«Ποιος θέλει για μάνα του, την Mamma Mia;»
Η Μέριλ Στριπ τραγουδά, κοιτώντας στα μάτια τον Πιρς Μπρόσναν το επικό πλέον «The winner takes it all», φορώντας την κόκκινη πασμίνα πάνω από το εμπριμέ της φόρεμα.
Η θάλασσα και τα βράχια ολοκληρώνουν το σκηνικό της πιο ωραίας ίσως σκηνής του «Mamma Mia» (1), όταν το ελληνικό τοπίο και ο μεγάλος (αδιέξοδος, ως εκείνη τη στιγμή) έρωτας γίνονται ένα...
Εκτοτε η Ντόνα, αυτή η πληθωρική, λίγο «τρελή» και πολύ αγαπησιάρα γυναίκα, έχει γίνει ένα είδος προτύπου: Ελεύθερη, ανεξάρτητη, ερωτεύεται και την ερωτεύονται, ξέρει να είναι πιστή φίλη και, εκφράζει ένα άλλο μοντέλο μάνας...
Για να το σκεφτούμε λίγο αυτό: Εχει μια κόρη, αλλά δεν της έχει αποκαλύψει ποιος είναι ο πατέρας της. Γι΄αυτό και καλεί τους υποψήφιους «μπαμπάδες» να την γνωρίσουν, ώστε κάποια στιγμή, ίσως, αποφασίσει να μοιραστεί το μυστικό της.
Η Ντόνα δεν κινείται εντός κανενός οικογενειακού προτύπου, δεν υποστηρίζει καμία συντηρητική άποψη, αφήνεται στα πάθη της.
Θυμίζει μια άλλη γυναίκα (αντί)«πρότυπο», σε άλλες εποχές και με άλλες αναφορές: Την Φιλουμένα Μαρτουράνο (την ηρωίδα του ομώνυμου θεατρικού έργου του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο που έκανε ταινία ο Βιτόριο Ντε Σίκα) που έχει τρεις γιους, από τρεις διαφορετικούς άντρες. Αλλά αρνείται να αποκαλύψει στον μεγάλο της έρωτα και τελικά σύζυγό της, τον Ντομένικο Σοριάνο, ποιος από τους τρεις είναι δικός του, για να δώσει σε όλους το όνομά του, να τους αγαπάει το ίδιο, χωρίς διαχωρισμούς...
Αλήθεια, ποιος θα ήθελε για μάνα του στη ζωή την Mamma Mia (ή τη Φιλουμένα);
Ποιος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με τόση χαρά και τραγούδια μια τέτοια πραγματικότητα; Και σε πόσους ψυχολόγους θα είχαν πάει το παιδί για να επουλώσει τα τραύματα «αγνώστου πατρός»;
Ευτυχώς όμως υπάρχει η τέχνη. Γιατί με το σινεμά ή το θέατρο βλέπουμε κάποιες άλλες πτυχές της ζωής, που, γιατί όχι, να μπορέσουμε κι εμείς να εφαρμόσουμε.
Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ανατροπή...