Μεγάλοι έρωτες στην οθόνη και στη ζωή -Οι ιστορίες πάθους 4 θρυλικών ζευγαριών | 0 bovary.gr

Μεγάλοι έρωτες στην οθόνη και στη ζωή -Οι ιστορίες πάθους 4 θρυλικών ζευγαριών

Υπήρξαν μεγάλοι σταρ και σπουδαίοι ηθοποιοί. Οι ερμηνείες τους τους έχουν χαρίσει μια θέση στην αθανασία. Δεν είναι όμως μόνο το καλλιτεχνικό τους έργο που απασχόλησε το κοινό, αλλά και η προσωπική τους ζωή που μοιάζει με παραμύθι.

Οι μεγάλοι έρωτες της βιομηχανίας του Χόλιγουντ συχνά αποτυπώθηκαν και στην οθόνη, αφού οι περισσότεροι από αυτούς γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια γυρισμάτων. Φυσικά το καλλιτεχνικό σύστημα δεν θα τις άφηνε ανεκμετάλλευτες. Πίσω όμως από το μύθο, κρύβονται ανθρωπινές ιστορίες, συγκινητικές και ακραίες, που αξίζουν την προσοχή μας.

  • Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον

Υπήρξαν ίσως το πιο θρυλικό ζευγάρι της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χόλυγουντ, αφού η θυελλώδης ιστορία τους απασχόλησε τον Τύπο πολλές φορές, ακόμα και μετά το θάνατό τους. Παντρεύτηκαν και χώρισαν δυο φορές, οι αμέτρητοι καβγάδες τους έγιναν αντικείμενο σχολιασμού, όμως αυτό που παραμένει σίγουρο είναι ότι οι δυο τους ερωτεύτηκαν με πάθος και τελικά κατάφεραν να αγαπήσουν βαθιά και ειλικρινά ο ένας τον άλλον, με μια αγάπη που κράτησε ως το τέλος.

Γνωρίστηκαν το 1963 στα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας». Και οι δυο ήταν παντρεμένοι: η καλόκαρδη Ελίζαμπεθ με τον Έντι Φίσερ ( τον 4ο συζύγό της), τον οποίο είχε κλέψει από την Ντέπι Ρέινολντς, προκαλώντας μέχρι και την οργή του Βατικανού, ο δε Μπάρτον με την ηθοποιό και παραγωγό Σίμπιλ Γουίλιαμς . Από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, η Τέιλορ αισθάνθηκε ότι είχαν χημεία. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, πράγμα που δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από το συνεργείο. Μάλιστα σε μια ερωτική σκηνή, οι δυο τους συνέχισαν να φιλιούνται με πάθος, παρόλο που ο σκηνοθέτης είχε φωνάξει «cut».

Παντρεύτηκαν για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1964. Το διάσημο ζευγάρι αποτελούσε χρυσορυχείο γα το Χόλυγουντ, γι’ αυτό και έπαιξαν μαζί σε πολλές ταινίες. Αν και οι δυο ήταν μεγάλα ονόματα , ο θρύλος της ακαταμάχητης Τέιλορ ήταν ανυπέρβλητος, γεγονός που πάντα παραδεχόταν μεγαλόκαρδα ο Μπάρτον. Ο ίδιος ήταν σκληρός και ακαταπόνητος εργάτης της υποκριτικής, δουλεύοντας συστηματικά και μέθοδο, όμως θαύμαζε το πηγαίο ταλέντο της Τέιλορ, που συχνά τον τυραννούσε με την έλλειψη πειθαρχίας της.
Έζησαν μια ζωή μέσα στη χλιδή, ξοδεύοντας απίστευτα ποσά σε πάρτι, πολυτέλειες και πανάκριβα δώρα, με αποκορύφωμα το περιβόητο διαμάντι που ο Μπάρτον χάρισε στην καλή του αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων.

Όμως ο αλκοολισμός και οι καβγάδες τους που συχνά έφταναν ακόμα και σε ξυλοδαρμούς, τους οδήγησαν δέκα χρόνια αργότερα στο διαζύγιο. Η αφορμή δόθηκε όταν ο Μπάρτον αποδείχτηκε άπιστος, γεγονός που δεν το άντεξε η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της Τέιλορ. Το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ Άλμπι, στο οποίο υποδύθηκαν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι , θεωρείται ότι περιγράφει με ακρίβεια την ταραγμένη σχέση τους, ενώ οι κακές γλώσσες λένε ότι στη συγκεκριμένη ταινία δεν έκαναν τίποτα άλλο πέρα από το να υποδυθούν τους εαυτούς τους.

Έκτοτε συνέχισαν τις ζωές τους με διαφορετικούς συντρόφους, όμως δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλον. Το καλοκαίρι το 1975 βρέθηκαν για να τακτοποιήσουν τις οικονομικές τους διαφορές. Στη συνάντηση αυτή κατέληξαν να κλαίνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Ξαναπαντρεύτηκαν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς σε ένα σαφάρι στην Μποτσουάνα. Η γαμήλια ευτυχία τους κράτησε μόλις δυο εβδομάδες. Αμέσως άρχισαν πάλι να τσακώνονται και κατέληξαν να κοιμούνται σε χωριστές κρεβατοκάμαρες, αν και ο ίδιος ο Μπάρτον έχει αποκαλύψει στα ημερολόγιά του πως η σεξουαλική τους ζωή ήταν παραπάνω από υπέροχη.

Φαίνεται όμως πως αυτό δεν ήταν αρκετό, γιατί σύντομα έκανε σχέση με την Σούζυ Χαντ, την οποία και παντρεύτηκε μετά το δεύτερο διαζύγιό του με την Τέιλορ τον Ιούλιο του 1976.
Παρά τις φήμες, οι δυο τους παρέμειναν πολύ καλοί φίλοι. Για τον Μπάρτον αρκούσε μόνο να μάθει ότι η αγαπημένη του Ελίζαμπεθ δεν ήταν καλά για να τρέξει κοντά της, ενώ εκείνη πάντα τον υποστήριζε και τον βοηθούσε . Το 1982 συνεργάστηκαν μαζί στο θέατρο για μια ακόμα τελευταία φορά. Έπαιξαν τις « Ιδιωτικές ζωές» του Νόελ Κάουαρντ. Το ισχυρό όνομα της Τέιλορ γέμιζε ασφυκτικά το θέατρο κάθε βράδυ, όμως η κυκλοθυμική συμπεριφορά του Μπάρτον την έκανε να αποχωρήσει για μερικές μέρες, προκαλώντας οικονομική καταστροφή. Τελικά επέστρεψε στην παράσταση, ο Μπάρτον παραδέχτηκε όλα τα λάθη του και οι δυο τους πέρασαν μαζί τα 50α της γενέθλια.

Αν και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι θα κατέληγαν και σε τρίτο γάμο, εκείνοι διέψευσαν όλα τα σενάρια. Παρέμειναν παθιασμένοι ο ένας για τον άλλον μέχρι τέλους, αλλά ποτέ δεν επιχείρησαν να είναι μαζί, ξέροντας πως οι δυο τους είναι εκρηκτικοί μηχανισμοί έτοιμοι να ανατιναχτούν. Ίσως επειδή αγαπιούνταν τόσο πολύ, όπως έλεγε και η ίδια η Τέιλορ,. Πάντως ο Μπάρτον στο ημερολόγιό του είχε εξομολογηθεί ότι : «Έχω υπάρξει ασυνήθιστα τυχερός στη ζωή μου αλλά η μεγαλύτερη τύχη απ' όλες ήταν η Ελίζαμπεθ. (…) Είναι η μόνη που μπορεί να ανεχτεί τις ανεπάρκειές μου και τα μεθύσια μου, είναι ένας πόνος στο στομάχι όταν βρίσκομαι μακριά της και με αγαπάει».

