BOVARY

Τατιάνα Αβέρωφ: «Όταν ήμουν νέα, ήμουν αριστερή -Σήμερα δεν θα διαφωνούσα με τον πατέρα μου»

Η δευτερότοκη κόρη του ευπατρίδη πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα, η Τατιάνα Αβέρωφ - Ιωάννου είναι μια γυναίκα που πρώτα θέλησε να βρει την ταυτότητας της και μετά να αποδεχθεί το βαρύ οικογενειακό όνομα. Με σπουδές στην φιλοσοφία και την ψυχολογία έγινε τελικά αυτό που ήθελε απο μικρή: συγγραφέας.



Οι ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις μου είναι στο Μέτσοβο. Από εκεί πρέπει να έχω και την παλαιότερή μου ανάμνηση, κάπου τριών χρόνων. Το Μέτσοβο ήταν ένα μαγευτικό μέρος για ένα παιδί, ένα μέρος ελευθερίας. Μπορούσες να κυκλοφορήσεις μόνος, πράγμα που στην Αθήνα δεν γινόταν. Ενα μέρος όπου ήμασταν όλοι μαζί σαν οικογένεια πολλές ώρες, κάτι που επίσης δεν γινόταν στην Αθήνα. Θυμάμαι έπαιζα στο πάρκο με τα άλλα παιδιά, επισκεπτόμαστε τα αξιοθέατα και τα υπόλοιπα έργα που φρόντιζε εκεί ο πατέρας μου.

Καμιά φορά ερχόταν η θεία μου, η αδελφή της μητέρας μου που την αγαπούσα πολύ και τα τα ξαδέλφια μου, που έμεναν στην Αγγλία, και κάναμε τρέλες. Είχαμε κάτι σφεντόνες και χτυπούσαμε με πέτρες τις καμπάνες, πετάγαμε ποτήρια με νερό από ψηλά, κάναμε φάρσες.

Ο πατέρας μου δεν ήταν αυστηρός, καθόλου αυστηρός, εκτός αν ξεφεύγαμε λίγο από το σημείο που εκείνος θεωρούσε ανεκτό. Εκεί μπορεί να γινόταν πολύ αυστηρός.

Ως παιδί δεν είχα την αίσθηση ότι πρέπει να προσέχω πώς φέρομαι επειδή είχαμε ένα «βαρύ» οικογενειακό όνομα. Πιο πολύ το έζησε αυτό η αδελφή μου που είναι πιο μεγάλη, και είχε μεγαλύτερη πίεση απ’ τους γονείς μου σε σχέση με τα κοινωνικά ή με το να παντρευτεί τον κατάλληλο. Εγώ τα συνειδητοποίησα σε πιο μεγάλη ηλικία. Είχα τις δικές μου ιδέες, της νεολαίας της εποχής. Δεν τον ενοχλούσε όμως τον πατέρα μου αυτό. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε. Οταν έφτανε όμως να γίνεται συζήτηση παρά έξω, όταν μας συζητούσαν, τότε, ναι τον ενοχλούσε.

Οταν ήμουν μικρή δεν είχα καταλάβει τη διαφορά ενός πολιτικού σπιτιού από τα υπόλοιπα. Πίστευα ότι όλα τα σπίτια είναι σαν το δικό μας. Ο πατέρας μου άφηνε τη δουλειά του έξω από το σπίτι. Επειδή ήμασταν κορίτσια, είχε την άποψη ότι έπρεπε να μείνουμε μακριά. Είχε άλλωστε κοντά του τα ξαδέλφια μας, τα αγόρια, τα παιδιά της αδελφής και του αδελφού του.

BOVARY

Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι εγώ δεν έπρεπε ποτέ να ασχοληθώ με την πολιτική. Στα νεανικά μου χρόνια διαφωνούσαμε με τον πατέρα μου. Ημουν αριστερή στο μυαλό. Σήμερα νομίζω ότι δεν θα διαφωνούσαμε. Πιο πολύ με ενοχλούσε η πλευρά της πολιτικής που όλα γίνονται βούκινο, που όλα διαστρεβλώνονται ή γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης, ανάλογα με το που ανήκεις. Εγώ ήμουν πάντοτε κάπου στη μέση, με το ένα πόδι από εδώ και το άλλο από εκεί.

Ο πατέρας μου ήταν ενήμερος για ό,τι αφορούσε εμένα και την αδελφή μου, ήταν αρκετά δημοκρατικός στις αντιλήψεις του για το μεγάλωμά μας. Είχα την αίσθηση πως ό,τι ήθελα μπορούσα να το κάνω, με κάποια προσοχή ίσως. Τον ενδιέφερε πάντα το θέμα του γάμου, ποιον θα παντρευτούμε. Ηταν κοντά μας σαν πατέρας, στο μέτρο του δυνατού και του ωραρίου του, αν και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι.

