Σοφία Αρβανίτη: «Ζω μια παρατεταμένη εφηβεία, τρώω ακόμα στη μαμά μου» | 0 bovary.gr

Σοφία Αρβανίτη: «Ζω μια παρατεταμένη εφηβεία, τρώω ακόμα στη μαμά μου»

Η Σοφία Αρβανίτη, η γυναίκα που συντρόφευε τα καλοκαίρια μας με το απόλυτο hit των 90s, μετά από απουσία δέκα χρόνων επιστρέφει στη δισκογραφία με ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Συνεργάζεται με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, δηλώνει ότι η μουσική είναι η παντιέρα της και συνεχίζει να περιπλανιέται στη ζωή, παίρνοντας το δικό της ρίσκο.

«Γεννήθηκα σε μια οικογένεια με Μικρασιατική καταγωγή, βιοπαλαιστές οι γονείς μου. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά προσφύγων Μικρασιατών στο Χαλάνδρι, έτσι ζυμώθηκα μέσα σε μια κουλτούρα ανθρώπων που πάλευαν. Στο δημοτικό, μέσω της νονάς μου που ήταν μια κοσμική μοδίστρα, με έστειλαν να σπουδάσω μπαλέτο. Το ήθελα πολύ, οι γονείς μου αρχικά αρνούνταν, όμως τελικά σπούδασα για δέκα χρόνια με υποτροφία, γιατί είδαν ότι έχω ταλέντο.

Εργάστηκα μια χρονιά ως χορεύτρια στο Μόστρου στην Πλάκα, που είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες. Ήθελα να έχω το χαρτζιλίκι μου, να είμαι ανεξάρτητη. Παρόλο που οι γονείς μου ήταν αυστηροί, έκοψα τον ομφάλιο λώρο. Είχα τσαμπουκά, καβαλούσα τη μηχανή μου που την αγόρασα με δικά μου χρήματα, ευτυχώς δεν έμπλεξα γιατί είχα όραμα. Αμέσως μετά το μπαλέτο, σπούδασα φωνητική και πιάνο. Πήγαινα το απόγευμα στη σχολή του Κλάβα κι έκανα μαθήματα ρεπερτορίου και πιάνου και μετά πήγαινα να χορέψω για να πληρώνω τα μαθήματα και τα γραμμάτια της μοτοσικλέτας.

Ξεκίνησα από τις μπουάτ. Είχα επαφές με ανθρώπους της μουσικής κι έκανα οντισιόν. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στη Λητώ σε μια μπουάτ στην Πλάκα, με είδε ο Κακέτσης που είχε τη Νεράιδα και με προσέλαβε στις μεγάλες πίστες, έκανα δεύτερη φωνή σε μεγάλα ονόματα, όπως ο Μητροπάνος, η Τσανακλίδου, Άννα Βίσση, Αλέκα Κανελλίδου. Εκεί με είδαν οι δισκογραφικές. Τη δεκαετία του ‘90 ήρθε το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια» κι έγινα γνωστή στο ευρύ κοινό. Δεν νοσταλγώ ποτέ το παρελθόν. Εγώ πάντα βιοπορίζομαι από το τραγούδι, οπότε δεν μπορούσα να παραμείνω μόνο σε ό,τι πραγματικά ήθελα. Δεν μπορούσα λοιπόν να αποφύγω το λαϊκό και το λαϊκό- ποπ, τα ρεύματα της εποχής.

Η συνεργασία μου με την Μπόνι Τάιλερ ήταν η πιο σημαντική της ζωής μου, ήταν μια τρέλα του Ρακιντζή. Ανήκαμε στην ίδια εταιρεία με την Μπόνι κι έφαγε ένα φλας ο Μιχάλης να της στείλουμε μια κασέτα να ακούσει το «Πεθαίνω στην ερημιά». Εγώ θεωρούσα ότι δεν θα απαντούσε ποτέ. Εκείνη όμως απάντησε, ήρθε στην Αθήνα και το ηχογραφήσαμε. Ήταν το ωραιότερο πράγμα της ζωής μου. Ήταν κάτι τρελό. Στην εφηβεία μου μελετούσα το «Total Eclipse of the heart», το « I need a hero» κι άλλα κομμάτια της. Δεν είχα καν ονειρευτεί ότι αυτό θα μπορούσε ποτέ να συμβεί».

«Πάντα στα live μου συμπεριλαμβάνω τα ποπ τραγούδια μου από τη δεκαέτια του ’90. Κυρίως τα κομμάτια που κάναμε με τον Ρακιντζή, με τη Βόσσου και τον Σπύρο Πάζιο. Έχω φιλίες από τον χώρο, όλοι μου οι συνεργάτες καταρχάς είναι φίλοι. Κυρίως δε ο Δημήτρης Λιόλιος που έχουμε γράψει μαζί τον μισό δίσκο, είναι σαν αδερφός. Και με την Μαντώ είμαστε φίλες και με τον Μιχάλη Ρακιντζή συχνά πυκνά πίνουμε ρακές.