  • Χάμφρεï Μπόγκαρτ και Λορίν Μπακόλ

Όταν ο σκληρός Μπόγκι συνάντησε την κατά 25 χρόνια νεότερή του Λορίν Μπακόλ στα γυρίσματα της ταινίας «To have or to have not» ( 1944) την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Εκείνη ήταν μόλις 19 χρονών και ξεκινούσε την καριέρα της στον κινηματογράφο , εκείνος μεγάλος σταρ και ήδη παντρεμένος. Μια μέρα η μικρή Λορίν του είπε: ««Ξέρεις να σφυρίζεις; Απλώς ενώνεις τα χείλια σου και φυσάς». Ο Μπόγκαρτ ενθουσιάστηκε με την αθωότητά και τον αυθορμητισμό της. Στη διάρκεια των γυρισμάτων η σχέση τους δεν μπορούσε να μείνει κρυφή, καθώς πολλές φορές το παράνομο ζευγάρι εξαφανιζόταν στο τροχόσπιτο του Μπόγκαρτ. Παρόλα αυτά κανείς δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτό το ειδύλλιο.

Ένα χρόνο αργότερα και αφού ο Μπόγκαρτ πήρε διαζύγιο, παντρεύτηκε την νεαρή καλλονή, βάζοντας ένα τέλος στις φήμες. Μάλιστα λέγεται ότι κατά την διάρκεια της τελετής, ο σκληρός του Χόλυγουντ δάκρυσε από τη συγκίνηση.

Έκτοτε η καριέρα της Μπακόλ, που είχε αρχίσει με τις καλύτερες προδιαγραφές, μπήκε σε δεύτερη μοίρα. Το βαρύ όνομα του Μπόγκαρτ την επισκίαζε. Η ίδια είχε εξομολογηθεί ότι οι σκηνοθέτες την σκέπτονταν πάντα ως γυναίκα του Χάμφρεϊ , αλλά εκείνη συμβιβάστηκε με την ιδέα και ποτέ δεν έκανε κάτι για να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Γι’ αυτό δεν έκανε πολλές ταινίες, αν και σε τρεις από αυτές είχε πρωταγωνιστήσει δίπλα στον αγαπημένο της, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.

Η Μπακόλ περιέγραφε τη ζωή τους ως ένα συνεχόμενο μήνα του μέλιτος. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε απεριόριστα, ενώ εκείνος δεν της χαλούσε ποτέ κανένα χατίρι. Τις ελάχιστες φορές που μάλωναν, πάντα μετανιωμένος της ζητούσε συγνώμη κι έκανε τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη. Μάλιστα όταν εκείνη έμεινε έγκυος, ο Μπόγκαρτ θύμωσε μαζί της, γιατί ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και δεν επιθυμούσε να αποκτήσει άλλα παιδιά. Η Λορίν, αποφασισμένη να γίνει μητέρα, έπαψε να του μιλάει και τότε εκείνος με ένα απολογητικό γράμμα της εξέφρασε τις ανησυχίες του ότι δεν θα γινόταν καλός πατέρας. Τελικά, ο γιος τους γεννήθηκε το 1946 και τον ονόμασαν Στηβ , όπως λεγόταν και ο ήρωας που υποδύθηκε ο Μπόγκαρτ στην ταινία που γνωρίστηκαν.

Η αλήθεια είναι ότι η Λορίν Μπακόλ δεν υπήρξε πιστή στον σύζυγό της. Το γεγονός ότι παντρεύτηκε πολύ νέα της στέρησε τις εμπειρίες. Με τα χρόνια μάλιστα η διαφορά ηλικίας τους γινόταν ολοένα πιο εμφανής. Εκείνη ήθελε να διασκεδάζει και να απολαμβάνει την κοσμική ζωή, ενώ εκείνος πλέον είχε κουραστεί. Καταλάβαινε όμως ότι η νεαρή γυναίκα του είχε απωθημένα, γι’ αυτό πολλές φορές ανεχόταν τα περιστασιακά φλερτ της. Συνήθιζε μάλιστα να της λέει: ««Θα περάσεις καλά για ένα σαββατοκύριακο, αλλά όχι για μια ζωή».

