Κωνσταντίνα, πώς είναι η ζωή σε μία από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου;
Η Κωνσταντίνα δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ, προκειμένου να φύγει από την Ελλάδα. Η επιστήμη της Γλωσσολογίας δεν ήταν αρκετή για την ίδια. Κοιτάζοντας λίγο πιο μπροστά από ό,τι οι συμφοιτητές της ακολούθησε τη συμβουλή που της έδωσε ένας σημαντικός Γλωσσολόγος «να λερώσει τα χέρια της». Αποφάσισε να περάσει στη νευροβιολογία και όσα της συνέβησαν (και εξακολουθούν να της συμβαίνουν) σε μια από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου, θα τα θυμάται για πάντα.
Η απόφαση να φύγω από την Ελλάδα δεν ήταν δύσκολη. Και οι δύο μου γονείς ήταν πολύ τολμηροί στα νιάτα τους,- φεύγοντας πολύ νέοι για την Ιαπωνία-, και με είχαν γαλουχήσει με το σκεπτικό ότι μια αλλαγή περιβάλλοντος, παρά τις δυσκολίες, μόνο καλά έχει να αποφέρει.
Ήξερα ότι θέλω να πάω στην Ισπανία για διάφορους λόγους: αφ’ ενός την είχα επισκεφθεί για έξι μήνες κατά τη διάρκεια του Erasmus και μου είχε ταιριάξει πολύ, μιλούσα τη γλώσσα και, αφ’ ετέρου, εκεί, θα μπορούσα να συνεχίσω να καλλιεργούμαι σε μια τέχνη που αγαπώ, το φλαμένκο.
Έτσι έκανα αίτηση σε ένα και μόνο μεταπτυχιακό, σχετικά με τη Γλώσσα και τη Γνωσιακή Επιστήμη, στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, όπου έγινα δεκτή. Δεν ήξερα κανέναν στη Βαρκελώνη, κι ούτε την είχα ξαναεπισκεφθεί, αλλά σύντομα έκανα φίλους, καλούς φίλους που έχω μέχρι τώρα, τέσσερα χρόνια μετά.
Δεν ένιωσα κάποιο σοκ αλλαγής περιβάλλοντος ως προς την καθημερινή ζωή. Το κλίμα είναι ήπιο, σαν της Αθήνας σχεδόν, λίγο πιο ζεστό τον χειμώνα. Η παραλία βρίσκεται 10 λεπτά περπατώντας από το κέντρο, κάτι που δίνει σε αυτή την πόλη μια υβριδική μορφή «μεγαλούπολης» και «εαρινού θερέτρου». Η κουλτούρα της νεολαίας μοιάζει με αυτή των Ελλήνων σε κάποια γενικά χαρακτηριστικά.
Σε θέματα οργάνωσης πάσης φύσεως, από τη γραμματεία του πανεπιστημίου, μέχρι το πώς διοργανώνεται ένα φεστιβάλ, το πόσο καθαροί είναι οι δρόμοι κτλ., το επίπεδο είναι καλύτερο από την Ελλάδα
Αλλά τους ανθρώπους που γνώρισα εδώ τους βρήκα πιο άμεσους, πιο ειλικρινείς και λιγότερο καχύποπτους· μοιράζονται τα προβλήματά τους πιο εύκολα και μιλάνε για τα ελαττώματά τους ανοιχτά χωρίς να κρύβονται, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν καλά.
Υπάρχει, επίσης, μεγαλύτερη επίγνωση και δραστηριοποίηση σχετικά με θέματα διακρίσεων. Με ευχάριστη έκπληξη ακούω άντρες και γυναίκες να επιπλήττουν κάποιον φίλο τους άμεσα αν μιλάει σε κάποια κοπέλα με τρόπο υποτιμητικό λόγω του φύλου της, για παράδειγμα. Δεν λέω ότι αυτό δεν έχω δει να γίνεται ποτέ στην Ελλάδα, αλλά νομίζω ότι το συναντώ λιγότερο συχνά. Και φυσικά όσα λέω είναι τα όσα υποπίπτουν στην αντίληψη και εμπειρία μου, χωρίς να καθιστώ την εμπειρία μου κανόνα.
Σε θέματα οργάνωσης πάσης φύσεως, από τη γραμματεία του πανεπιστημίου, μέχρι το πώς διοργανώνεται ένα φεστιβάλ, το πόσο καθαροί είναι οι δρόμοι κτλ., το επίπεδο είναι καλύτερο από την Ελλάδα, όχι τέλειο, αλλά αρκετά καλύτερο. Εκεί που, όντως, ένιωσα έντονη αλλαγή ήταν στο ακαδημαϊκό κομμάτι.
Οι προπτυχιακές μου σπουδές ήταν στην επιστήμη της Γλωσσολογίας και πίστευα ότι στη Βαρκελώνη θα διδασκόμουν έναν τρόπο πιο διεπιστημονικό για να μελετήσω τι είναι γλώσσα και τι συμβαίνει στους ανθρώπους που χάνουν, εν μέρει ή τελείως, τη γλωσσική τους ικανότητα.
Ήδη από τον πρώτο μήνα του μεταπτυχιακού συνειδητοποίησα ότι όσα μάς είχαν διδάξει στο Πανεπιστήμιο (ΕΚΠΑ) στο τμήμα Γλωσσολογίας ήταν ένα πολύ μικρό αλλά και πλέον απαρχαιωμένο τμήμα της γλωσσικής επιστήμης. Ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουν γίνει πολλές μελέτες, στο επίπεδο της νευροβιολογίας της γλώσσας, που καταρρίπτουν τις παλιές γλωσσολογικές θεωρίες, και ότι πλέον υπάρχουν τρόποι να βρούμε τι όντως οδήγησε στην εξέλιξη του ανθρώπινου λόγου, χωρίς να θεωρητικολογούμε μόνο.
Ένας καθηγητής που γνώρισα εκεί (Cedric Boeckx) ήταν καθοριστικός παράγοντας για να αποφασίσω να αλλάξω πορεία και να ασχοληθώ πλέον με τη γενετική και τη νευροεπιστήμη. Βέβαια, αυτό, συνεπαγόταν πολλές θυσίες και στροφή πολλών μοιρών. Σήμαινε εξαντλητικό διάβασμα σε όλους τους κλάδους της Βιολογίας, συνεχή ενημέρωση, επισκέψεις σε εργαστήρια και παρακολούθηση συνεδρίων, εν μέσω μιας περιόδου (μεταπτυχιακού) στην οποία οι απαιτήσεις ήταν, έτσι κι αλλιώς, πολλές. Σε ένα από αυτά τα συνέδρια γνώρισα έναν κορυφαίο νευροεπιστήμονα των Πανεπιστημίου του Duke και Rockefeller, τον Erich Jarvis.
Ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν στην υπόθεση εργασίας του διδακτορικού μου και μού έδωσαν την ευκαιρία να επισκεφθώ το εργαστήριό τους και να μάθω να κάνω πλέον τα δικά μου πειράματα. Έτσι, πέρασα σχεδόν έναν χρόνο στην Αμερική, πρώτα στην Βόρεια Καρολίνα και μετά στη Νέα Υόρκη. Εκεί βέβαια τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, οι ρυθμοί εξαντλητικοί. Οι περισσότεροι επιστήμονες δεν ξεκουράζονταν ούτε τα Σαββατοκύριακα, κάτι για το οποίο δεν επιβραβεύονταν με κανέναν τρόπο· ήταν κάτι το οποίο αναμενόταν ότι θα το έκανε ο καθένας.
Όπως μου είχε πει ο -επίσης πρώην γλωσσολόγος, και πλέον νευροεπιστήμων- David Poeppel: «You should get your hands dirty!». Και αυτό έκανα.
Η ζωή κάθε άλλο παρά χαλαρή ήταν και ο κόσμος αρκετά διαφορετικός: αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το ότι η αξία του κάθε ανθρώπου ήταν τρόπον τινά η υποτείνουσα του επαγγέλματος που είχε διαλέξει και του πόσο επιτυχημένος ήταν σε αυτό.
Με άλλα λόγια, ένιωθα ότι ο κόσμος σε εκτιμούσε για το επάγγελμά σου, ακόμη και σε κοινωνικό επίπεδο, και όχι για τα ενδιαφέροντά σου, για την ποιότητά σου ως άνθρωπος. Βέβαια, υπήρχαν και φαεινές εξαιρέσεις και ένιωσα πολύ τυχερή που τις βρήκα.