Ηξερα ότι με αγαπάει. Θυμάμαι μια φορά, γύρω στα έντεκα, είχα αρρωστήσει και ήμουν σε ένα νοσοκομείο στην Ελβετία. Ηταν μαζί μου αρκετό καιρό και μου διάβαζε το "Για την πατρίδα" της Πηνελόπης Δέλτα. Είχε μια μεγάλη τρυφερότητα, αλλά μπορούσε και να αποστασιοποιηθεί. Γι΄αυτό και περνούσαμε καλά στο Μέτσοβο. Γιατί μας ενδιέφεραν κοινά θέματα. Του άρεσε η φύση, περπατούσε.

Η παιδεία μας είναι αγγλόφωνη. Η μητέρα μας είχε μεγαλώσει στην Αγγλία κι εμείς οι δύο, με την αδελφή μου είχαμε ως πρώτη γλώσσα τα αγγλικά. Μέχρι τα δώδεκα δεν είχα διαβάσει ελληνικό βιβλίο, ούτε μου άρεσαν. Τα αγγλικά παρέμεναν η αγαπημένη μου γλώσσα. Δεν διάβασα ποτέ Ιούλιο Βερν. Διάβασα Ενιντ Μπλάιτον, που για μένα ήταν κάτι σαν θεά.

Από παιδί ήθελα να γράφω, να γίνω συγγραφέας, αλλά δεν προέκυπτε, δεν είχα βρει τον τρόπο. Εγραφα ποιήματα, σκέψεις, πεζά σαν έφηβη. Το πρώτο μου έναυσμα στη μυθοπλασία ήταν δύο θεατρικά, με σατιρικό περιεχόμενο που έγραψα για παραστάσεις στο σχολείο όπου εργαζόμουν ‒ του Κωστέα-Γείτονα. Εκεί είχα αφήσει ελεύθερη τη φαντασία μου. Η δυσκολία στο πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν ότι το φανταζόμουν σαν θεατρικό. Εβλεπα παλιότερα θέατρο, τώρα πια όχι πολύ.

Ο πατέρας μου δεν με πρόλαβε σαν συγγραφέα. Αλλά με πίστευε. Από μικρή μου έλεγε «Εσύ θα γράψεις μια μέρα». Με έβαζε να διαβάζω τα βιβλία του που ήταν μέγα βάσανο. Επρεπε να έχω άποψη.

BOVARY

Διάλεξα να σπουδάσω φιλοσοφία και μετά θέλησα να κάνω και κάτι πιο πρακτικό, οπότε στράφηκα στην ψυχολογία. Στην αρχή δεν μου άρεσε πολύ. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι σπουδές δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πράξη. Στην πράξη ανακάλυψα άλλα πράγματα. Μου άρεσαν τα χρόνια που δούλεψα στο σχολείο. Εχω ωστόσο πάντα την αίσθηση ότι η ψυχολογία είναι κάτι που δεν μπορώ να αποσαφηνίσω. Εχω κακές εμπειρίες από τα κέντρα ψυχολογίας όπου εκπαιδεύθηκα, υπάρχει πολλή αλαζονεία στο επάγγελμα. Οι ψυχολόγοι πιστεύουν πως έχουν όλες τις απαντήσεις κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ομολογώ ότι η αλαζονεία είναι κάτι που με ενοχλεί σε όλους τους ανθρώπους. Για μένα η ψυχολογία είναι τρόπος σκέψης. Την άσκησα κυρίως μέσα από την συμβουλευτική με γονείς και δασκάλους, έκανα διάγνωση για παιδιά -η διάγνωση είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Περισσότερο ασχολήθηκα ώστε να μάθουν τα παιδιά να συνεργάζονται.

Οταν γράφεις όλα είναι βιωματικά. Κι αν δεν είναι πραγματικά, πρέπει να τα κάνεις. Δεν μπορείς να γράψεις για κάτι που δεν ξέρεις. Χρειάζεσαι μια δύναμη να σε ενεργοποιεί σε κάθε βιβλίο. Στο πρώτο μου βιβλίο, το «Ξέφωτο», είχα σαφώς την αίσθηση ότι η ενέργειά μου ήταν το Μέτσοβο. Για κάθε βιβλίο πρέπει όμως να μελετήσεις. Πάντα κρατούσα σημειώσεις. Το χρειάζομαι, για να ξεκαθαρίζω τις σκέψεις μου.