Παρόλο που η άπιστη στην υπόθεση φαινόταν η Μπακόλ, το 1982 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της Βερίτα Τόμσον, η οποία υποστήριζε ότι υπήρξε η ερωμένη του ηθοποιού για 13 χρόνια. Η σχέση τους ξεκίνησε το 1942 και συνεχίστηκε ακόμα και όταν ο Μπόγκαρτ παντρεύτηκε την Μπακόλ, γεγονός που αποδεικνύει ότι και εκείνος είχε λερωμένη τη φωλιά του.
Παρόλα αυτά το ζευγάρι απέκτησε ακόμα μια κόρη και παρέμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του Μπόγκαρτ , που έφυγε από καρκίνο στις 14 Ιανουαρίου του 1957. Εκείνο το πρωινό η Μπακόλ ετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο. Λίγο πριν φύγει την κάλεσε δίπλα του και της είπε: « Αντίο μικρή». Όταν επέστρεψε, ο Μπόγκαρτ είχε πλέον πέσει σε κώμα.


Μετά το θάνατό του, η Μπακόλ έκανε μια σύντομη σχέση με τον Φρανκ Σινάτρα, που κατέληξε σε έναν ατυχή αρραβώνα , αφού ο γοητευτικός σταρ δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να φυλακιστεί σ’ έναν γάμο. Στη συνεχεία παντρεύτηκε τον ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρντς, αλλά χώρισαν το 1969 εξαιτίας του αλκοολισμού του. Τότε επέστρεψε στη μεγάλη της αγάπη, το θέατρο, ενώ έκανε και μερικές αξιομνημόνευτες ταινίες.

  • Λώρενς Ολίβιε-Βίβιαν Λι

Υπήρξαν αναμφίβολα δυο μεγάλα ονόματα της βρετανικής σκηνής που κατέκτησαν το λαμπερό κόσμο του Χόλυγουντ. Αγαπήθηκαν με πάθος και ο γάμος τους κράτησε είκοσι χρόνια. Οι τολμηρές επιστολές του Λάρυ, όπως η Λι αποκαλούσε τον σύζυγό της, προς εκείνη πρόσφατα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ερωτικής τους ζωής και σοκάροντας το κοινό με την ελευθεριότητα που ο Σερ Ολιβιέ απευθυνόταν στην αγαπημένη του.

Γνωρίστηκαν το 1936 σε κοινωνικό κύκλο. Και οι δύο τότε ήταν παντρεμένοι. Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς ξεκίνησε η μοιραία σχέση τους. Σίγουρα όμως διατηρούσαν επαφές, έστω και πλατωνικές. Μάλιστα ο Ολιβιέ είχε δει την Λι σε μια παράσταση, όπου πρωταγωνιστούσε, και εκφράστηκε πολύ θετικά για την υποκριτική της. Εκείνα τα χρόνια ακόμα η Λι δεν είχε καταξιωθεί ως ηθοποιός και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι είναι απλώς μια πολύ όμορφη γυναίκα και τίποτα παραπάνω. Η επιβεβαίωση από τον τάχιστα τότε ανερχόμενο Ολιβιέ σε συνδυασμό με την ακαταμάχητη γοητεία του δεν την άφησαν ασυγκίνητη.

Αργότερα οι δυο τους πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Fire Over England». Στα γυρίσματα η σπίθα που είχε ανάψει έγινε φωτιά, και οι φήμες οργίαζαν για το παράνομο ζευγάρι. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, εγκατέλειψαν αμφότεροι τις συζυγικές εστίες τους και μετακόμισαν μαζί.

Το 1939 ήταν μια χρόνια καθοριστική για τους δυο ηθοποιούς. Η Λι πρωταγωνίστησε στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» και έγινε η πρώτη Βρετανίδα ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ , ενώ ο Ολιβιέ με την συμμετοχή στα «Ανεμοδαρμένα ύψη» καταξιώθηκε στο Χόλυγουντ. Ήταν πλέον και οι δυο αδιαφιλονίκητα μεγάλοι σταρ.