Αν θα μπορούσα να αναφέρω μια διαφορά μεταξύ Βόρειας Καρολίνας και Νέας Υόρκης, θα ήταν η έντονη θρησκευτικότητα και συντηρητισμός της πρώτης, αλλά και η αξιοσημείωτη οργάνωσή της γύρω από θέματα ενσωμάτωσης ανθρώπων με ειδικές ικανότητες. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ανθρώπους με σύνδρομο Down να είναι πλήρως ενσωματωμένοι σε παραπάνω από μια από τις παρέες που έκανα, μια φωτεινή ηλιαχτίδα στο κατά τα άλλα πιεστικό κλίμα της Αμερικής.
Ως προς τη μετάβαση από γλωσσολόγο σε νευροβιολόγο, υπήρχαν σαφώς πολλές δυσκολίες, αλλά κάποια πρώτα θετικά αποτελέσματα και οι πρώτες αντιδράσεις επιστημόνων, όταν παρουσίασα τις μελέτες μου στο μεγαλύτερο συνέδριο του επιστημονικού κόσμου στη Καλιφόρνια (40.000 άτομα), με γέμιζαν με ενθουσιασμό και υπομονή. Παραδόξως, ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί γενετιστές μoύ τόνιζαν πόσο σημαντικό είναι το εγχείρημα που κάνω, δηλαδή το ότι δοκιμάζω να γεφυρώσω τα χάσματα των επιστημών όχι απλώς θεωρητικά, αλλά μπαίνοντας στο εργαστήριο ως νευροβιολόγος. Όπως μου είχε πει ο -επίσης πρώην γλωσσολόγος, και πλέον νευροεπιστήμων- David Poeppel: «You should get your hands dirty!». Και αυτό έκανα.
Μια άλλη, εξίσου σημαντική για εμένα, πνευματική συνεισφορά του καθηγητή Jarvis ήταν η συνειδητοποίηση των ανισοτήτων στην επιστημονική κοινότητα (φυλετικών -φυλών και φύλου-, κοινωνικών) και του πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τις υποεκπροσωπούμενες μειοψηφίες στην επιστήμη. Στη δεύτερή μου επίσκεψη στην Αμερική δεν είχα μόνο την ιδιότητα της ερευνήτριας, αλλά ήμουν και υπότροφος του ισπανικού Υπουργείου Παιδείας για την υπεράσπιση υποεκπροσωπούμενων μειοψηφιών στην επιστήμη. Η οργάνωση των Αμερικανικών Πανεπιστημίων γύρω από αυτά τα ζητήματα είναι παράδειγμα προς μίμηση και νιώθω ότι κατά τη διαμονή μου έλαβα πολλά διδάγματα μέσα από σχετικές δραστηριότητες.
Τώρα ξανά στη Βαρκελώνη, στην τελική ευθεία για το διδακτορικό με πολλή δουλειά, αλλά και περιτριγυρισμένη από αγαπημένα άτομα, πολλές διαφορετικές δραστηριότητες, πολύ φλαμένκο, αλλά και ποίηση.
Ίσως αυτός να είναι ένας από τους πιο δυνατούς συνδετικούς κρίκους με την Ελλάδα πέρα από την οικογένεια και τους φίλους: οι κριτικές μου για ποιητικά βιβλία στον ελεύθερό μου χρόνο, κάτι που είχα αρχίσει ήδη από τα προπτυχιακά χρόνια. Νόμιζα ότι οι ποιητές και οι εκδοτικοί οίκοι δεν θα μου έστελναν πια τις συλλογές τους, και μόνο επειδή ήμουν εκτός Ελλάδας. Αλλά κάθε δεκαπενθήμερο, πρέπει να πάω στο ταχυδρομείο να λάβω όσα μου στέλνουν. Αυτή είναι η πιο ελληνική στιγμή μου εδώ στη Βαρκελώνη, αμιγώς ποιητική, πέρα από το ελληνικό φαγητό, που δεν μου λείπει τόσο, αφ’ ενός γιατί το μαγειρεύω και αφ’ ετέρου γιατί έχουμε πολύ καλά ελληνικά εστιατόρια.
Αν θα ήθελα να μείνει κάτι ως συμβουλή από τα στιγμιότυπα αυτά που μοιράστηκα, για τα νέα παιδιά (και όχι μόνο), θα ήταν να μην επαναπαύονται και να ξαναρχίζουν από το μηδέν, να πιστεύουν στον εαυτό τους και να είναι θετικοί ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές.