Φωτογραφία: Pexels/Leah Kelley

Γιατί σταματήσαμε να διαβάζουμε;

Η αλλαγή ήρθε αργά, σχεδόν ύπουλα. Αλλά τώρα πια τη βλέπεις παντού.

Τoυς βλέπεις παντού -στο μετρό ή στα άλλα ΜΜΜ πιο συχνά. Χιλιάδες ανθρώπους σκυμμένους πάνω στα κινητά τους, που σκρολάρουν εντατικά τους λογαριασμούς τους στα social media. Που παίζουν παιχνίδια ή τσεκάρουν τα mails, τα μηνύματά τους, τις ειδοποιήσεις στο messenger, τις φωτογραφίες, τα insta-stories τους -έντρομοι σχεδόν μήπως ο άδειος, «ελεύθερος» χρόνος της μετακίνησης, τους αφήσει ένα λεπτό μονάχους με τις σκέψεις τους.

Το ίδιο και στις παραλίες. Που και που (αραιότερα απ’ότι στο παρελθόν) κάνουν την εμφάνισή τους στις ξαπλώστρες βιβλία και περιοδικά. Σπανιότατα, εφημερίδες -ούτε καν τις Κυριακές. Τabloids, εννοείται. Το μικρότερο σχήμα, ευνοεί τα μικρότερα κείμενα, τις μεγάλες φωτογραφίες -ποιός έχει χρόνο για περισπούδαστες, μακροσκελείς αναλύσεις;

Το παρατηρώ και στον εαυτό μου. Παλιότερα, τα βιβλία ήταν για μένα ένας βυθός -μπορούσα να χάνομαι εκεί μέσα, στο ερμητικά κλειστό τους σύμπαν που έκλεινε όλο τον άλλο κόσμο απέξω. Τώρα, νιώθω πως δυσκολεύομαι να «βουτήξω» σε ένα δυσνόητο κείμενο για πολλή ώρα. Καμιά φορά «πηδάω» τις προτάσεις ή τις πιο φλύαρες παραγράφους, φυλλομετρώ τις σελίδες μέχρι το τέλος του κεφαλαίου ή απλά «σκανάρω» ένα απόσπασμα για να γυρίσω αργότερα και να το επεξεργαστώ καλύτερα.

Πιάνω τον εαυτό μου να εκνευρίζεται και να βιάζεται να προσπεράσει τα κομμάτια «δίχως δράση», (σ.σ. τίποτα άξιο, για like εδώ, ή για comment), o χρόνος, αχ ο χρόνος με πιέζει πολύ. Συχνά, αφήνω καλά βιβλία, που αγόρασα με πολύ ενθουσιασμό να στοιβάζονται στο κομοδίνο -προτιμώ, ένα «κοινωνικό» μισάωρο στο Instagram ή το γρήγορο, «ανακουφιστικό», απροβλημάτιστο binge-watching μιας σειράς στο Netflix. Σταδιακά, χωρίς να το θέλω, νομίζω πως ξεχνάω πώς να διαβάζω καλά. Αργά, μεθοδικά. Με υπομονή.

Ο τρόπος που οι οθόνες και τα εθιστικά social media, μας απομακρύνουν από το συστηματικό διάβασμα κατανόησης, είναι αντικείμενο μεγάλου προβληματισμού -ιδίως μεταξύ των νευροφυσιολόγων και των επιστημόνων που ασχολούνται με τη διαδικασία της μάθησης. Μάλιστα, το φαινόμενο -λένε- δεν αφορά μόνο τους νέους αναγνώστες. Επηρεάζει το ίδιο και τους παλιούς. Διότι, αν και οι βασικές εγκεφαλικές μας δομές δεν μεταβάλλονται δραματικά στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας, δεν ισχύει το ίδιο και για τις μεταξύ τους συνδέσεις (συνάψεις), που αναδιοργανώνονται διαρκώς για να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες. Ο ίδιος ο πρώην CEO της Google, ο «πολύς» Eric Schmidt, έχει πει το ίδιο πράγμα με απλούστερα λόγια: «Ανησυχώ πώς το επίπεδο της διάσπασης, της πλημμυρίδας και της διαρκούς ροής των πληροφοριών επηρεάζει τη γνωστική μας λειτουργία, Νομίζω πως επηρεάζει την βαθύτερή μας σκέψη. Ακόμα πιστεύω πως το να καθίσεις και να διαβάσεις ένα βιβλίο είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις κάτι. Ανησυχώ μήπως το χάνουμε αυτό…»

Κι εγώ ανησυχώ. Στους καυγάδες μου, με τον γιό μου, που στα 16 του, βρίσκει όλα τα βιβλία λίγο-πολύ πληκτικά, («Στο κάτω κάτω», επιχειρηματολογεί, «ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για να διαβάζει. Αλλιώς δεν θα το έκανε μόνο τα 5.000 τελευταία χρόνια της εξέλιξής του…»), προσπαθώ σκληρά να υπερασπιστώ τα καλά της ανάγνωσης: τη χαλάρωση, τη χαρά, το ταξίδι, τη γνώση, τη συγκίνηση. «Στο κάτω κάτω», επιχειρηματολογώ «καμιά διασκέδαση δεν είναι τόσο φτηνή όσο το διάβασμα και καμιά απόλαυση δεν διαρκεί περισσότερο». Νομίζω πως αυτό το διάβασα κάπου στο Facebook. Kαι σίγουρα έκανα like.