Τώρα γράφω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Ισως προλάβω να το εκδώσω το φθινόπωρο. Στο δικό μου αστυνομικό, ο τόπος πάλι είναι το καθοριστικό στοιχείο. Εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Ελλάδα αλλά τοποθετείται σε ένα μικρό, φανταστικό χωριό. Θα μπορούσε να είναι το Μέτσοβο. Δεν ξέρω πως γράφονται τα αστυνομικά. Το έναυσμα το δικό μου ήταν ότι είδα τον τόπο του εγκλήματος. Ημουν στο Μέτσοβο, είδα ένα μέρος και είπα «εδώ βρέθηκε το πτώμα». Κι από εκεί άρχισα να υφαίνω την πλοκή. Το πιο δύσκολο είναι να ξέρεις τη δοσολογία των στοιχείων και πότε θα τα πεις στον αναγνώστη. Πρέπει να ξέρεις το τέλος από την αρχή.

BOVARY

Τις «Δέκα ζωές σε μία» τις σκεφτόμουν πολύ καιρό. Ξεκίνησα με τον στόχο να γράψω όλη τη ζωή του πατέρα μου. Είδα όμως ότι δεν χωρούσε μέσα σε ένα βιβλίο. Προσωπικά με ενδιέφερε πιο πολύ το πρώτο κομμάτι, από τη γέννησή του (σ.σ. το βιβλίο τελειώνει το 1947) και σαν ψυχολόγος θεωρούσα ότι είναι το πιο σημαντικό. Είχα πολλά κενά στη γνώση μου για τη ζωή του πατέρα μου. Νόμιζα ότι θα φτάσω ως το τέλος. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αυτό δεν γίνεται. Θα ήταν ένα υπερβολικά μακρύ βιβλίο. Επιπλέον συνειδητοποίησα πως, για να αφηγηθώ το δεύτερο μισό της ζωής του, θα έπρεπε να γράψω ένα άλλης υφής βιβλίο. Δεν το έχω αποκλείσει για το μέλλον.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, επειδή ήταν μεγάλος και οι φίλοι του επίσης, άρχισα να μαζεύω υλικό, να κάνω συνεντεύξεις. Μελέτησα πολλές επιστολές, ιστορικά βιβλία. Το βιβλίο μετά το΄47 θα πρέπει να είναι πολιτικό, κι εμένα η πολιτική μου δημιουργεί τάσεις φυγής.

Τα πολιτικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, στα οποία συμμετείχε ο πατέρας μου, τα έζησα από μακριά. Και νομίζω ότι το προσπαθούσα κιόλας. Δεν ξέρω πόσο ήταν δικό του δημιούργημα αυτή η απόσταση ή πόσο εγώ προσπαθούσα να έχω έναν χώρο που να μην εμπλέκεται εκείνος και να μπορώ να μεγαλώσω και να ανακαλύψω ποια είμαι.

Δεν λέω ότι δεν έμπαινα στο κλίμα των εκλογών και των άλλων γεγονότων, αλλά ήμουν πάντα διχασμένη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ο πατέρας μου ρωτούσε τη γνώμη μου, του την έλεγα, αλλά δεν την ακολουθούσε φυσικά. Μου έλεγε «θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις, θα βάλεις μυαλό». Με όλη την ειλικρίνεια πρέπει να πω ότι απορώ με την αποστασιοποίησή μου από τα γεγονότα. Τα γεγονότα με μπέρδευαν.

Θυμάμαι συναισθηματικά πράγματα. Θυμάμαι το συναίσθημα της ήττας όταν έχασε από τον Ράλλη. Τον είχα πονέσει πραγματικά. Νομίζω ότι όταν έγινε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, ήταν πια πολύ μεγάλος για χαρές. Θα χάρηκε, υποθέτω. Δεν είχε πια τη δύναμη και την ενέργεια των προηγούμενων χρόνων. Θυμάμαι επίσης τη στεναχώρια του και την αγωνία του, παλιότερα, σε μία κρίση με την Τουρκία. Ηταν πολύ ανήσυχος. Δεν ήταν ακόμα υπουργός Εξωτερικών.

O Eυάγγελος Αβέρωφ στο φοιτητικό του δωμάτιο στη Λοζάνη

Δεν νομίζω ότι ξεχνιέται ο Αβέρωφ. Παράπονα όμως έχω. Κάτι που με εντυπωσίασε όταν βγήκε το βιβλίο για τον πατέρα μου ήταν όταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος μου είπε ότι το μόνο που ήξερε για εκείνον ήταν μια γελοιογραφία που έλεγε «Εξω οι κότες της δεξιάς». Στην Ελλάδα υπάρχουν οι κομματικές παρωπίδες. Αυτό με στεναχωρεί, με δυσκολεύει βαθύτατα. Γιατί και τις υφίσταμαι τις κομματικές παρωπίδες και η χώρα τις υφίσταται. Από την άλλη από τότε που πέθανε έχω λάβει άπειρες προσκλήσεις για να τιμήσουμε τη μνήμη του. Συχνά είναι είτε για να συνεισφέρω οικονομικά είτε για να κερδίσει κάποιος πολιτικός. Από την άλλη, απλός κόσμος μού έχει διηγηθεί ιστορίες με πολλή αγάπη. Βοηθούσε τον κόσμο ο πατέρας μου όσο μπορούσε. Εχω καταγράψει απίστευτες ιστορίες. Δεν πρέπει όμως να κάνεις έναν ύμνο. Πρέπει να βρεις τη σωστή αναλογία για να είναι πραγματικά τρισδιάστατος και ανθρώπινος ο ήρωας του βιβλίου σου.

Είχε πολύ σαφείς απόψεις για την αριστερά και τη δεξιά ο πατέρας μου, ήδη από τον Πόλεμο. Αν σήμερα ήταν νέος, θα έβαζε ανάστημα. Τον πρόλαβα όμως πιο μεγάλο εγώ, πιο κουρασμένο, πιο απογοητευμένο. Δεν συμπέσαμε. Αν ζούσε, κάτι θα έκανε για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Πιστεύω ότι υπάρχουν σήμερα σημαντικές προσωπικότητες, απλώς ακούγονται περισσότερο όσοι δεν έχουν μεγάλα προσόντα. Γνώρισα αρκετούς από τους παλαιότερους πολιτικούς. Κυρίως τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίο ο πατέρας μου είχε στενή φιλία. Ο Τσάτσος ήταν ένα ήπιος, γλυκός, κυρίως πνευματικός άνθρωπος.

Εκτός από τα βιβλία μου ασχολούμαι κυρίως με την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, είμαι πρόεδρος στο Ιδρυμα Αβέρωφ, αλλά ασχολούμαι και με όλα τα άλλα έργα που έκανε εκεί ο πατέρας μου ως ισόβιος πρόεδρος του Ιδρύματος Τοσίτσα.

BOVARY

Το όνομά μου ήταν Τατιάνα Αβέρωφ-Τοσίτσα. Μετά πήρα του συζύγου μου, Ιωάννου. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι θα ήθελα τουλάχιστον στην ταυτότητα του γιου μου να φαίνεται το Αβέρωφ στο επώνυμο της μητέρας του, κι έτσι το πρόσθεσα πάλι. Χρειάστηκε μια ολόκληρη διαδικασία. Τώρα είμαι Αβέρωφ-Ιωάννου. Είναι βαρύ αυτό το όνομα. Γι΄αυτό προτιμώ να έχω και τα δύο. Οποτε θέλω χρησιμοποιώ το ένα, όποτε θέλω το άλλο. Οταν λέω το Αβέρωφ, δημιουργείται αμέσως μια ειδική ατμόσφαιρα, μια αντίδραση.

Προσωπικά, πάντα με ενδιέφερε να φύγω από όλα αυτά και να κρατήσω όσα είμαι εγώ. Είσαι πάντα μέρος της οικογένειάς σου. Πρώτα πρέπει να ανακαλύψεις αυτό που είσαι και μετά να προσθέσεις όσα σου έχουν κληροδοτηθεί. Δεν είμαι άνθρωπος της δημοσιότητας. Μου αρέσουν οι πιο «ήσυχες» σχέσεις με ανθρώπους που έχω επιλέξει. Αλλά τις παρουσιάσεις των βιβλίων μου τις χαίρομαι.

Αγαπώ πολύ τον χορό και την όπερα. Με τον χορό είχα ασχοληθεί νεώτερη, τον σκεφτόμουν επαγγελματικά, αλλά τα παράτησα. Αγαπώ τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τζον Μπάνβιλ, τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Μου πάει η αγγλοσαξωνική λογοτεχνία και η γερμανική, γιατί είναι πιο λιτές και υπαινικτικές. Οχι η γαλλική. Είναι τόσα πολλά τα βιβλία που θα ήθελα να έχω διαβάσει. Διαβάζω πράγματα που μου αρέσουν. Αν δεν μου αρέσει κάτι, το παρατάω. Εκτός από τους έλληνες, φίλους μου συγγραφείς, τους οποίους διαβάζω με άλλο μάτι. Η πρόσφατη λογοτεχνική σοδειά στη χώρα μας είναι πολύ πλούσια.