Το 1940 τελικά παντρεύτηκαν σε μια τελετή που κράτησε μόλις τρία λεπτά με μάρτυρα την Κάθριν Χέπμπορν. Ο γάμος τους έγινε το πρώτο θέμα σε όλα τα έντυπα της εποχής. Οι δυο τους πρωταγωνίστησαν μαζί αρκετές φορές τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Όλοι έμοιαζαν να ζηλεύουν αυτό το λαμπερό ζευγάρι που κατακτούσε τη δόξα. Όμως η ταραγμένη ψυχική υγεία της Λι που έπασχε από διπολική διαταραχή, σε συνδυασμό με τα προβλήματα αλκοολισμού που παρουσίασε, οδηγούσαν συχνά σε μεγάλους τσακωμούς. Η ίδια δεν είχε καθόλου αυτοπεποίθηση και πάντα αμφισβητούσε το ταλέντο της. Ο Ολιβιέ φαίνεται πως της συμπαραστεκόταν και μάλιστα αρκετοί κριτικοί της εποχής τον είχαν κατηγορήσει ότι μειώνει τις ερμηνείες του, προκειμένου να μην επισκιάσει την γυναίκα του.

Η κατάσταση της Λι χειροτέρεψε μετά τα γυρίσματα της ταινίας « Λεωφορείο ο πόθος». Μπορεί ερμηνεύοντας την εύθραυστη Μπλανς Ντυμπουά να κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ της, όμως ο ψυχισμός της κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Συχνά ξεσπούσε σε κρίσεις, ούρλιαζε και βιαιοπραγούσε , ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που απατούσε τον σύντροφό της. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν νυμφομανής. Η αιτία της όλης κατάστασης ήταν η μανιοκατάθλιψη. Κι αν οι σημερινοί σταρ , όπως η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς μπορούν να μιλούν ανοιχτά για το πρόβλημά τους, εκείνη την εποχή η κοινωνία δεν ήταν τόσο ανεκτική, οπότε η Λη πάσχιζε να κρατήσει το μυστικό της επτασφράγιστο κι έτρεμε στην ιδέα ότι θα έρθει η μέρα που όλα θα αποκαλυφθούν.
Τελικά χώρισαν οριστικά το 1960. Εκείνος ξαναπαντρεύτηκε την ηθοποιό Τζόαν Πλοουράιτ. Η Λι μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τον εραστή της, τον ηθοποιό Τζακ Μέριβαλ, που γνώριζε για την κατάστασή της και τη φρόντιζε μέχρι το τέλος της ζωής της.

  • Ινγκριντ Μπέργκμαν - Ρομπέρτο Ροσελίνι

Η σχέση της Σουηδής ηθοποιού με τον Ιταλό σκηνοθέτη, που απασχόλησε μέχρι και το Κογκρέσο, ξεκίνησε με ένα γράμμα. Το 1949 και ενώ η Μπέργκμαν είχε καταξιωθεί στη βιομηχανία του θεάματος ως μεγάλη σταρ, έστειλε στον Ροσελίνι μια επιστολή ζητώντας του να την πάρει σε μια ταινία του. Συγκεκριμένα του είχε γράψει: «Αγαπητέ Ρομπέρτο, είδα τις ταινίες σου “Open City” και “Paisan” και μου άρεσαν πάρα πολύ. Αν χρειάζεσαι μία Σουηδή ηθοποιό που μιλάει πολύ καλά αγγλικά, δεν έχει ξεχάσει τα γερμανικά της, δεν είναι πολύ κατανοητή στα γαλλικά και στα ιταλικά ξέρει μόνο να λέει “ti amo”, είμαι έτοιμη να έρθω και να κάνω μία ταινία μαζί σου». Εκείνος φυσικά ανταποκρίθηκε αμέσως στην δελεαστική πρόταση της Σκανδιναβής καλλονής, που ήταν ήδη παντρεμένη με έναν οδοντίατρο. Αυτές οι λεπτομέρειες όμως δεν απασχολούσαν τον Ιταλό γόη. Οι φήμες λένε πως στοιχημάτισε με τους φίλους του ότι μέσα σε δύο εβδομάδες θα την έριχνε στο κρεβάτι , αν και διατηρούσε δεσμό με την Άννα Μανιάνι, την οποία εγκατέλειψε κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα, λέγοντας τη θρυλική ατάκα: «Πάω τα σκυλιά μια βόλτα». Αμέσως πήρε το αεροπλάνο και βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει από κοντά την θαυμάστριά του.

