Η χώρα «πεθαίνει»: Κι εγώ δεν θέλω να κάνω παιδιά...
Δεν κάνουμε πια παιδιά -κάνουμε όλο και λιγότερα. Κι αν εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να αποφασίσουμε για τις γεννήσεις, δυστυχώς, είμαστε και οι μόνοι που δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για τους θανάτους.
Γι΄αυτό και η χώρα, η δική μας χώρα, μέσα στην κρίση και τα προβλήματα, μέσα στην ανασφάλεια και την ανεργία, βλέπει τον πληθυσμό της να μειώνεται συστηματικά.
Αλλά οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και οι επιπτώσεις τους, κι ας μην το καταλαβαίνουμε άμεσα, δραματικές
Μέσα στο 2017 έφυγαν από τη ζωή περίπου σαράντα χιλιάδες άνθρωποι περισσότεροι από εκείνους που ήρθαν. Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, της γνωστής ΕΛΣΤΑΤ (δόθηκαν στη δημοσιότητα προχθές, 1η Οκτωβρίου 2018) δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας: Οι 88.554 γεννήσεις δεν «αντικατέστησαν» τους 124.501 θανάτους. Και σύμφωνα με τις αναλύσεις των ειδικών το φαινόμενο φυσικά και δεν είναι καινούργιο. Κάθε χρόνο μειώνονται οι αριθμοί στα παιδιά που γεννιούνται ενώ αυξάνονται οι αριθμοί στους θανάτους.
Μπορεί να ακούγεται λογικό, αλλά αν σκεφτεί κανείς την προβολή του φαινομένου στο μέλλον, τότε θα αντιληφθεί ότι η υπογεννητικότητα ισοδυναμεί με το τέλος μιας χώρας. Φαντάζομαι ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να το λύσει ο καθένας μόνος του: Αντε να πεις σε ένα ζευγάρι που τα βγάζει πέρα πολύ δύσκολα, και να το πείσεις να αναλάβει την ευθύνη ενός παιδιού. Να αναλάβει το μεγάλωμά του, την μόρφωσή του, την οικομομική του στήριξη μέχρι να αυτονομηθεί. Κι άντε να προσπαθήσεις να επηρεάσει μια οικογένεια με ένα παιδί να κάνει κι άλλα.
Αλλά οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και οι επιπτώσεις τους, κι ας μην το καταλαβαίνουμε άμεσα, δραματικές.
Κι εγώ τι να κάνω; Η απάντηση δεν είναι απλή και σίγουρα η ευθύνη δεν είναι (μόνον) δική μας. Η χώρα «πεθαίνει» γιατί δεν στηρίζει την δημιουργία οικογένειας -με τέτοιες κοινωνικές παροχές που θα αποτελούσαν κίνητρο για την απόκτηση παιδιού ή τουλάχιστον δεν θα ήταν ανασταλτικός παράγοντας. Δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο.