οταν φτιαχνόταν το Θέατρο του Νέου Κόσμου, δεν ήθελα να γίνει ένα θέατρο για μένα. Αλλά αυτό είναι βαθύτερο. Δεν θέλω να είμαι μόνος μου ούτε στο σπίτι. Δεν έχω ζήσει ποτέ μόνος. Δεν μπορώ να ανοίγω την πόρτα και να είμαι μόνος. Οι τρεις σκηνές μου έδωσαν τη δυνατότητα να συνεργάζομαι με νέους και νεώτερους, να μην επαναπαύομαι. Οχι, δεν τους ανταγωνίζομαι. Βαθύτερα μέσα μου νοιώθω μια ασφάλεια, όχι για το αποτέλεσμα. Κάνω με κόπο τη δουλειά μου. Την ασφάλεια τη νοιώθω στην αποτυχία, όχι στην επιτυχία. Δεν τελειώνει ο κόσμος με μια αποτυχία. Με πονάει, με θυμώνει αλλά δεν νοιώθω αδικημένος. Οπου μπαίνω, μπαίνω με τα μούτρα. Οπως τώρα στο Φεστιβάλ, η πρόταση για το Φεστιβάλ, τώρα που το βλέπω, δύο χρόνια μετά, ήταν μια αναγνώριση για τη δουλειά μου. Τότε δεν το είδα έτσι. Τότε σκέφτηκα ότι θα ασπρίσουν πιο γρήγορα τα μαλλιά μου. Ο χρόνος ήταν περιορισμένος και έπρεπε να σωθεί το Φεστιβάλ. Δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Χρόνο με τον χρόνο νοιώθω καλύτερα.

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Μ΄αρέσει αυτό που κάνω. Την άνοιξη του ΄19 λήγει η θητεία μου. Αν και πολλές φορές, με αφορμή πράγματα που με στεναχωρούν ή με κουράζουν, αναρωτιέμαι “τι θέλω εγώ εδώ μέσα”, δεν θέλω να ακουστώ ούτε αλαζών ούτε αχάριστος. Θα ήθελα να συνεχίσω... Δεν θα ήθελα να κριθώ από τις ταμπέλες.Το ότι υπάρχει το Θέατρο του Νέου Κόσμου, μου προκαλεί μια ασφάλεια να μην νοιώθω εξάρτηση από τη θέση που έχω σήμερα. Αύριο μπορώ να γυρίσω εκεί, να σκηνοθετήσω και να δουλέψω και κάπου αλλού.

Δεν ονειρεύομαι ποτέ. Μια φορά μόνο, μαθητής στη σχολή ακόμα, θυμάμαι ότι είχα δει στον ύπνο μου ότι περπατούσα πάνω-πάνω στην Επίδαυρο. Και αναρωτιόμουν αν θα βρεθώ ποτέ κάτω να παίξω. Οχι δεν έχω παίξει στην Επίδαυρο. Αλλά έχω σκηνοθετήσει, έχω περπατήσει μόνος νύχτα, εχω δει το φεγγάρι.

Εχθρούς μπορείς να αποκτήσεις για πολλούς λόγους, αλλά και από τον χαρακτήρα σου, από τον εαυτό σου. Εχω κι εγώ ευθύνη για τους εχθρούς μου. Δεν μ΄αρέσει η λέξη οικογενειοκρατία. Θα έλεγα ότι το Θέατρο του Νέου Κόσμου έγινε οικογενειακό. Ναι, κάποιους μπορεί να τους ενόχλησε αυτό. Είναι πολύ υγιές να έχεις έναν φούρνο και να δουλεύουν μέσα η γυναίκα κι ο γιος σου, ή ένα αρχιτεκτονικό γραφείο. Νομίζω ότι μέσα από τη συνέχεια υπάρχει και η ανάγκη της δικής σου παρουσίας για μετά, για μετά το τέλος.

Μ΄αρέσει να ασχολούμαι και να παίζω με τα εγγόνια μου. Αλλωστε λατρεύω τα παιδιά, όλα τα παιδιά, κι έχω καλή σχέση μαζί τους. Από την αγάπη μου αυτή, φτιάχθηκε και η σκηνή που έχουμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα _εδώ και δέκα επτά χρόνια. Και επιπλέον, ως χαρούμενος μπαμπάς, αισθάνθηκα ότι οφείλω να βοηθήσω.

Τα εγγόνια μου.... Ο ένας παππούς τραγουδάει, ο άλλος κάνει θέατρο. Νομίζω ότι το θεωρούν απολύτως φυσικό, τα ζόρια είναι στην εφηβεία, όχι τώρα στις ηλικίες που είναι. Πιο πολύ απ΄όλα μ΄αρέσει να παίζω με τα εγγόνια μου.

Εχουν γονείς που ο καθένας με τον δικό του τρόπο τα στηρίζουν πάρα πολύ. Οπότε έρχεται σε μένα και στον Γιώργο (σ.σ. ο Γιώργος Νταλάρας), ο φυσικός ρόλος, ως παππούδες. Ο Γιώργος είναι πολύ καλός στα μαστορέματα, πιάνουν απίστευτα τα χέρια του και τα παιδιά είναι πολύ υπερήφανα. Εμένα με θεωρούν πιο ριψοκίνδυνο. Θα πάμε μαζί να μαζέψουμε και να καθαρίσουμε αχινούς, θα παλαίψουμε. Θέλω να κρατάω τον ρόλο του παππού και όχι του μπαμπά.

Η ευθύνη είναι πρώτα στους γονείς μετά στους παπούδες. Οσο τα παιδιά μεγαλώνουν με αγάπη και κανόνες, τόσο λιγότερα προβλήματα θα έχουν. Μαζί τους δεν διεκδικώ να είμαι περισσότερο γονιός απ΄ τους γονείς τους».