«Πυγμαλίων-Ωραία μου κυρία»: Από την Οντρεϊ Χέπμπορν στην Δήμητρα Ματσούκα
Βασισμένο στο πλέον δημοφιλές έργο του Μπέρναρντ Σω, τον «Πυγμαλίωνα, αλλά και στην κινηματογραφική του μεταφορά, που έφερε τον τίτλο «Ωραία μου κυρία», από τον Τζώρτζ Κιούκορ, με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Ρεξ Χάρισον, ο Αλέξανδρος Ρήγας επιμελείται μια σύγχρονη διασκευή, που όμως διατηρεί την ατμόσφαιρα της εποχής του 1912 στη σκηνή του Πάνθεον.
Η Ελίζα Ντουλίτλ (Δήμητρα Ματσούκα), μια αμόρφωτη λουλουδού από τις φτωχογειτονιές του Λονδίνου έχει ένα μεγάλο όνειρο: Να ανοίξει το δικό της ανθοπωλείο, αλλά για να το πετύχει αυτό πρέπει να μάθει τρόπους.
Ένα μοιραίο βράδυ η τύχη θα φέρει στο δρόμο της τον ξακουστό καθηγητή γλωσσολογίας, Ουίλιαμ Χίγκινς (Κώστας Κόκλας). Εκείνος μπορεί να μην της δίνει καμία απολύτως σημασία, όμως η Ελίζα, που έχει τα μάτια της ορθάνοιχτα, θα τον ανακαλύψει στο αριστοκρατικό του μέγαρο και θα του ζητήσει να της κάνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς. Ο επιστήθιος φίλος του, ο Συνταγματάρχης Πίκεριν (Παύλος Χαϊκάλης), θα πείσει τον σκληρό καθηγητή μέσω ενός στοιχήματος να αναλάβει την εκπαίδευσή της. Μετά από μια σειρά κωμικοτραγικών καταστάσεων, η μικρή Ελίζα μεταμορφώνεται σε πριγκίπισσα και είναι πλέον έτοιμη να καταπλήξει την υψηλή κοινωνία. Αρωγός στην προσπάθειά της η μητέρα του καθηγητή (Μπέτυ Λιβανού), μια φιλελεύθερη γυναίκα που αγαπάει τη ζωή και ζει χωρίς προκαταλήψεις, παρά το κύρος που απολαμβάνει, αλλά κι ένας εκκεντρικός μπάτλερ, που σταδιακά γοητεύεται από τον αυθορμητισμό της Ελίζας. Όταν τελικά ο Χίγκινς κερδίζει το στοίχημα, θα καταλάβει πως κινδυνεύει να χάσει το μόνο πρόσωπο που έχει ξυπνήσει μέσα του ένα συναίσθημα. Και τότε αρχίζει η εκπαίδευση του ίδιου από το δημιούργημά του. Μόνο που ο καθηγητής δεν πρέπει να μάθει κανόνες γραμματικής και συντακτικό, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό: Να αγαπάει.
Η ρομαντική αυτή κομεντί καταφέρνει να συγκινεί ακόμα και σήμερα, γιατί πέρα από το λεπτό και καλαίσθητη χιούμορ της που εκμεταλλεύεται ο Αλέξανδρος Ρήγας, ενέχει μια κοινωνική διάσταση: Ο Σω δεν ξεχνάει πως πίσω από το τρυφερό ειδύλλιο των δυο πρωταγωνιστών, κρύβεται ένα σχόλιο σχετικά με το είναι και το φαίνεσθαι. Ο μεγάλος δραματουργός περιγράφει μια αστική τάξη που κρύβεται πίσω από τις συμβάσεις και τα προσωπεία της, αναδεικνύοντας ως υπέρτατη αξία την ανθρώπινη επικοινωνία και την αγάπη.
Η παράσταση του Πάνθεον, μια ακριβή παραγωγή, που αποτυπώνει τόσο τις ομιχλώδεις γωνιές του Λονδίνου όσο και τα αριστοκρατικά σαλόνια του (εντυπωσιακή η σκηνογραφία του Μανόλη Παντελιδάκη, αλλά και τα προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρεια κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη που σε συνδυασμό με τους έξυπνους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, λάμπουν κυριολεκτικά επί σκηνής) διατηρεί το, κωμικό της τέμπο, αλλά και τους υπαινιγμούς του συγγραφέα σε απόλυτη ισορροπία. Είναι από τις ελάχιστες δε παραστάσεις αυτή τη στιγμή στην Αθήνα που προσφέρει μια τόσο καλά μελετημένη σκηνογραφία κι ενδυματολογία, που μόνο με ανάλογα υπερθεάματα του εξωτερικού μπορούν να συγκριθούν.
Η διασκευή του Αλέξανδρου Ρήγα κρατάει το πνεύμα της ταινίας, που όλοι έχουμε αγαπήσει, την μπολιάζει με σύγχρονα στοιχεία, χωρίς ποτέ να γίνεται επικαιρική κι εμπνέεται από το παραμυθένιο της στοιχείο, που όλοι μας σήμερα έχουμε ανάγκη. Σκηνοθετικά ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση και διηγείται αυτή την απολαυστική ιστορία με ευαισθησία, επιμένοντας στις ανθρώπινες πλευρές των χαρακτήρων, προκαλώντας τη συγκίνησή μας, χωρίς όμως να καταφεύγει στις παγίδες του μελό. Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που αλλάζει τις ατμόσφαιρες ανάμεσα στα δυο κοινωνικά στρώματα που έχει να διαχειριστεί, αποκαλύπτοντας σε κάθε συνθήκη της ότι το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Η παρουσία του Ησαΐα Ματιάμπα, ενός πολύ καλού τραγουδιστή, που ερμηνεύει ακόμα και α καπέλα δύσκολα κομμάτια, σε συνδυασμό με τις ανάμικτες μουσικές επιλογές του σκηνοθέτη, προσδίδουν στην παράσταση μια ξεχωριστή νότα.
Με έναν λαμπερό θίασο πρωταγωνιστών στο πλευρό του, πετυχαίνει να σκιαγραφήσει όλους τους τύπους του συγγραφέα, χωρίς να αφαιρεί από τους ηθοποιούς του το ιδιαίτερο προσωπικό τους στίγμα. Η Δήμητρα Ματσούκα ως Ελίζα έχει χιούμορ, χωρίς να υποκύπτει σε υπερβολές, ενώ η μεταμόρφωσή της από αγρίμι σε κυρία των σαλονιών, είναι απολαυστική. Ο Κώστας Κόκλας ως καθηγητής Χίγκινς δοκιμάζεται σε έναν ρόλο διαφορετικό από όσους τον έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα και με λεπτότητα υπογραμμίζει την εσωτερική σύγκρουση του αυστηρού διανοούμενου. Ο Παύλος Χαϊκάλης , ένας πολύ καλός κωμικός ηθοποιός, αντιμετωπίζει με μέτρο και σύνεση το ρόλο του Συνταγματάρχη, αποφεύγοντας τις ευκολίες. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ως κύριος Ντούλιτλ, πλάθει έναν ήρωα κωμικό στην επιφάνειά του, ο οποίος κουβαλάει όμως την τραγική μοίρα του να έχει γεννηθεί σε ένα σύστημα, που δεν επιτρέπει τίποτα άλλο πέρα από το μέγιστο κανόνα της επιβίωσης. Η Μπέττυ Λιβανού, με τη φινέτσα της, φτιάχνει μια αριστοκρατική κυρία, που μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή, χωρίς να υποκύπτει σε συμβιβασμούς, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί της διανομής στηρίζουν με επάρκεια τους χαρακτήρες τους.
Συμπερασματικά: Το «Ωραία μου κυρία» στο Πάνθεον δεν θα απογοητεύσει τους φαν της ταινίας, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετικά προσεγμένη παραγωγή σε όλα τα επίπεδα, συνδυάζοντας το θέαμα και τη διασκέδαση , με μια elegant ποιότητα.