Είχα αποσυρθεί αυτά τα χρόνια στην Ανάβυσσο στο εξοχικό μου, μάζευα σκυλιά από τους δρόμους, έκανα τη νοικοκυρά, έκανα την αγρότισσα, έκανα πολλούς ρόλους. Κλείστηκα λίγο, αλλά ήθελα να το δοκιμάσω. Μια περίοδο ήμουν παντρεμένη, ήθελα να κάνω οικογένεια, αλλά τώρα πια έχω φύγει από αυτό. Μέσα από συγκυρίες οδηγήθηκα και πάλι στη μουσική. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου με ενθάρρυνε πολύ. Εμένα η οικογένειά μου είναι η μουσική. Βέβαια έχω και τον αδερφό μου, τα ανίψια μου, τη μαμά μου -να φανταστείς τρώω ακόμα στη μαμά μου, ζω μια παρατεταμένη εφηβεία.
Πιθανώς να άλλαζα πολλά αν γύριζα τον χρόνο πίσω, να κινούσα αλλιώς τα πιόνια στη σκακιέρα. Αλλά πορεύομαι με όσα μου έφερε η ζωή. Υπήρξα τυχερή, έχω πολλές εμπειρίες και στα προσωπικά και στα επαγγελματικά. Θεωρώ ότι έχω κάνει ένα ταξίδι που άξιζε. Και ας είχε ήττες κι απογοητεύσεις… Ήταν όλα τόσο έντονα».

«Πάντα οι άνθρωποι πληγώνουν. Όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ, έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, δεν ζω προστατευμένα, έχω βγει από το μαντρί μου πολλές φορές. Είμαι περιπλανώμενη, κάποιοι φίλοι μου λένε ότι κάνω τουρισμό στη ζωή. Και το χαίρομαι, γιατί δεν εφησυχάζω, δεν βολεύομαι. Πολύ συχνά βαριέμαι και ξεκινάω κάτι άγνωστο. Ναι, έχει ρίσκο αυτό να απογοητευτώ, αλλά είναι επιλογή μου να πορεύομαι έτσι.

Μου αρέσει να πηγαίνω περιπάτους με τα σκυλιά μου, μου αρέσει να κολυμπάω και το χειμώνα. Έχω ένα τροχόσπιτο πάνω στη θάλασσα, πηγαίνω εκεί κι αράζω… Αγναντεύω τα πέλαγα και τα ηλιοβασιλέματα. Δεν ζω όπως πριν από αρκετά χρόνια, όπου κατανάλωνα όπως ο μέσος Έλληνας της δεκαετίας του ’90, έχω περιορίσει τις ανάγκες μου και μπορώ με τα λίγα. Το χόμπι μου άλλωστε που είναι ο ήλιος και η θάλασσα δεν κοστίζει τίποτα.

«Αλαβαρντάχαλα, τραγούδια των καιρών» είναι ο τίτλος της νέας μου δισκογραφικής δουλειάς, που βγαίνει από την εταιρεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Είναι μια λέξη δικής μου επινόησης, θυμίζει παραμύθι, κάτι σαν Χάρι Πότερ. Στην ουσία Αλαβαρντάχαλα είναι το κοριτσάκι που κρύβω μέσα μου, η παιδική μου ψυχή, η ψυχή που όλοι έχουμε και που τη χάνουμε μέσα από όλα τα προβλήματα της ζωής. Αυτός όμως είναι ο κυριότερος λόγος που γερνάμε. Εγώ προσπαθώ να διατηρώ αυτό το μικρό κορίτσι, που κάποτε κινδύνευσα να χάσω».

«Είχα έτοιμο ένα τραγούδι που το δούλευα έναν χρόνο μαζί με τον συνεργάτη μου με τον υπέροχο ρόκερ τον Δημήτρη Λιόλιο στο σπίτι του στην Ανάβυσσο. Πλησίασα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου τυχαία σε μια παρουσίαση δίσκου. Εκεί άναψε ένας γλόμπος στο κεφάλι μου, και σκέφτηκα ότι επειδή έχει δισκογραφική εταιρεία μπορεί να το ακούσει. Τον ήξερα από παλιά, είχαμε συνεργαστεί στη Σφεντόνα. Εκείνος έδειξε ενδιαφέρον και μετά από λίγες μέρες του ζήτησα να με βάλει κάτω από την ομπρέλα της Rain music. Ο Βασίλης με την παιδική ψυχή που διατηρεί πάντα άνοιξε τα χέρια και μου είπε «καλωσήρθες!». Μου λέει τότε:« Γιατί να βγούμε με ένα τραγούδι; Έχεις κι άλλα;». Εγώ είχα ελάχιστα, αλλά του είπα ότι είχα. Δουλέψαμε επί έναν χρόνο σκληρά με τον Δημήτρη Λιόλιο, τον Ανδρέα Κατσιγιάννη, τη Ζωή Τηγανούρια, τον Σταμάτη Μεσημέρη, τον Αλέξη Τσελική, τον Μπιλ Αβραμίδη, την Εύη Ζευγαρά, τον Χρήστο Τσουκαλά και τον Πάνο Αρβανίτη. Έτσι ετοιμάσαμε δώδεκα ολοκαίνουρια τραγούδια και δυο διασκευές, το ένα από γαλλικό τραγούδι το «Fuck them all» όπου έκανα εγώ τους στίχους στα ελληνικά, και το άλλο είναι το «Έρημα κορμιά» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που το διασκεύασε ο Αλέξης Τσελίκης.

