«Nεκρανασταίνουν» τους stars όταν γεράσουν -Τάση των καιρών ή «εξαργύρωση» της νοσταλγίας;
Υποθέτω πως έχει να κάνει με την κρίση. Και με τα περιορισμένα budgets. Και -οπωσδήποτε- με την ανάγκη των θεατρικών παραγωγών (συγγραφέων, σκηνοθετών, ηθοποιών κ.λπ), να επιλέγουν θεάματα «ξώχαρα» («κάτι για να γελάσει ο κόσμος βρε παιδί μου», λες και η ψυχ-αγωγία δια της τέχνης, δεν μπορεί να είναι συγκινητική, ουσιαστική ή συναισθηματικά περίπλοκη….), που «θα φέρουν πίσω τα λεφτά τους».
Έτσι κάπως ξεκίνησε και -πλέον- «μεσουρανεί» το θεατρικό trend των musicals, που στην πιο πρόσφατη εκδοχή του, ψάχνει «θησαυρούς» στη λιμνούλα με τα δαλιανίδεια κινηματογραφικά έπη, ή σε έναν υβριδικό συνδυασμό παλιάς, κλασικής ελληνικής κωμωδίας μετ’ασμάτων -προφανώς επειδή η Ελλάδα δεν έχει παράδοση στο συγκεκριμένο θεατρικό είδος ή επειδή δεν μπορούν όλοι να παίξουν «Cabaret» ή «Chicago».
Σαν να πατάς το κουμπί για μια ταχεία, ανακουφιστική επιστροφή στα «χρόνια της αθωότητας»
Το «Γοργόνες και Μάγκες» ήταν η αρχή. Ακολουθεί, τον επόμενο χειμώνα το «Μαριχουάνα Στοπ», που φιλοδοξεί να ανεβάσει πάνω στην σκηνή τον Τόλη Βοσκόπουλο και την Μαρία Ιωαννίδου, στους ίδιους ακριβώς ρόλους, που ερμήνευαν, προ πεντηκονταετίας (ήμαρτον!). Ο «Φίλος μου ο Λευτεράκης» κάνει ήδη καριέρα στις θερινές σκηνές, ενώ, προς το παρόν, τη συζήτηση στα πηγαδάκια μονοπωλεί το νέο, θεατρικό ανέβασμα, του «Χτυποκάρδια στο θρανίο» και το αμφιλεγόμενο κάστινγκ του. Κι έτσι, κάπως, σε ένα κόσμο που είναι σταρ η Ariana, η Kendal και η Gigi, εμείς εδώ αναρωτιόμαστε αν η Κατερίνα Γερονικολού θα είναι «καλή Βουγιουκλάκη»…
Όλο αυτό είναι λίγο παράξενο, όσο παράξενο είναι, υποθέτω, και το γεγονός, ότι 20 και βάλε χρόνια μετά το θάνατό της, οτιδήποτε αφορά την Αλίκη (οι έρωτες, τα μυστικά της ομορφιάς της, άγνωστα, ανέκδοτα περιστατικά της ζωής της κ.λπ) εξακολουθεί να «πουλάει» σαν ζεστό ψωμί.
Η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, η Λάσκαρη είναι «ωσεί παρόντες» στο σήμερα, ζωντανοί, ολοζώντανοι ακριβώς όπως ο Κώστας Βουτσάς και η Μάρω Κοντού (οι οποίοι, όπως λέγεται θα παίξουν επίσης στα «Χτυποκάρδια»), κι όλα τα μέλη της dream team του «παλιού, καλού ελληνικού σινεμά». Πρόσωπα λατρεμένα, που και η εμφάνισή τους μόνο στην σκηνή, αρκεί για να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της νοσταλγίας μας -σαν να πατάς το κουμπί για μια ταχεία, ανακουφιστική επιστροφή στα «χρόνια της αθωότητας».
Κανείς δεν λέει, βέβαια, πως οι παλιοί ηθοποιοί του σινεμά δεν θα έπρεπε να παίζουν στο θέατρο. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν, πια, νομίζεις πως οι αγαπημένοι, γερασμένοι stars «επιστρατεύονται» κυρίως ως δόλωμα, προς άγραν θεατών, και οι νεότεροι ως μέρος της ίντριγκας της «διαδοχής» τους. (Η Ζέτα Δούκα έπαιξε πιστά τη Χρονοπούλου; Ο Τζιόβας θα θυμίζει τον Παπαμιχαήλ; Η Ντορέττα ή η Κομμάτα θα φέρει στη σκηνή τον «αέρα» της Ζωής;).
Από την άλλη, καλός και ο ρόλος του Γυμνασιάρχη -«βεβαίως βεβαίως», όμως ποιος δεν θα ήθελε να δει Κώστα Βουτσά, σε πιο κλασικό ρεπερτόριο, σε κωμωδίες αιώνιες ή ακόμα και σε μοντέρνα δράματα, που θα του επέτρεπαν να ξεδιπλώσει το αστραφτερό ταλέντο του; Στους ρόλους που στερήθηκε και που του αξίζουν; Ας είναι.
Προς το παρόν, θα μείνουμε με «πεταλούδες κόκκινες, κίτρινες, πράσινες…»