Εκείνη την εποχή η Ιταλία, κατεστραμμένη από τον πόλεμο, δεν ήταν το ιδανικό μέρος για να εξελίξει την καριέρα της μια μεγάλη σταρ, όμως η Μπέργκμαν αδιαφορούσε πλήρως για το star system. Ως κόρη του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ήταν φανατική της Έβδομης Τέχνης και λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να επιστρέψει στην Ευρώπη. Όταν λοιπόν ο Ροσελίνι της πρότεινε να λάβει μέρος στη ταινία «Στρόμπολι», δεν το σκέφτηκε ούτε λεπτό. Μάζεψε τις βαλίτσες της και πέταξε με τον σκηνοθέτη στη Ρώμη κι από εκεί στο σικελικό νησί. Ο ρόλος βέβαια στη ταινία είχε γραφτεί αρχικά για τη Άννα Μανιάνι, η οποία καταριόταν καθημερινά την « Σουηδή απατεώνισσα», όπως έλεγε την αντίζηλό της.

Στο Στρόμπολι τα πράγματα για την Μπέργκμαν δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, αφού έπρεπε να ξεχάσει τις πολυτέλειες του Χόλυγουντ και να προσαρμοστεί σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Ο Ροσελίνι έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει: νοίκιασε το καλύτερο σπίτι που μπορούσε να βρει, της μαγείρευε κάθε μέρα, της αγόρασε ακόμα κι έναν σκύλο. Σύντομα η σχέση τους άρχισε να γίνεται γνωστή και στο νησί μαζεύτηκε πλήθος δημοσιογράφων, εμποδίζοντας τα γυρίσματα, που τελικά τελείωσαν σε 112 μέρες αντί για 42, όπως ήταν ο αρχικός προγραμματισμός.


Η συντηρητική κοινωνία της Αμερικής όταν έμαθε τα κατορθώματά της, σοκαρίστηκε. Όταν δε έμεινε έγκυος, ξέσπασε τεράστιο σκάνδαλο. Ο σύζυγός της αρνήθηκε να της δώσει διαζύγιο, προκειμένου το παιδί της να γεννηθεί νόθο, μιας και δεν σκόπευε να το αναγνωρίσει. Οι ατασθαλίες της έφτασαν μέχρι την αμερικανική Γερουσία που καταδίκασε την ανηθικότητά της. Ήταν η εποχή του Μακαρθισμού και οτιδήποτε έθιγε το θεσμό της «αγίας οικογένειας» δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό. Η όλη ιστορία πήρε τεράστιες διαστάσεις με τρομαχτικές συνέπειες για την καριέρα της Μπέργκμαν που τη χαρακτήρισαν ακόμα και « persona non grata»!

Εκείνη όμως δεν πτοήθηκε. Έφυγε από τη Αμερική , παντρεύτηκε τον αγαπημένο της στο Μεξικό και στη συνέχεια το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Απέκτησαν τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων είναι η ηθοποιός Ιζαμπέλα Ροσελίνι.


Αν και οι δυο ήταν πολύ ερωτευμένοι, παρά τη διαφορά ηλικίας τους, σύντομα άρχισαν τα προβλήματα. Οι ταινίες που έκαναν μαζί δεν είχαν επιτυχία και οι συνεχείς ήττες τούς κούρασαν και τους έφθειραν. Η Μπέργκμαν έλεγε ότι η αιτία ήταν οι εντελώς διαφορετικές τους ιδιοσυγκρασίες.

Απογοητευμένη αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του συμπατριώτη της Λαρς Σμιτ, τον οποίο παντρεύτηκε λίγους μήνες μετά το διαζύγιό της. Όμως και ο Ροσελίνι είχε εξωσυζυγικές περιπέτειες καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους. Παρ’ όλα αυτά η Μπέργκμαν έλεγε πως δεν ήταν πικραμένη για το άδοξο τέλος του έρωτά τους, αλλά δήλωνε ευγνώμων που έζησε αυτά τα ωραία χρόνια.