«Τραγούδια των καιρών» είναι ο υπότιτλος, γιατί είναι εμπνευσμένα από την εποχή μας. Πάντα κατέγραφα τη ζωή μου μέσα σε τους στίχους μου, τώρα το κάνω πιο αποκαλυπτικά. Το έκανα σαν να είναι το τελευταίο μου Cd, δεν ήθελα να κρατήσω τίποτα κρυφό, ίσως επειδή αισθάνομαι ότι μεγαλώνω. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαι ειλικρινής και νομίζω ότι τώρα πια δεν έχω να αποδείξω τίποτα. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό για μένα τραγούδι σε μουσική Ανδρέα Κατσιγιάννη, είναι η «Παλιοσκυλού». Εκεί στην ουσία αφηγούμαι τη ζωή μου. Τα παιδικά μου χρόνια, την επιθυμία να ξεφύγω, να πετάξω μακριά, αλλά και τη μετέπειτα πορεία μου».

«Όταν με ρωτούν εξαιτίας του σκανδάλου που έχει γίνει στην Αμερική, αν έχω υποστεί παρενόχληση, εγώ απαντώ μέσω αυτού τραγουδιού που σε ένα σημείο λέει: «Όλα ήταν φτωχικά, όταν ήμασταν παιδιά, μου την πέφταν οι γειτόνοι, δάσκαλοι και ποιος γλιτώνει. Όνειρο από μικρή να ξεφύγω από εκεί, κι έτσι που ήμουν ζουμερή την κοπάνησα η τρελή». Λέω πως ήμουν τυχερή που δεν έγινε κάτι καταστροφικό, αλλά το έχω καταγράψει σαν μνήμη.

Σ' αυτή την καινούργια δουλειά έχουμε σκληρό ήχο με έθνικ στοιχεία, κυρίως από την παραδοσιακή ελληνική μουσική. Με τον Πάνο Αρβανίτη -διεθνούς φήμης κιθαρίστας και πολύ καλός φίλος- έχουμε γράψει μαζί το ομώνυμο τραγούδι, «Αλαβαρντάχαλα, κάντε απόψε γιορτή». Είναι τιμή μου να παίζει στον δίσκο μου αυτός ο άνθρωπος. Έχω πάρα πολλά μουσικά ακούσματα. Είμαι της έρευνας, θέλω να ξέρω τα γίνεται εκεί έξω. Ακούω χαλαρή τζαζ, ευρωπαϊκή μουσική, κέλτικη που μου αρέσει πολύ. Γενικά η μουσική είναι ήχος, βγαίνει από τα παράθυρα, οπότε πάντα αφουγκράζομαι. Στις μέρες μας με το you tube μπορούμε να έχουμε επαφή με τη μουσική από όλο τον κόσμο. Όταν θέλω να ξεφύγω και να χτυπηθώ, ακούω συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘70.

Έζησα την εποχή της δισκογραφίας. Τώρα ναι, έχει ξεφτίσει εδώ και χρόνια, συνειδητοποίησα με τον χρόνο ότι αυτό είναι σημείο των καιρών. Αρχικά τη χτύπησε η πειρατεία, σήμερα όμως δεν είναι η πειρατεία. Εγώ όμως και μερικοί ακόμα παραμένουμε ρομαντικοί. Θέλω να πάρω το booklet στα χέρια μου, να διαβάζω τα σημειώματα, να βλέπω τις φωτογραφίες από το στούντιο.

Εγώ θέλω αυτά τα τραγούδια να φτάσουν στον κόσμο, γιατί είναι μια δουλειά που έγινε με ειλικρίνεια σε στιγμές ευθραστότητας, που άγγιξε τη συντριβή κάποια στιγμή. Είναι μια κατάθεση ψυχής και θεωρώ από τα πρώτα δείγματα ότι ο κόσμος το αντιλαμβάνεται αυτό.
Ήδη κάνω συναυλίες σε χώρους όπου και οι θαμώνες και οι επιχειρηματίες και οι συνεργάτες αγαπάμε καταρχάς τη μουσική. Θα κάνω τώρα ένα live στις 16 Φεβρουαρίου στο Lazy στα Βριλήσια».